Το χρονικό της μεγαλύτερης ελληνικής ορειβατικής τραγωδίας που εκτυλίχθηκε τα Χριστούγεννα του 1979 στον Όλυμπο, όπως το έζησε ένας από τους επιζώντες:
“Από μικρός καταρχήν έβλεπα, το σπίτι μου ήταν στην παραλιακή οδό κι είχα την ικανότητα να βλέπω τον Όλυμπο, όταν είχε καλό καιρό, από Θεσσαλονίκη. Οπότε, πραγματικά, θυμάμαι ακόμη και Α΄ Δημοτικού και Β΄ που είχαμε ακούσει για τους θεούς του Ολύμπου και βλέπαμε χιονισμένο το βουνό, βλέποντας το βουνό και ταξιδεύοντας νοερά, πραγματικά ότι εκεί υπάρχει κάτι μυστήριο και λοιπά. Κι όλα αυτά, πραγματικά, με δελεάσαν για να πάω να επισκεφτώ το μέρος. Έτσι, λοιπόν, το 1976 τον Οκτώβρη, ξεκινήσαμε μία προσπάθεια με άλλους, να πάμε να δούμε εκείνα τα μέρη. Από ‘κείνη τη στιγμή, ξεκινάω πλέον να είμαι συνειδητά ορεινός πεζοπόρος. Αγαπώ το βουνό. Έχω μαγευτεί μ’ αυτό, με όλη την εικόνα.
Έτσι, λοιπόν, το ’78 κάνω την πρώτη μου χειμερινή ανάβαση στον Όλυμπο, στις κορυφές του Ολύμπου. Και το ’79, για την ακρίβεια νομίζω Πρωτομαγιά του ’79, ήμασταν στα Μετέωρα, όπου εκεί πέρα Αθηναίοι, Θεσσαλονικείς και Καβαλιώτες ορειβάτες στοχεύσαμε μια κοινή ανάβαση για τα Χριστούγεννα του ’79, η οποία θα υλοποιηθεί και θα ξεκινήσει στις 23 Δεκεμβρίου του ’79.
Ξεκινάμε την ανάβασή μας από τη θέση Γκορτσιά, διασταύρωση απ’ το Λιτόχωρο. Περίπου σε μια ώρα και κάτι, με βαριά σακίδια, έχουμε φτάσει στη θέση Μπάρμπα, 1.500 μέτρα υψόμετρο. Ο καιρός είναι καλός. Συνεχίζουμε με πολύ δυνατό σθένος, φτάνουμε στη θέση Κόκα, περίπου 1.750 μέτρα υψόμετρο. Ακόμα ο καιρός είναι καλός, έχει λιακάδα. Τούφες το χιόνι δεξιά-αριστερά. Περπατάμε το Οροπέδιο Σκούρτας, ο καιρός ακόμα είναι έτσι αμφί. Είμαστε δεκατέσσερα άτομα, δεν έχουμε καμιά φοβία, έτσι κάποιον φόβο για τον καιρό. Ό,τι είναι θα το αντιμετωπίσουμε.
Φτάνουμε στην κορυφή Σκούρτα, 2.422 μέτρα. Και κατεβαίνοντας την κορφή Σκούρτα, που πλέον απέχουμε μιάμιση ώρα απ’ το καταφύγιο του Κάκκαλου, αρχίζει κι επιδεινώνεται ο καιρός.
Ήδη σουρουπώνει και φτάνουμε στο Πέρασμα του Γιώσου, λίγο πριν σουρουπώσει. Πραγματικά, εκεί πέρα αρχίζουν κι επιδεινώνονται εξαιρετικά οι συνθήκες. Θυμάμαι κάποιον, τον Τηλέμαχο συγκεκριμένα, τον παρέσυρε ο αέρας. Ήταν κρεμασμένος σε σχοινί κι έκανε εκκρεμές πάνω στο σχοινί, δηλαδή μία ταλάντωση. Και φώναζε εκεί το παιδί, μεσ’ τον αέρα. Τελικά, βγήκαμε κι οι δεκατέσσερις πάνω.
