Μια από τις υποθέσεις ανθρωποκτονιών που συγκλόνισαν τη Λάρισα, έλαβε χώρα πριν από 6 χρόνια στο χωριό των Αγίων Αναργύρων και υπήρξε αποτέλεσμα μιας απόπειρας ζωοκλοπής.
Εμπλεκόμενες δύο οικογένειες, η οικογένεια Δημάκου από τα Αμπελάκια και η οικογένεια Κίτσιου από τους Αγίους Αναργύρους. Πατέρας και γιος αμφότεροι οι πρωταγωνιστές. Θύμα ο 23χρονος Διονύσης Δημάκος από τα Αμπελάκια.
Η εν λόγω υπόθεση έλαβε τεράστια δημοσιότητα λόγω του «τυχαίου» που εξελίχθηκε σε τραγωδία. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που οι ζωές και οι μοίρες αγνώστων μπλέκονται μεταξύ τους ξαφνικά, χωρίς κάτι να τις συνδέει εκ των προτέρων. Μια ζωή χάνεται, ο δράστης γίνεται θύμα και το θύμα μετατρέπεται σε δράστη. Είναι από τις φορές που αυτό που συνέβη αποδίδεται στην «ώρα την κακιά» κατά την λαϊκή ρήση…
Ρεπορτάζ: Εύη Μποτσαροπούλου
Ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου του 2016 ο Ιωάννης Δημάκος, ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Αρχοντικό» στα Αμπελάκια με ένα αγροτικό με κλεμμένες πινακίδες και με συνοδηγό τον γιο του Διονύση, φτάνει στη θέση «Τσαϊρια» της αγροτικής περιοχής των Αγίων Αναργύρων πλησιάζοντας την κτηνοτροφική μονάδα – ποιμνιοστάσιο, ιδιοκτησίας της οικογένειας Κίτσιου.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, πατέρας και γιος Δημάκου παρκάρουν το αγροτικό όχημα με την καρότσα προς την είσοδο του ποιμνιοστασίου ώστε να μπορέσουν να φορτώσουν ζώα και άμεσα να διαφύγουν. Στο σημείο αυτό ενεργοποιείται σύστημα συναγερμού με διαρκή ήχο σειρήνας και ειδοποίηση στο κινητό τηλέφωνο του Πέτρου Κίτσιου. Είναι 4.10 τα ξημερώματα όταν ο πατέρας Κίτσιος παίρνει μαζί του ένα πιστόλι, το οποίο είχε σπίτι καθώς ήταν μέλος σκοπευτικού ομίλου, και ετοιμάζεται να πάει στο μαντρί με το όχημά του, ένα λευκό βαν. Μαζί του πηγαίνει και ο γιος του Βασίλης.
Σταματά 20 περίπου μέτρα μακριά από το αγροτικό του Δημάκου, με τα φώτα του αναμμένα στραμμένα προς το όχημα των επίδοξων κλεφτών, οι οποίοι ακούγοντας τον συναγερμό μπαίνουν στο αγροτικό για να φύγουν. Οδηγός ο πατέρας Δημάκος, έχει μαζί του κυνηγετική καραμπίνα, συνοδηγός ο γιος Διονύσης που φορούσε full face (σκούφος που καλύπτει όλο το πρόσωπο). Ο πατέρας Κίτσιος κατεβαίνει από το αυτοκίνητό και πυροβολεί τουλάχιστον τρεις φορές στο εμπρόσθιο τμήμα και δη στο τμήμα της μηχανής του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου NISSAN NAVARA και αμέσως μετά, αφού πρώτα στόχευσε προς την καμπίνα των επιβατών, με ανθρωποκτόνο δόλο, κατά το παραπεμπτικό βούλευμα, πυροβολεί τουλάχιστον πέντε φορές προς το μέσο της πόρτας του οδηγού του οχήματος που συνέχισε να απομακρύνεται με ταχύτητα.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας, η καμπίνα του οχήματος έφερε «λίμνες και κηλίδες αίματος, ενώ εντοπίστηκαν οκτώ οπές στο όχημα από βλήμα πυροβόλου όπλου, ήτοι πέντε στην πόρτα του οδηγού του οχήματος, μία στο μέσο του καπό της μηχανής και δύο στην εμπρόσθια μάσκα πάνω από την πινακίδα κυκλοφορίας του».
Κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών ο 23χρονος Δημάκος σκύβει και πιάνει το κεφάλι του για να προστατευτεί από τις σφαίρες, αλλά μια εξ αυτών διαπερνά το παράθυρο από την πλευρά του οδηγού, τον οποίο και τραυματίζει στο πόδι, και καταλήγει να σφηνωθεί στο κρανίο του 23χρόνου και συγκεκριμένα στην αριστερή κροταφική χώρα. Ο πατέρας Δημάκος μεταφέρει τον τραυματισμένο γιό του πριν τις 5 τα ξημερώματα στο Γενικό Νοσοκομείο και μόλις τον παραδίδει στα επείγοντα φεύγει για τα Αμπελάκια, όπου, αφού ταΐζει τα ζώα του στο μαντρί του, ψάχνει γνωστό του καλόγηρο, τον οποίο και δεν βρίσκει. Λίγη ώρα αργότερα, συλλαμβάνεται στα Αμπελάκια και μεταφέρεται με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, καθώς ήταν και ο ίδιος τραυματισμένος. Στο σημείο βρίσκεται η full face κουκούλα μέσα στα αίματα.
Πατέρας και γιος Κίτσιου, συλλαμβάνονται στο βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, οι οποίοι μέχρι εκείνο το σημείο δεν αντιλήφθηκαν ότι υπήρξε τραυματισμός, πόσο μάλλον θάνατος από τους πυροβολισμούς. Κατά τους ισχυρισμούς τους, ο πατέρας Κίτσιος πυροβόλησε προς εκφοβισμό, για να αποτρέψει την κλοπή, καθώς και στο παρελθόν του είχαν κλέψει ζώα, τονίζοντας πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει κανέναν.
Η υπόθεση είχε αρκετά κενά, τόσο ως προς τα κίνητρα των εμπλεκομένων, όσο για τις ενέργειες τους κατά το συμβάν και μετά από αυτό. Ο πατέρας Δημάκης δεν διευκρίνισε με σαφήνεια στην ΕΛ.ΑΣ., ούτε γιατί βρέθηκε στους Αγίους Αναργύρους, ούτε για ποιο λόγο μετέφερε το παιδί του σοβαρά τραυματισμένο στο ΓΝΛ και έφυγε αμέσως για τα Αμπελάκια. Η οικογένεια Κίτσιου δε, δεν εξήγησε με σαφήνεια, γιατί ενώ πυροβόλησε τους επίδοξους κλέφτες δεν ανέφερε το περιστατικό στην ΕΛ.ΑΣ. προκειμένου να αναζητηθούν οι ζωοκλέφτες…
Η πρωτόδικη δίκη
Η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 13 Μαρτίου του 2017 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου. Η δίκη υπήρξε πολύωρη, κράτησε 13 ώρες, και η αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού ασφυκτικά γεμάτη με κατοίκους των Αγίων Αναργύρων και των Αμπελακίων, προς συμπαράσταση των δύο οικογενειών.
Πρώτος κατέθεσε ο πατέρας Δημάκος από τα Αμπελάκια…
«Ενώ δουλεύαμε στη μία τα ξημερώματα στο μαντρί, ο γιος μου άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Ήθελε να σταματήσει τη δουλειά. Κουράστηκε γενικά. Πήρε το αυτοκίνητο και πρόλαβα να μπω κι εγώ μαζί του. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω όλη την ώρα. Κάπου στη Λάρισα τα κατάφερα. Συμφωνήσαμε για κάποια πράγματα, να κάνουμε πιο εύκολη τη δουλειά. Τότε μου λέει να πάμε να δούμε μονάδες. Πήγαμε εκεί (στους Αγίους Αναργύρους) γιατί έπαιρνε άχυρο από τη Μεσοράχη.
Στο μαντρί κατεβήκαμε να ουρήσουμε. Τελείωσε αυτός πρώτος και ώσπου να τελειώσω κι εγώ τον είδα να πάει προς το ανοιχτό μαντρί και να φωνάζει μήπως ήταν κάποιος μέσα. Δεν απάντησε κανείς. Το αμάξι το είχαμε στραβά πάνω στο δρόμο. Μπήκε και βγήκε σε ένα λεπτό. Δεν ακούσαμε συναγερμό. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε όταν είδαμε το άλλο αμάξι. Σταμάτησε 50 μ. μακριά, προχώρησε λίγο και ξανασταμάτησε. Μπήκαμε στο αμάξι γιατί νομίζαμε πως εμποδίζαμε στον δρόμο. Βγήκε ο γιος μου και τους έκανε νόημα «μισό λεπτό φεύγουμε».
