Το σημείο συνάντησης ήταν η γωνία των δρόμων Γεωργιάδου και Διονύσου (αριστερά της κεντρικής εισόδου του Μύλου). Μόλις χθες. Το πρωί, από εκεί θα εισερχόμασταν στην πάλαι ποτέ συνοικία με τα βυρσοδεψεία, τα πορνεία, τους ρεμπέτες, το κοινωνικό περιθώριο και τους φτωχομαχαλάδες· στα Ταμπάκικα.
Η δράση της ομάδας «Λάρισα, η πόλη μου». Ξεναγός, ο Λαρισαίος γιατρός, λογοτέχνης και μεταφραστής Κώστας Λάνταβος.
Περίπου ένα μήνα περίμενα να γίνει η ξενάγηση και η μύησή μου στην ιστορία αυτής της κακόφημης συνοικίας που οι Λαρισαίοι, για να την ξορκίσουν – θα έλεγε κανείς – της αλλάξαν όνομα. Τότε παλιά, οι αστοί, οι «αξιοπρεπείς και έντιμοι» Λαρισαίοι, δεν καταδέχονταν ούτε το όνομά της να προφέρουν – πολλώ δε μάλλον να πατήσουν το πόδι τους. Έτσι τα Ταμπάκικα, γίναν Αμπελόκηποι. Βέβαια, αν θέλει κανείς να είναι ιστορικά ακριβής, βυρσοδεψία (από το τούρκικο ταμπάκ που σημαίνει δέρμα) υπήρχαν μέχρι τις δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μετά το 1925 έμειναν μόνον τρία βυρσοδεψεία, τα οποία ουσιαστικά υπολειτουργούσαν και το τελευταίο ταμπάκικο της Λάρισας έκλεισε το 1960. Και γύρω γύρω υπήρχαν κάποιοι αμπελώνες…
Αλλά λες και τα Ταμπάκικα δεν θέλησαν ποτέ να γίνουν Αμπελόκηποι… Ακόμη και σήμερα οι Λαρισαίοι επιμένουμε στο οθωμανικό όνομα.
Ταμπάκικα λες, και έρχονται εικόνες από μια Λάρισα, διαφορετικής εποχής και φιλοσοφίας. Με φτώχεια, χαμόσπιτα, παράγκες, χαλάσματα, σοκάκια, αδιέξοδα, πορνεία, νταβατζήδες, χασικλήδες, με φασαρίες και μαχαιρώματα. Γιατί υπήρχε και αυτή η Λάρισα. Από το 1930 και μετά άρχισαν να ανοίγουν τα πρώτα μαγαζιά στην περιοχή -το πρώτο παγοποιείο και ο πρώτος μύλος– και άρχισε να ζητείται από τις δημοτικές αρχές ο καθαρισμός της περιοχής. Δεν έγιναν και πολλά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Αν θες να μάθεις για τις πόρνες της πόλης μεταπολεμικά, τους περιθωριακούς, για τις λούμπεν προσωπικότητες και πως το κακόφημο ισορροπούσε με το φιλότιμο, θα πρέπει να απευθυνθείς στον Κώστα Λάνταβο. Αυτή ήταν η οδηγία. Υπήρχε και εκείνο το βιβλίο του που δημοσιεύτηκε αλλά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του. Μιλούσε για μια πόρνη -την εξυμνούσε είναι το πιο σωστό- και τα Ταμπάκικα. Εκεί στη Ζωοδόχου Πηγής και στην Διονύσου, που ήταν μαζεμένα τα πορνεία του Ριζόπουλου, στην άκρη της πόλης, στα όρια του Πηνειού, πριν αρχίσουν να μεταφέρονται πιο κεντρικά, στην οδό Ηφαίστου και στην οδό Ολύμπου.
Είχα διαβάσει και το άρθρο του Λάνταβου που τα έλεγε όλα αυτά «ήταν η πιο κακόφημη της πόλης γιατί από παλιά, απ’ τον καιρό του Λιάπκιν, μπορεί κι από παλιότερα, είχαν τα στέκια τους εδώ οι παρδαλές. Μπορντέλα δηλαδή και καταγώγια, όπου σύχναζαν χασισοπότες κι έκαναν εδώ τις συναλλαγές τους. Γλέντια, ερωτικές αντιζηλίες, καβγάδες και μαχαιρώματα ήταν συμβάντα καθημερινά» και δημοσιεύτηκε παλιά στον Ελεύθερο Τύπο· είχα διαβάσει και το βιβλίο, αλλά ήθελα την αφήγηση ζωντανή να συνοδεύει τις εικόνες από τον περίπατο στους δρόμους της παλιάς κακόφημης συνοικίας, τότε που η Λάρισα ήταν λασπούπολη. Και πήγα.
Ο Κώστας Λάνταβος ήταν ο ξεναγός. Δικαιολογημένα γιατί από το ΄55 μέχρι τα τέλη τη δεκαετίας του ΄70 ήταν Ταμπακιώτης, μόνιμος κάτοικος αυτής της περίεργης συνοικίας. «Της πιο κοντινής, αλλά συγχρόνως και της πιο απόμακρης συνοικίας της πόλης». Εκεί μεγάλωσε, στο κτήμα Ριζόπουλου πίσω ακριβώς από τον Μύλο του Παππά, πού τότε φάνταζε στα μάτια του παράδεισος.