Όταν βγήκαμε, πλέον είχε νυκτώσει. Με σφοδρότατο αέρα, με χιονόπτωση, να ρίχνει.
Κι αρχίζουμε να περπατάμε, σύριζα με τον γκρεμό, για να βγούμε στο καταφύγιο του Κάκκαλου. Δηλαδή, απείχαμε σαράντα πέντε λεπτά από τον Κάκκαλο. Είναι νύχτα.
Μάλιστα, σ’ ένα σημείο, θα γλιστρήσω στο Πέρασμα του Γιώσου κι ο Μπουντόλας θα με σταματήσει με το πόδι του, θα με φρενάρει, πραγματικά, γιατί δεν ξέρω την κατάληξη που θα είχα. Δηλαδή, μπορούσα να έφευγα το Πέρασμα κάτω και να έφευγα κανένα χιλιόμετρο κάτω στην πλαγιά.
Στη συνέχεια, ακολουθούμε εφτά άτομα τον Μπουντόλα, σύριζα με τον γκρεμό. Οι άλλοι θα κινηθούν πάνω στο Οροπέδιο των Μουσών, αλλά θα κινηθούν δεξιά, με τελικό αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να φωνάξουν: «Βοήθεια, χαθήκαμε!» Εμείς ενώ πηγαίνουμε καλά, πηγαίνουμε σύριζα με τον γκρεμό, πηγαίνουμε προς τη μεριά που ακούμε τις φωνές και συναντούμε την υπόλοιπη ομάδα. Απ’ τη στιγμή, όμως, που φύγαμε από τον γκρεμό και περπατήσαμε λίγα μέτρα, και περπατήσαμε διάσπαρτα διάφοροι, έριξε και χιόνι, θάφτηκαν τα βήματά μας, και το τελικό αποτέλεσμα ήτανε να μην μπορούμε να βρούμε το σημείο αναφοράς στον γκρεμό, για να πάμε προς το Καταφύγιο. Κι αρχίσαμε να περπατάμε κουτουρού. Όπου να ‘ναι στο Οροπέδιο, χύμα.
Περπατήσαμε ίσως μια -δυο ώρες. Ήμασταν εξαντλημένοι, οπότε ήρθε το βράδυ. Ο Γαληνός κι ο Μπουντόλας είπαν: «Θα κάνουμε έξω διανυκτέρευση, τελικά». Ήταν σοκαριστική αυτή η στιγμή. Νύχτα, χιονοθύελλα. Είναι σοκαριστικό, πραγματικά, οι εικόνες που περάσανε μόλις άκουσα αυτό. Λέω ότι: «Από εδώ και πέρα η ζωή μου θα είμαι ανάπηρος, θα κινούμαι μ’ ένα καροτσάκι αναπηρικό, θα μου κόψουν τα πόδια απ’ τα κρυοπαγήματα, δεν τη βγάζω καθαρή όσον αφορά τα κρυοπαγήματα. Θα είμαι ανάπηρος, τελείωσε, θα είμαι δεκαεπτά χρονών χωρίς πόδια», ας πούμε, λέω. «Αλλά παρόλα αυτά, δε μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα. Και χωρίς πόδια θα μπορώ μια φορά το χρόνο να νοικιάζω ένα αεροπλάνο και να πετάω πάνω από τις κορυφές του Ολύμπου» ας πούμε, έτσι. Διάφορες ιδέες που περνούσαν εκείνη την ώρα.
Τελικά, αποφασίζουμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα μέρος πίσω από τον Προφήτη Ηλία, στη δυτική μεριά, κι ο βορειοδυτικός άνεμος πραγματικά καναλοποιούταν εκεί πέρα και πολλαπλασιάζοταν σε ισχύ και σε δύναμη. Το σημείο που επιλέξαμε ήταν απ’ τα χειρότερα μέρη που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε. Εντελώς τυχαία το επιλέξαμε, χωρίς να βλέπουμε τίποτα, λέμε εδώ την πέφτουμε και…
Εμφανίζεται ένα tente de paire, μία τέντα δύο ατόμων. Μπαίνουμε έξι-εφτά άτομα σε μία τέντα η οποία ήταν σαν να λέμε ένα μπαλόνι, όπου στο μπαλόνι τα πρόσωπά μας ήταν ακουμπιστά κι αυτοκόλλητα ο ένας με τον άλλον, το οποίο ακουμπούσαμε. Και τα τοιχώματα απ’ το μπαλόνι, το οποίο μας χτυπούσε και μας σφυροκοπούσε, τα χαστούκια που έδινε ο αέρας επάνω στο μπαλόνι. Δηλαδή, ο Τηλέμαχος, θυμάμαι πολύ καλά, επί λέξει λέει: «Πονάν τα πόδια μου, παιδιά, να βγάλω λίγο το παπούτσι μου». Την ώρα που κάνει ο Τηλέμαχος να βγάλει το παπούτσι του, σκίζει η τέντα κι όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι μια ομάδα, μια μπάλα από ομάδα ανθρώπων, πέφτουμε στο χιόνι και την τέντα την εξαϋλώνει, την παίρνει ο αέρας και την εξαφανίζει. Οπότε είμαστε πεσμένοι στο χιόνι.
Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε. Έχουμε τέσσερις υπνόσακους. Θα μπουν τέσσερα, το πολύ πέντε άτομα μέσα σε υπνόσακους. Όλο το βράδυ θα χιονίζει ασταμάτητα. Κάποια στιγμή αρχίσανε να πέφτουν κεραυνοί. Όταν πέφταν, λοιπόν, οι κεραυνοί, λέγαμε: «Κάποια ακτινογραφία του βουνού θα φανεί και θα μπορέσουμε να δούμε τι γίνεται. Κάπου, πού είμαστε. Να προσανατολιστούμε». Στήναμε πλάτη-πλάτη και περιμέναμε τον επόμενο κεραυνό, την επόμενη αστραπή που θα πέσει, για να μπορέσουμε να δούμε κάτι στον χώρο. Αλλά όταν έπεφτε η αστραπή, πραγματικά τυφλωνόμασταν για μερικά λεπτά, δε βλέπαμε τίποτα απολύτως.
Προσπαθήσαμε να κάνουμε, με τις ορειβατικές σκαπάνες που είχαμε, να κάνουμε τρύπα στο χιόνι, να μπούμε μέσα. Κάναμε συνεχώς περιστροφές των χεριών, για να κρατήσουμε τα δάχτυλά μας. Κλοτσούσαμε συνεχώς στον αέρα κι αγκαλιαζόμασταν όλοι μαζί και χορεύαμε φωνάζοντας, ξέρω ‘γώ, ό,τι ναι ‘ναι, ας πούμε. Για να κρατήσουμε ηθικό. Αυτούς που κρύωναν τους βάζαμε στο κέντρο του κύκλου. Οι υπόλοιποι δε, ήτανε θαμμένοι στο χιόνι. Το βράδυ πέρασε έτσι. Ατελείωτη νύχτα, πραγματικά.
Στη συνέχεια, λοιπόν, άρχισε να ξημερώνει. Όταν άρχισε να ξημερώνει, λέμε: «Εντάξει, σωθήκαμε». Τι είχε όμως συμβεί; Αυτοί που είχαν θαφτεί στο χιόνι, κι είχε ρίξει ενάμιση μέτρο, άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια: «Βοήθεια, σκάμε!» Οπότε, αρχίζουμε και σκάβουμε εμείς με τις ορειβατικές σκαπάνες. Πραγματικά, καταφέραμε και τους βγάλαμε έξω.
Όταν σηκώθηκε ο Νικηφορίδης, είχε χάσει το κέντρο ισορροπίας. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά. Έτσι, λοιπόν, με το που σηκώθηκε, έπρεπε κάποιος να τον κρατάει, γιατί θα έπεφτε ή δεξιά ή αριστερά. Οπότε, πάντα ήταν ένας δίπλα στον Νικηφορίδη να τον κρατάει όρθιο. Είμαστε στα 2.700 μέτρα και ξημερώνει τώρα η επόμενη μέρα, που έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είναι καλά.
Καθώς περπατάμε στο Οροπέδιο στα κουτουρού, με σκοπό κάτι να βρούμε αναγνωριστικό, κάποια στιγμή θα δω το καταφύγιο του Κάκκαλου. Μόλις το βλέπουμε το φοκάρω, «μπαπ», εδώ, στα 500 μέτρα μπροστά μου. Το είδα. Και ξανακλείνει ο καιρός. Αλλά έχω κρατήσει προσανατολισμό, είναι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση που έχω το βλέμμα μου, δεν το χάνω με τίποτα. Και κινούμαστε, λοιπόν, πλάι-πλάι. Και περπατάμε μια ώρα. Περπατάμε δυο ώρες. Ίσως και παραπάνω. Κάποια στιγμή, βλέπουμε κάποιους άλλους ορειβάτες. Τους λέμε: «Παιδιά, ε, πού είστε; Ψάχνουμε το καταφύγιο». Μας λεν κι αυτοί: «Κι εμείς το ψάχνουμε». «Παιδιά», τους λέμε, «εμείς διανυκτερεύσαμε έξω». Μας λένε κι αυτοί διανυκτερεύσαν έξω: «Κι εμείς», λέει. Και λέμε: «Κοίταξε τώρα», λέμε, «σύμπτωση», μεταξύ μας, «να είναι δύο ομάδες χαμένες στον Όλυμπο, να ψάχνουν το καταφύγιο και να συναντηθεί η μία με την άλλη, σ’ ένα πλατό». Και τελικά ανακαλύψαμε τι; Οι πρώτοι συναντήσαν τους τελευταίους. Κάναμε κύκλο γύρω απ’ τον εαυτό μας, οι δεκατέσσερις. Κι εκεί, έπεσε κλάμα, πραγματικά, ας πούμε. Χαθήκαμε. Χαθήκαμε για μια ακόμη φορά. Ήτανε μεσημέρι, κι υπήρχε κίνδυνος να έχουμε δεύτερη διανυκτέρευση έξω. Πάνω στο πλατό. Δε θα ζούσαμε.
Η απόγνωση, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σε κάνει τολμηρό. Έχουμε πυξίδα. Θα ακολουθήσουμε μια συγκεκριμένη πορεία: Βορρά, Νότο, Δύση, Ανατολή, συνεχόμενα, μέχρι να φτάσουμε σε μία περίμετρο βράχων. Θα δέσουμε σχοινιά, θα κάνουμε ραπέλ, καταρρίχηση, κάποια στιγμή τα σχοινιά μας θα τελειώσουνε, κι εκεί θα πηδήξουμε όπου να ‘ναι, για να γλιτώσουμε. Ειδάλλως, σωτηρία δεν έχει.
Καθώς περπατάμε, βρίσκουμε έναν γκρεμό πολύ απότομο και πάμε να κατεβούμε από ‘κεί πέρα. Οι πρώτοι που κατεβαίνουν μετά από διακόσια μέτρα γυρνάνε πίσω, λένε: «Θα σκοτωθούμε, δε γίνεται». Μάλιστα, γυρίσαμε μεταξύ μας κάποιοι και λέμε: «Γιατί, εδώ θα ζήσουμε;» Την ώρα που ανεβαίνουμε στην ανηφόρα, ο Νικηφορίδης καταρρέει. Και πεθαίνει. Σε εκείνη την ανηφόρα. Ήτανε, ανεβαίνοντας, διακόσια μέτρα δεξιά απ’ το Πέρασμα του Γιώσου.
Τον αφήνουμε τον Νικηφορίδη, τον δένουμε κι ένα σχοινί και τον εγκαταλείπουμε εκεί πέρα. Κι αρχίζουμε την πορεία, σύριζα πάντα μ’ έναν γκρεμό, με σκοπό κάτι να προσανατολιστούμε, να δούμε πού είμαστε. Είχε ρίξει άπειρες ποσότητες χιονιού στο βουνό. Κι αποφασίζουμε να κατεβούμε πάλι με τα σχοινιά το Πέρασμα του Γιώσου και να κάνουμε υποχώρηση. Άσχετα αν ήμασταν πολύ κοντά στο καταφύγιο.
Μετά απ’ εδώ, γενικά, δεν υπάρχει φόβος. Ο φόβος έχει εξαλειφθεί. Τα συναισθήματα του φόβου, της ζωής και του θανάτου, δεν υπάρχουνε. Υπάρχει το ένστικτο της επιβίωσης. Είσαι μουδιασμένος στο σώμα, στο δέρμα και στο μυαλό. Δε σκέφτεσαι όπως θα έπρεπε να σκέφτεσαι κανονικά. Μετά από λίγη ώρα διαδραματίζεται ένα σκηνικό όπου ο Σούλας εγκαταλείπεται σε δυνάμεις, λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ». Επί λέξει είπε: «Έχω πάθει χειρότερα απ’ τον Δημητρό», τον Νικηφορίδη, «σε χειρότερη κατάσταση είμαι». Νομίζω ο Μπουντόλας θα τον βάλουν στον υπνόσακο και θα τον αφήσουν εκεί πέρα.
Ήδη καθώς περνάω εγώ μπροστά στον Λαιμό κι ανοίγω βήματα, νομίζω ότι έχω μεταφερθεί σ’ έναν άλλον κόσμο. Αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό που έχω ζήσει είναι αιώνιο κι από ‘δώ και πέρα για εκατοντάδες αιώνες θα ζω έτσι, μες στη χιονοθύελλα, μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Ότι ζω έναν εφιάλτη. Είναι εφιάλτης, πρέπει να βρω τρόπο, κάτι, είναι εφιάλτης, ζω ένα όνειρο, δεν μπορεί, δεν μπορεί αυτή η κόλαση να υπάρχει. Βλέπω αυτά που μου λείπουνε. Τι μου έλλειπε λοιπόν; Ζέστη. Τζάκια, φλοκάτες κόκκινες. Καθόμουν σ’ ένα πολύ ωραίο, πέτρινο σπίτι μέσα, με τζάκια, φλοκάτες κόκκινες. Διψούσα. Έπινα νερό και ξεδιψούσα από φοβερές πηγές, φοβερές πηγές. Κι είχα φαγητό μπροστά μου κι έτρωγα πατάτες τηγανητές και λουκάνικα, τα θυμάμαι πολύ καλά. Έτσι, δηλαδή, πραγματικά αυτό που σου έλλειπε το έβλεπες μπροστά σου χειροπιαστό, ενώ περπατούσα τώρα όλα αυτά κι ήμουν μες τη χιονοθύελλα κι έτρεμα πάλι. Ξανά αυτό το πράγμα, ξανά, αλλεπάλληλα. Λέω: «Τώρα τι γίνεται; Ανοίγω τα μάτια μου, τα ‘χω ανοιχτά; Τα ‘χω κλειστά; Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα». Δηλαδή, έβλεπα συνεχώς παραστάσεις. Λέω: «Ντάξει, θα τσιμπηθώ, για να καταλάβω πότε είναι η πραγματικότητα». Γιατί άρχισα να μπερδεύω, πιστεύοντας ότι το όνειρο είναι η χιονοθύελλα κι η πραγματικότητα είναι το όμορφο περιβάλλον που ζω. «Οπότε θα τσιμπηθώ να καταλάβω, εφόσον πονέσω, πού είμαι». Τσιμπιέμαι, θυμάμαι πολύ καλά. Ξυπνάω κατευθείαν κι εκείνη την ώρα κινητοποιούνται τα πάντα μέσα μου, όλα τα τελευταία πακέτα ενέργειας που με ξυπνάνε και καταλαβαίνω τι γίνεται. Και κατηφορίζουμε προς τα κάτω, πάλι σύριζα με τον γκρεμό.
Καθώς κατηφορίζουμε, λοιπόν, σύριζα με τον γκρεμό, κάποιος μας λέει: «Μας κυκλώσαν οι λύκοι!» «Μας κυκλώσαν οι λύκοι!» Κατευθείαν κάνουμε έναν κύκλο γύρω απ’ τον εαυτό μας, λυγίζουμε τα πόδια μας και προτείνουμε τις μύτες απ’ τις ορειβατικές σκαπάνες. Κατευθείαν σε θέση άμυνας. Περιμένουμε, λοιπόν, μια επίθεση λύκων. Τίποτα. Ξαναπερπατάμε πιο κάτω. Ξανά μετά από λίγη ώρα: «Μας κυκλώσαν οι λύκοι!» Ξανά το ίδιο πράγμα, εμείς κάνουμε κύκλο, άμεσα. Το ‘πε τρεις φορές. Τελικά, σταματήσαμε να τον πιστεύουμε. Γιατί αυτός τι έβλεπε; Έβλεπε να παραμορφώνεται ο θάμνος, η νανώδης βλάστηση που έχει, τα δέντρα, και να παίρνουν μορφή λύκου. Αυτό είναι παραίσθησ,, φυσικά. Οπότε σταματήσαμε να πιστεύουμε αυτά που λέει, σταμάτησε να τα λέει κι αυτός, γιατί δε μας έπειθε.
Αλλά ήδη ο Μπαλτόπουλος δεν ήταν καλά. Άρχισε κι αυτός να κάνει χαζομάρες. Με αποτέλεσμα αναγκαστήκαμε να τον δέσουμε τον Μπαλτόπουλο. Έτσι, λοιπόν, έχουμε αφήσει δύο, είμαστε έντεκα, κι έχουμε κι έναν «αιχμάλωτο». Δεμένο απ’ τα χέρια. Και τον περπατάμε δεμένο απ’ τα χέρια. Κάποια στιγμή, ο Μπαλτόπουλος θα πέσει κάτω στο χιόνι και θα τον σέρνουμε σαν ένα πτώμα στο χιόνι. Θα φωνάζει, θα βρίζει. Λοιπόν, κάποια στιγμή ο Μπαλτόπουλος δεν μπορούσε να συνεχίσει. Θα τον αφήσουμε κι αυτόν, περίπου στα 2.300, τουλάχιστον. Του αφήνουμε και μια νάιλον κουβέρτα. Τον εγκαταλείπουμε. Ζωντανό.
Συνεχίζουμε την πορεία προς τα κάτω, η ομάδα είχε διαλυθεί από καταπόνηση. Περπατάμε στο χιόνι, τσαλαβουτάμε. Βλέπουμε τα φώτα στο Λιτόχωρο. Εμείς κατεβαίνουμε το βουνό, είμαστε μισοπεθαμένοι και παρόλα αυτά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Να φωνάξουμε, δε θα μας ακούσουν. Ούτε να ανάψουμε μια φωτιά μπορούμε, είμαστε διαλυμένοι εντελώς.
Ήδη αρχίζει και ξημερώνει. Βγαίνει μια πολύ, έτσι, ηλιόλουστη μέρα και καθώς ο ήλιος χτυπάει στα βράχια πάνω, λιώνει το χιόνι στα βράχια, και γίνονται μικρά ρυάκια. Κι εκεί θα τρέχουμε και θα βάζουμε τις γλώσσες μας, σαν τα ζώα, για να ανακουφιστούμε από δροσιά νερού, όχι χιονόνερου. Συνεχίζουμε να περπατάμε, να κατεβαίνουμε προς την Κόκα, πίνουμε νερό κατά διαστήματα, εξαντλημένοι, και καταλήγουμε λίγο πριν φτάσουμε στη Γκορτσιά, εκεί πέρα που είναι τ’ αυτοκίνητα.
