Μία φίλη του ζευγαριού, στην οποία είχε φιλοξενηθεί η αδικοχαμένη Τζωρτζίνα τις ημέρες κοντά στην κηδεία της αδελφής της, Ίριδας, όσο και την ημέρα που η Ρούλα Πισπιρίγκου απειλούσε πως θα έβαζε τέλος στη ζωή της, σπάει τη σιωπή της και τα όσα λέει στο «Φως στο Τούνελ», είναι αποκαλυπτικά…
«Κάπως είχαν ηρεμήσει η Ρούλα και ο Μάνος μεταξύ τους, ξανατσακώθηκαν όμως και μετά ο Μάνος έφυγε από το σπίτι. Η Τζωρτζίνα μου είχε πει: “επειδή η μαμά και ο μπαμπάς τσακωνόντουσαν, από το πολύ κλάμα, η μπέμπα έσκασε και πέθανε.” Η Τζωρτζίνα έκανε σε μένα τη ζωγραφιά με τη μαυρίλα τότε που πέθανε η Ίρις. Όταν ήταν στο σπίτι την άκουσα να λέει στο δικό μου παιδί: “Μου πήρε ο Θεός τις δύο μου αδελφούλες και έμεινα χωρίς… Δεν έχω αδελφάκια, θα είμαστε μαζί αδελφάκια”», ανέφερε χαρακτηριστικά το πρόσωπο που βρισκόταν πολύ κοντά στην οικογένεια.
Αυτό που προκαλεί αίσθηση και φαίνεται να ενώνει τα κομμάτια του σκόρπιου παζλ, είναι πως η άτυχη 9χρονη εισήχθη στο νοσοκομείο με σπασμούς, όπως έλεγε η μητέρα, λίγο μετά την απόπειρα αυτοκτονίας της.
«Στις 6 Απριλίου το μεσημέρι στέλνει μήνυμα η αδελφή της ότι δεν την έβρισκαν ούτε στα τηλέφωνα, ούτε πουθενά. Φάγαμε τον τόπο, έψαχναν στη μαρίνα μήπως έχει φουντάρει, ένας θείος έσπασε την πόρτα από το σπίτι της σπιτονοικοκυράς μήπως είχε αυτοκτονήσει. Για να μη ζει η μικρή όλη αυτή την κατάσταση, η αδελφή της με ρώτησε εάν μπορούσα να την πάρω σπίτι να την προσέχω, κάτι που έκανα. Λίγο μετά βρήκαν τη Ρούλα σ’ ένα ξενοδοχείο που δούλευε παλιά. Εκεί είχε καλέσει τον Μάνο και τον απειλούσε ότι θα αυτοκτονούσε εάν δεν επέστρεφε.
Όταν έμαθε η Ρούλα ότι έχω εγώ τη μικρή, έβαλε την αδελφή της να επικοινωνήσει μαζί μου, λέγοντάς μου να μην αφήσω τον Μάνο να τη δει. Τον βάλαμε κρυφά στο σπίτι γιατί η Τζωρτζίνα ήθελε να τον δει. Το επόμενο βράδυ ήρθαν οι γονείς και η αδελφή της να την πάρουν και να την πάνε στον Αλισσό, όπου ήταν και η Ρούλα. Πήγανε κάτω και το ξημέρωμα την μετέφερε στο Καραμανδάνειο με σπασμούς, όπως είπε. Την άλλη μέρα το έμαθα από την ***** και μου ήταν αδιανόητο αυτό το πράγμα, δεν το χώραγε ο νους μου», κατέληξε η μάρτυρας.