Μόλις έβαλα μπρος έφεξαν τα φώτα. Είδα δύο άτομα. Το ένα βγήκε και άρχισε να πυροβολεί συνεχόμενα. Εγώ δεν κατάλαβα και λέω «καλά κροτίδες ρίχνουν;». Ήταν πολλές οι σφαίρες και δεν υπήρξε προειδοποιητική βολή.
Κάνω το χέρι μου δίπλα γιατί δεν απαντούσε ο Διονύσης και ήταν μέσα στα αίματα. Κουράγιο τον φώναζα, ζήσε. Στον δρόμο άφριζε το παιδί και του έβγαλα τον σκούφο. Έτρεξα και πήγα στο Πανεπιστημιακό. Ήταν κλειστό και πήγα στο Γενικό. Εκεί έβαλα το αμάξι μπροστά και κατέβηκα. Το ανέλαβαν οι γιατροί (το παιδί) και τότε με φωνάζει ένας πως το αμάξι πρέπει να φύγει από εκεί. Το πήρα αλλά δεν έβρισκα πάρκινγκ. Ήταν η στιγμή που σκέφτηκα να φύγω να πάω να πάρω τη γυναίκα μου. Όταν έφτασα (στα Αμπελάκια) κατάλαβα πως ήμουν τραυματίας. Πήγα και στον μοναχό για να προσευχηθώ, αφήσαμε το παιδάκι μας και μετά ήρθε η αστυνομία».
«Τι δουλεία είχατε στο μαντρί σας μετά» ρώτησε ο Εισαγγελέας για να λάβει την απάντηση «Ήμουν θολωμένος. Δεν ήξερα τι έκανα. Φώναζα Διονύση, Διονύση… Δεν είχα καμία ανάγκη να κλέψω. Είχα μαγαζί και δύο μονάδες». Για τις κλεμμένες πινακίδες δε, είπε πως δεν γνώριζε κάτι.
Η απολογία των κατηγορούμενων…
Ο πατέρας Κίτσιος είπε ότι «Χτύπησε ο συναγερμός, είχα ήχο και ειδοποίηση στο τηλέφωνο, και σηκώθηκα να πάω στο μαντρί. Πήρα το όπλο μαζί μου. Χωρίς αυτό δεν θα πήγαινα τέτοια ώρα, καθώς υπάρχουν λύκοι και σκυλιά ενώ μπορεί και να ήταν κλέφτες. Στο αμάξι μπήκε και ο γιος μου την τελευταία στιγμή. Όταν φτάσαμε είδα δύο άτομα με φακούς, κουκούλες και όπλα. Φώναζε ο ένας «ψηλά τα χέρια θα σε σκοτώσω». Λέω στον γιο μου να ξαπλώσει και εγώ πήγα από πίσω από το αμάξι. Αυτοί μπήκαν μέσα. Ο οδηγός είχε καραμπίνα. Εγώ πυροβόλησα, αυτοί όχι. Ίσως να φοβήθηκαν και ξεκίνησαν. Εγώ τότε έπεσα στο χαντάκι. Ήμουν σίγουρος πως δεν έκανα κακό».
Στην ερώτηση του Εισαγγελέα αν τους πυροβόλησε εν κινήσει, ο πατέρας Κίτσιος απάντησε «Όχι. Θυμάμαι πως έριξα χαμηλά και μπροστά. Μόλις ξεκίνησαν έπεσα στο χαντάκι». Ο εισαγγελέας σε αυτό το σημείο του απάντησε «Όχι απλά τους πυροβολήσατε. Τους γαζώσατε. Αν θα θέλετε να τους φοβίσετε θα ρίχνατε μια στον αέρα».