Εκεί πέρα θα καταρρεύσουν άλλα δύο άτομα. Θα τους πάρουμε στα χέρια, θα τους βάλουμε στ’ αμάξι. Ήταν δυο αυτοκίνητα. Το ένα δούλευε, το άλλο δε δούλευε, δεν μπορούσε να πάρει μπρος. Αλλά είχε χιόνι είκοσι ποντών και δεν μπορούσαμε να φύγουμε.
Μπήκαμε μέσα και βγάλαμε να δούμε λίγο τα πόδια μας, τα παπούτσια και λοιπά. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα δει τότε πράσινα πόδια. Πράσινα, καταπράσινα. Μετά είναι μαύρο. Είναι τα κρυοπαγήματα. Οπότε, αυτούς που δεν ήταν καλά τους μεταφέραμε, τους βάλαμε στ’ αμάξι, τους ξαπλώσαμε, και τους αφήσαμε εκεί πέρα.
Και συνεχίζουμε τώρα την πορεία προς τα κάτω. Απ’ την Γκορτσιά, προς το καταφύγιο του Μπουντόλα. Εκεί θα συναντήσουμε μία οικογένεια. Ήτανε Χριστούγεννα, 25 Δεκεμβρίου, θα συναντήσουμε μία οικογένεια, η οποία ανέβαινε προς τα πάνω εκδρομή, πεζοπορώντας στον δρόμο τον χιονισμένο. Κατεβήκαν κάτω, ενημέρωσαν για το τι ακριβώς γίνεται. Έρχονται αυτοκίνητα και μας παίρνουν, σε ελάχιστο χρόνο.
Στη συνέχεια, λοιπόν, φτάνουμε στο Λιτόχωρο. Πριν πάμε, είμαι στην πλατεία και λέω: «Κάπου να πάω να φάω, σε μια ταβέρνα, έχω να φάω τρεις μέρες. Τώρα, δεν ξέρω, θα προλάβω να πάω στην ταβέρνα ή θα πεθάνω ενδιάμεσα;» Πηγαίνω με έναν φίλο μου εκεί πέρα να φάμε. Την ώρα που πάμε να φάμε, αυτός κάθεται κοντά στη σόμπα και λιποθυμάει. Έρχεται το ασθενοφόρο, τον παίρνει, τον μεταφέρει, τον πάει στο Νοσοκομείο Κατερίνης. Τελικά, θα ξεκινήσουν ομάδες κι από το Λιτόχωρο και Θεσσαλονικιών ορειβατών, οι οποίοι θα προσεγγίσουν και θα κατεβάσουν τον Μπαλτόπουλο, είκοσι τέσσερις ώρες μετά από εμάς.
Πηγαίνουν έξι-εφτά άτομα στο νοσοκομείο. Είχαν πολύ σοβαρά κρυοπαγήματα και πηγαίναν για ακρωτηριασμό. Μάλιστα, απ’ ό,τι είχαμε μάθει, οι γιατροί του Νοσοκομείου Κατερίνης ζήτησαν και τη συμβουλή και τις γνώμες των γιατρών που πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο, για να ξέρουνε τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν τότε, για το πώς να αντιμετωπίσουν κρυοπαγήματα. Γιατί κλήθηκαν να ακρωτηριάσουν από έξι-εφτά άτομα, νέα παιδιά, τα πόδια. Ένας που δεν πήγε στο νοσοκομείο, ακρωτηριάστηκε, έχασε το μεγάλο του το δάχτυλο.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι είχαμε δύο νεκρούς κι ο Μπαλτόπουλος, που κατέβηκε καλά. Άρα ήτανε μια, θα μπορούσαμε να πούμε, μια τραγωδία που διαδραματίστηκε το ’79 και θα μείνει για πάντα στα χρονικά και στα ιστορικά αρχεία της ορειβασίας.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις