γράφει η Μαριλίζ Φασουλοπούλου
Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δυσοίωνη εικόνα για την πορεία του πληθωρισμού σκιαγραφεί η νέα έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αγορά των commodities (Commodity Markets Outlook) προειδοποιώντας πως το σοκ στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια!
Ο στασιμοπληθωρισμός μας χτυπά την πόρτα!
Οι διεθνείς τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται μέσα στη χρονιά συντηρώντας το υψηλό κόστος και τις αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις στην παγκόσμια αγορά. Συνολικά οι τιμές των commodities θα μείνουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Ωστόσο το σοκ του πολέμου στον ευρύτερο κλάδο των commodities προκάλεσε αλλαγές στα μοτίβα του παγκόσμιου εμπορίου, της παραγωγής και της κατανάλωσης με τρόπους που θα κρατήσουν τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 2024.
The war in Ukraine has dealt a major shock to commodity markets, altering global patterns of trade, production, and consumption in ways that will keep prices at historically high levels through the end of 2024. https://t.co/zth9o7XvWi #CMO2022 pic.twitter.com/ASOzYi2HIc
— World Bank (@WorldBank) April 26, 2022
Σύμφωνα με την έκθεση, η πίεση στις τιμές των commodities σε συνδυασμό με την περαιτέρω αύξηση στο κόστος του εμπορίου και των μεταφορών λόγω του πολέμου σημαίνει πως έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού, που αυξάνει σημαντικά και την απειλή του στασιμοπληθωρισμού.
«Πρόκειται για το ισχυρότερο σοκ που βιώνουμε στα commodities από τη δεκαετία του ‘70» ανέφερε χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ίντερμιτ Γκιλ, επισημαίνοντας πως το σοκ αυτό ενισχύεται και από το ντόμινο των περιορισμών στο εμπόριο των τροφίμων, των καυσίμων και των λιπασμάτων. Δεν είναι τυχαίο πως οι εξελίξεις αυτές «έχουν αρχίσει να ενισχύουν το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού» σχολίασε, προειδοποιώντας για την ανάγκη λήψης μέτρων για την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης και την αποφυγή κινήσεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία.
Surging trade restrictions on food, fuel, and fertilizers are aggravating the largest commodity shock we’ve experienced since the 1970s—raising the specter of stagflation. More on the latest commodity markets forecasts in the just-launched #CMO2022. https://t.co/emSj9HDtXV
— Indermit Gill (@IndermitGill) April 26, 2022
«Καυτές» ενεργειακές τιμές
Συγκεκριμένα οι ενεργειακές τιμές εκτιμάται πως θα εκτιναχθούν κατά πάνω από 50% συνολικά μέσα στη χρονιά, ήτοι σε σχεδόν διπλάσια επίπεδα από το 2021. Αν και από το 2023 θεωρείται πως θα αρχίσουν να υποχωρούν κατά 12,3%, μια καθοδική πορεία που θα συνεχιστεί και το 2024.
Ο συνδυασμός του πολέμου, των προβλημάτων στο εμπόριο και την παραγωγή θα κρατήσει την τιμή του Brent πάνω από το όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022. Στα επίπεδα αυτά μιλάμε για το υψηλότερο σημείο της τιμής από το 2013 που αναλογεί σε μια αύξηση κατά πάνω από 40% σε σχέση με τα περσινά επίπεδα. Για το 2021 ο μέσος όρος της τιμής του πετρελαίου διαμορφώθηκε στα 70,40 δολάρια.
Για το 2023 η τιμή του Brent αναμένεται να υποχωρήσει γύρω στα 92 δολάρια το βαρέλι, παραμένοντας ωστόσο σταθερά πολύ πάνω από τον μέσο όρο τιμής της προηγούμενης πενταετίας, που ήταν στα 60 δολάρια το βαρέλι.
Σήμερα στις διεθνείς αγορές η τιμή του Brent ανεβαίνει στα 104,40 δολάρια το βαρέλι, έχοντας μεν υποχωρήσει από το ρεκόρ των 127,98 δολαρίων στα τέλη Μαρτίου, αλλά παραμένοντας σταθερά πάνω από το όριο των 100 δολαρίων.
Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη αναμένεται να διπλασιαστούν μέσα στη χρονιά, ενώ οι τιμές του άνθρακα αναμένεται να καταγράψουν αύξηση κατά 80%. Αμφότερες σε νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Το ψωμί… ψωμάκι
Εκτός της ενέργειας, οι τιμές σε έτερους κλάδους των commodities όπως τα αγροτικά προϊόντα και τα μέταλλα θα αυξηθούν περίπου κατά 20% μέσα στο 2022 και θα παρουσιάσουν μετριοπαθή υποχώρηση τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι τιμές των μετάλλων θα αυξηθούν κατά 16% μέσα στο 2022, πριν υποχωρήσουν κάπως μέσα στο 2023, παραμένοντας ωστόσο σε «τσουχτερά» επίπεδα.
Πιο μεγάλη η πίεση για τις τιμές των τροφίμων που προβλέπεται πως θα αυξηθούν κατά 22,9% φέτος, πριν υποχωρήσουν κατά 10,4% από την επόμενη χρονιά. Αν και σημειώνεται πως οι τιμές των τροφίμων είχαν ήδη αυξηθεί κατακόρυφα πέρυσι σε ποσοστό 31% δημιουργώντας ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τα νοικοκυριά, κυρίως στις λιγότερο πλούσιες χώρες.
Ειδικά για συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα, όπως τα σιτηρά και τα μαγειρικά έλαια, δεδομένου του ρόλου που παίζουν η Ρωσία και η Ουκρανία στην παγκόσμια παραγωγή τους, οι αυξήσεις θα κινηθούν στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008. Οι τιμές των σιτηρών θα αυξηθούν κατά τουλάχιστον 40% μέσα στη χρονιά, παραμένοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Γεγονός που θα ασκήσει πολύ μεγάλες πιέσεις σε αναπτυσσόμενες οικονομίες που έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση από τα ρωσικά και ουκρανικά σιτηρά.
Η Τράπεζα «βλέπει» την τιμή των χειμερινών σιτηρών να κινείται φέτος στα 380 δολάρια ανά μετρικό τόνο και να πέφτει ελάχιστα γύρω στα 370 δολάρια τόσο το 2023 όσο και το 2024. Ο μέσος όρος τιμής πέρυσι ήταν στα 315 δολάρια και το 2020 στα 232 δολάρια ανά μετρικό τόνο.
Ο πόλεμος, όπως και η εξέλιξη του, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Οι συνέπειες της σύρραξης είναι ήδη ορατές, ωστόσο σε περίπτωση ενός παρατεταμένου πολέμου, με επιπλέον κυρώσεις κατά της Ρωσίας, το τοπίο θα γίνει ακόμη πιο δυσμενές ωθώντας περαιτέρω τις τιμές.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία της έκθεσης, ο οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζον Μπάφς έκανε λόγο για ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα που αυξάνει τον κίνδυνο μιας επισιτιστικής κρίσης. «Η κάθετη αύξηση των τιμών στην ενέργεια και τα λιπάσματα θα οδηγήσουν σε πτώση της παραγωγής τροφίμων κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες» εξήγησε, τονίζοντας πως η μείωση της παραγωγής και η πτώση της ποιότητας θα επηρεάσει την διαθεσιμότητα των τροφίμων, τα επίπεδα των εισοδημάτων και τελικά την ποιότητα ζωής των πολιτών, κυρίως δε, των πιο φτωχών κρατών.
Αποχαιρετισμός… στην πράσινη ανάπτυξη
Η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα σχέδια πράσινης μετάβασης των οικονομιών. Όχι μόνο διότι ο πόλεμος αναγκάζει πολλές χώρες να στραφούν σε ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης, για την κάλυψη των αναγκών τους, αλλά και επειδή το ράλι στις τιμές των πρώτων υλών απειλεί να εκτροχιάσει και να καθυστερήσει την μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Η εκτίναξη των τιμών των μετάλλων αυξάνει κάθετα το κόστος των project ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για την ολοκλήρωση των οποίων απαιτούνται μέταλλα όπως το αλουμίνιο και το νικέλιο. Το ίδιο ισχύει για την στροφή στην ηλεκτροκίνηση. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά νικελίου, καθώς η Ρωσία αναλογεί στο 6% της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου, αλλά συγκεντρώνει το 20% της αγοράς υψηλής ποιότητας νικελίου που απαιτείται για τις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων.
Είναι χαρακτηριστικό πως πολλές χώρες ανακοίνωσαν πως θα αυξήσουν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και θα παγώσουν σχέδια που έχουν να κάνουν με την πορεία απολιγνιτοποίησης τους.