Ο γιος Κίτσιος κατά την απολογία του είπε: «Μπήκα στο αμάξι χωρίς να γνωρίζω πως έχει όπλο ο πατέρας μου. Είδαμε τους κουκουλοφόρους με τις καραμπίνες. Εγώ σκύβω όπως μου είπε ο πατέρας μου και ενώ ακούω τις απειλές ακούω και πυροβολισμούς. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα ήταν τα παιδιά μου. Έκανα τον σταυρό μου να τα ξαναδώ». Σε αυτό το σημείο ο Πρόεδρος ρώτησε τον 2ο κατηγορούμενο γιατί δεν ειδοποιήσανε την αστυνομία κι εκείνος απάντησε «Γιατί ήμουν σίγουρος πως δεν χτυπήσαμε κανέναν και γιατί τις άλλες φορές που μας έκλεψαν δεν έγινε τίποτα».
Καταθέσεις μαρτύρων…
Δύο άνδρες της ασφάλειας του Νοσοκομείου κατέθεσαν πως ο πατέρας από τα Αμπελάκια «δεν τον άφησε και έφυγε» τον γιο του, αλλά αφού τον παρέλαβαν οι γιατροί τον ειδοποίησαν να πάρει το αμάξι από μπροστά από τα επείγοντα.
Ο αστυνομικός που συνέλαβε τον πατέρα Κίτσιο στους Αγίους Αναργύρους κατέθεσε ότι «Ψάχναμε ένα λευκό βαν και μόλις το εντοπίσαμε το σούρουπο ρωτήσαμε τον πατέρα. Έδειχνε πως δεν κατάλαβε τι είχε γίνει. Ήταν σε ήρεμη κατάσταση. Είπε αυθόρμητα πως πυροβόλησαν το πρωί. Φάνηκε πως δεν είχε να κρύψει κάτι. Νόμιζε πως δεν είχε γίνει κάτι κακό. Εμείς του το είπαμε πως χτύπησε κάποιον. Έμεινε έκπληκτος. Πιστεύω πως η εικόνα του ήταν πραγματική».
Για τον πατέρα Δημάκο είπε χαρακτηριστικά «Προσπαθούσαμε να βγάλουμε άκρη για τα στοιχεία του γιου Δημάκου. Κάποιος συνάδελφος κατάλαβε πως είναι από τα Αμπελάκια και πήγαμε να ερευνήσουμε εκεί και τον βρήκαμε. Μας παραξένεψε που ο πατέρας άφησε το παιδί και έφυγε και σκεφτήκαμε ότι παράνομο γίνεται εδώ. Το αυτοκίνητο έδειχνε σα να είχε γίνει ανταλλαγή πυροβολισμών. Οι σφαίρες Hollopoint κάνουν μεγαλύτερη ζημιά καθώς έχουν μεγάλη διασπορά» Στις σφαίρες, αξίζει να αναφερθεί ότι η πολιτική αγωγή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα. Σχετικά με τους ασύρματους που βρήκαν, ο αστυνομικός δήλωσε πως οι κυνηγοί αγριογούρουνων χρησιμοποιούν τέτοιους, ενώ για τη συχνότητα είπε, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος, ότι «δεν ήταν στη συχνότητα της αστυνομίας». Τέλος, μιλώντας για το Full Face ανέφερε «βρέθηκε πεταμένο σε μια μαύρη σακούλα. Έχω την εντύπωση πως ήταν φορεμένο ή μισοφορεμένο».
Η μητέρα του θανώντος κατέθεσε ότι «Χάθηκε ένα αγόρι φιλότιμο, εργατικό και αγαπητό. Κοινωνικό και το αγαπούσε όλο το χωριό. Είχε τόσα όνειρα και πάει χαμένο. Τόσο καλόψυχο». Όταν ρωτήθηκε αν γνωρίζει για ποιους λόγους βρέθηκαν στους Αγίους Αναργύρους πατέρας και γιος Δημάκου, απάντησε πως δεν ξέρει, διευκρινίζοντας πως «δεν είχε ανάγκη να κλέψει όταν είχε τέτοια επιχείρηση».
Η δεύτερη σύζυγος Δημάκου είπε στην κατάθεσή της «Σηκώθηκα και είδα αίματα παντού. Ο άντρας μου μπήκε μέσα και φώναζε «μας πυροβόλησαν». Μου είπε να ντυθώ για να φύγουμε. Ζήτησε να πάει να βρει τον μοναχό. Κατεβήκαμε στα Τέμπη που συνηθίζει να κοιμάται σε ένα αμάξι αλλά δεν ήταν εκεί. Γυρίσαμε πίσω στα Αμπελάκια γιατί είχα και ένα μικρό παιδί. Ο άντρας μου συνέχιζε να φωνάζει «Θα χάσω το παιδί μου. Άδικα το σκότωσαν». Ήταν ένα νέο παιδί που τον έπιανε καμιά φορά το παράπονο. Τα ζώα τα αγαπούσε. Τα θεωρούσε δική του επιχείρηση» απάντησε όταν την ρώτησαν πως μπορεί ένας νέος που κουράστηκε από τη δουλειά να ζητάει να δει ξημερώματα μια άλλη μονάδα.
Τέλος, η σύζυγος και μητέρα Κίτσιου κατέθεσε ότι «Το μαντρί είχε συναγερμό ηχητικό και με ειδοποίηση στο τηλέφωνο. Εμείς με τον άλλο γιο μου πήγαμε αμέσως μετά και διασταυρωθήκαμε με το αμάξι το Ναβάρα που έτρεχε πολύ. Πήγαμε εκεί και είδαμε την πόρτα παραβιασμένη. Ο άνδρας μου έριξε την ώρα που αυτοί φεύγανε» ενώ για τις επόμενες στιγμές υπογράμμισε ότι «ήταν σίγουρος πως δεν χτύπησε κανέναν» για να καταλήξει «είμαστε φτωχοί. Δεν πειράξαμε ποτέ κανέναν και ήμασταν πάντα ευτυχισμένοι με τα παιδιά μας και με τα εγγόνια μας».
Η πρωτόδικη απόφαση…
Σύμφωνα με την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου του Βόλου, ο πατέρας Κίτσιος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, οπλοφορία και οπλοχρησία, και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 24 ετών και 8 μηνών φυλάκισης με αναγνώριση του ελαφρυντικού της πρότερης ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, ενώ ο γιος Κίτσιος κρίθηκε ομόφωνα αθώος για την πράξη της απλής συνέργειας.
Ακολούθησε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, το οποίο εκδίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση στις 16 Ιανουαρίου του 2019. Προβλήθηκε από την υπεράσπιση το ελαφρυντικό του βρασμού ψυχικής ορμής, το οποίο έγινε δεκτό και από τους 4 ενόρκους. Επιπλέον του αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά της καλής διαγωγής μετά την πράξη και του πρότερου έντιμου βίου. Η πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής ήταν 8 χρόνια για την πράξη της ανθρωποκτονίας και 4 για την απόπειρα ανθρωποκτονίας και μετά την συγχώνευση των ποινών συνολική ποινή 10 ετών. Το δικαστήριο εν τέλει επέβαλε 15 χρόνια για την πρώτη πράξη και 7 για τη δεύτερη και συνολικά μετά τη συγχώνευση των ποινών 18 χρόνια κάθειρξης.
Ασκήθηκε αίτηση αναστολής, καθώς είχε ήδη είχε ασκηθεί αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο, η οποία και δεν έγινε δεκτή. Η εκδίκαση της αναίρεσης στον Άρειο Πάγο προσδιορίστηκε για τον Μάιο του 2020, που λόγω lockdown μεταφέρθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 2020 οπότε και εκδικάστηκε και έκανε δεκτή την αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης που αφορούσε τη μέγιστη ποινή που μπορούσε να επιβληθεί για την πρώτη πράξη της ανθρωποκτονίας μετά την αναγνώριση ελαφρυντικού.
Εν συνεχεία η υπόθεση επέστρεψε και πάλι στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, όπου εκδικάστηκε εκ νέου στις 3 Μαρτίου του 2020 και επιβλήθηκε η συνολική ποινή 9 ετών. Ο πατέρας Κίτσιος είχε εκτίσει ήδη την ποινή που του επιβλήθηκε (5 χρόνια και 3 μήνες στη φυλακή και 5 χρόνια μεροκάματα), οπότε και τον Μάρτιο του 2021 διατάχθηκε η αποφυλάκισή του και αφέθηκε ελεύθερος.
Τραγική ειρωνεία είναι ότι τα ζώα στο μαντρί Κίτσιου που αποτέλεσαν την αφορμή της εν λόγω υπόθεσης ανθρωποκτονίας, κατά την διάρκεια που ο Πέτρος Κίτσιος εξέτιε την ποινή του στη φυλακή, κάηκαν όλα όταν το μαντρί πήρε φωτιά και κάηκε ολοσχερώς…