Άργησα να φτάσω στο ραντεβού. «Πάρε την Χρυσοστόμου Σμύρνης και θα μας συναντήσεις» μου είπαν. Μόλις άρχισα να την περπατώ κάποιες μονοκατοικίες ήδη με μετέφεραν σε άλλη εποχή. Στο τότε. Σε αυτό που περιέγραφε ο Λάνταβος στη γωνία μπροστά από την εκκλησία επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής. Στη λάσπη, στο περιθώριο, στις παρδαλές, στα καφενεία του Βαμβακίδη, και στο απέναντι του Μαρινάκη, που πρωτοστατούσαν στην κοινωνική ζωή της συνοικίας, αλλά και στους καυγάδες, στα μαχαιρώματα, κυρίως για γυναικοδουλειές. Άλλωστε η γυναίκα ήταν απόλυτο δείγμα ιδιοκτησίας των ανδρών της περιοχής και της εποχής. Αλλά στα καφενεία αυτά αν τολμούσες να μπεις ή αν κρυφοκοιτούσες από το παράθυρο άκουγες από το juke box τραγούδια του Καζαντζίδη και του Μανώλη Αγγελόπουλου.
Όταν έφτασα, εξιστορούσε, ο Λάνταβος, πως στις δημοτικές εκλογές του 1964, τα Ταμπάκικά έβγαλαν 95% υπέρ του ΚΚΕ. Δεν είναι και περίεργο, αν το σκεφτείς· μεροκαματιάρηδες και περιθωριακοί έμεναν εκεί…
Σε εκείνη τη δεκαετία που ο Λάνταβος εγκαταστάθηκε στα Ταμπάκικα, τα πορνεία είχαν στην πραγματικότητα εξαφανιστεί. Από το 1930 φρόντισαν επί τούτου οι δημοτικές αρχές. Αλλά έμεναν ακόμη εκεί, σε διάφορα δωματιάκια, όπως αυτά στην αυλή του Ιορδάνη, στην Ζωοδόχου Πηγής απέναντι από τον χαρακτηριστικό πλάτανο, ή στα δωμάτια του Ριζόπουλου επί της Διονύσου, ηλικιωμένες πια πόρνες και νταβατζήδες.
«Ο Ιορδάνης ήταν ένας ψιλικατζής, ο οποίος γύριζε στα χωριά. Είχε μερικά καμαράκια εκεί πέρα και τα νοίκιαζε σ’ αυτές τις γερασμένες πια πόρνες, οι οποίες περιμέναν τους γέρους άντρες για να πάρουν κάποια χρήματα. Εκεί κοντά ήτανε, εκεί στην αυλή του Ιορδάνη ήταν η οδός Ζωοδόχου Πηγής, γιατί η εκκλησία που δεσπόζει και σήμερα στα Ταμπάκικα, είναι της Ζωοδόχου Πηγής. Στο μέσον της οδού αυτής υπήρχαν δύο καφενεία αντικριστά. Ένα του Βαρβακίδη κι ένα του Μαρινάκη. Αυτό το μέρος ήταν επικίνδυνο να το περάσεις, αν δεν ήσουν γνώριμος στους κατοίκους, γιατί μάζευε ανθρώπους αλκοολικούς, λούμπεν στοιχεία και οι καβγάδες ήταν καθημερινό συμβάν».
Οι ιστορίες πολλές. Για την Λίλλη, την πόρνη, λεσβία στην πραγματικότητα, που δεν μιλούσε ποτέ σε κανένα και που κάηκε ζωντανή γιατί αποκοιμήθηκε με τσιγάρο στο στόμα, για τη Μαριώ που έκανε τρία παιδιά από διαφορετικούς άνδρες και το μόνο που ήθελε ήταν να βάλει στεφάνι στο κεφάλι της ενώ το μόνο που έκανε ήταν να πλένει τα σεντόνια στα πορνεία. Για την κυρία Αλεξάνδρα από την Κωνσταντινούπολη που είχε εννιά παιδία – οι οχτώ ήταν κόρες – και την αγαπούσε όλη η γειτονία· ο Λάνταβος εκεί μεγάλωσε λέει στο σπίτι της, εκεί έτρωγε κι περνούσε ώρες. Δεν χρειαζόταν να είσαι πόρνη για να έχεις προσωπικότητα στα Ταμπάκικα τότε, τέτοια περσόνα ήταν η Αλεξάνδρα… Ο τελευταίος ταμπάκος στα Ταμπάκικα ήταν ο Τομάρας· πνίγηκε κολυμπώντας στον Πηνειό που περιτρύγρίζε από τρεις πλευρές τη συνοικία. Το χειμώνα πλημμύριζε και το νερό έφτανε στα τρία μέτρα από τα σπίτια, τα χαμόσπιτα. Ο Ταμπάκος όμως πνίγηκε κολυμπώντας καλοκαίρι· από τις ρουφήχτρες· τουλάχιστον δυο άνθρωποι χάνονταν κάθε χρόνο στον Πηνειό…
Βέβαια, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν περιθωριακοί, υπήρχαν πολλά λούμπεν στοιχεία. Οι αστικές οικογένειες ήταν πολύ λίγες και ήταν προς την δυτική πλευρά της συνοικίας, κοντά στο ποτάμι.
Πώς να μην γίνει μνεία στον Καπαδόκη, τον Βασίλη Μαυρόπουλο, που είχε το μπακάλικο επί της Διονύσου; Δίπλα από το σπίτι της Μαριώς, απέναντι περίπου από το σπίτι του Λάνταβου εκεί που ήταν το κτήμα Ριζοπουλου με τις σιταποθήκες, απέναντι από τον σημερινό Καζάνα, το πολυκατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Εκεί στο μπακάλικο ο Λάνταβος τον βοηθούσε ως γυμνασιόπαιδο να λύνει το σταυρόλεξο. Εκείνος του έμαθε σκάκι. Και τάβλι, αλλά ο χαρακτήρας του Λάνταβου δεν το σήκωνε. «Άστο» του είπε, «θα μαλώσεις με όλους τους φίλους σου. Παίξε σκάκι καλύτερα που εξαρτάται 100% από το μυαλό». Ο Μαυρόπουλος ήταν κομμουνιστής. Ο κυρ Βασίλης έμαθε στον Λάνταβο να διαβάζει Ελευθερία. Λίγο πριν πεθάνει του δώρισε το βιβλίο «Στ’ άρματα στ’ άρματα» του Γεώργιου Παπανδρέου που περιέγραφε από τη μεριά του ΚΚΕ την ιστορία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και ένα σκάκι, το οποίο είχε φτιάξει ο ίδιος στη Μακρόνησο, τα πιόνια όλα από ξύλο τριανταφυλλιάς.
Αλλά η συνοικία ήταν σταθερά στο περιθώριο. Μέχρι το 1981, ο στρατός απαγόρευε τους στρατιώτες να πηγαίνουν στα Ταμπάκικα, από τον φόβο μήπως προκληθούν επεισόδια, μήπως προκαλέσουν κάποια κοπέλα κι υπάρξουν αντίποινα. Η ΕΣΑ έκανε περιπολίες μην τυχόν και δουν να κάνουν βόλτες εκεί στρατιώτες.
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως σημείο, εκτός από τα καφενεία του Βαμβακίδη και του Μαρινάκη επί της Ζωοδόχου Πηγής ήταν ο πλάτανος λίγο παρακάτω. Σήμερα εκεί συναντάς μια πλατεία. Ο πλάτανος ήταν σημείο κατατεθέν, αλλά στην πραγματικότητα δεν το έβλεπες· τον κρύβαν άλλα φυτά και δέντρα, τα βρωμόδεντρα, έπρεπε να τα παραμερίσεις για να μπεις και τον δεις. Ποιος τολμούσε όμως; Οι περισσότεροι φοβόταν, εκεί μαζεύονταν οι χασικλήδες.
Οι ιστορίες όμως που κάνουν εντύπωση δεν αφορούν τόσο τις πόρνες. Αφορούν πολλούς νεαρούς από τα Ταμπάκικα που ερωτεύτηκαν πόρνες και τις παντρεύτηκαν, κι αυτές γίναν οι πιο καλές σύζυγοι.
Στα Ταμπάκικα όμως τότε μέχρι τη δεκαετία του ’70 τα πάντα ήταν ανεκτά. Η κοινωνία ήταν ένα χαρμάνι. «Να που οφείλεται η μεγάλη ανοχή των κατοίκων στα Ταμπάκικα. Κανένας δεν ένιωθε αναμάρτητος, όλοι τους είχαν κάνει την κουτσουκέλα τους. Άρα πώς να κατακρίνουν τα λάθη ή τις επιλογές του διπλανού;» Έτσι εξηγούσαν το φαινόμενο στον μικρό Κώστα Λανταβο…
«Οι κάτοικοι στα Ταμπάκικα ήταν απλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες που αγωνίζονταν για την επιβίωση. Πολλά τα προβλήματα, πολλές οι ανάγκες, ελάχιστες οι χαρές. Μία απ’ αυτές κι ο έρωτας, που όταν ερχόταν να τους συναντήσει, έπεφταν με τα μούτρα. Ο έρωτας, το λιγοστό κρασί, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου, και για κάποιους μερακλήδες λίγη φούντα.
Οι κάτοικοι στα Ταμπάκικα δεν ήταν άγιοι. Το ήξεραν, δεν προσποιούνταν κάτι άλλο. Δεν ήταν όμως ούτε διάβολοι. Απλώς ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά που εννοούσαν να ρουφήξουν τη ζωή ως το μεδούλι της». Έτσι τους περιέγραψε σε μας χθες, έτσι τους περιέγραψε και σε μια συνέντευξή του παλιότερα…
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις