Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών επανέφερε το ερώτημα για τη θέση της Άκρας Δεξιάς στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. H προοπτική να κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία ένας ακροδεξιός σχηματισμός κινητοποιεί αντανακλαστικά για τον κίνδυνο από το «λαϊκισμό» ή για το ενδεχόμενο να διακυβευτεί ο ατλαντικός προσανατολισμός της Γαλλίας, εάν εκλεγεί η Μαρίν Λεπέν. Την ίδια στιγμή βέβαια η ευαισθησία αυτή φαντάζει κάπως επιλεκτική, καθώς ο όχι λιγότερο ακροδεξιός Ματέο Σαλβίνι δεν στιγματίζεται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον στηρίζει μια κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ, την ώρα που μπορεί να εκφράζονται ανησυχίες επειδή επανεκλέχτηκε ο Όρμπαν, όμως οι τόνοι για την ακροδεξιά θεσμική πρακτική της πολωνικής κυβέρνησης έχουν μάλλον πέσει, πιθανώς για ζητήματα που έχουν να κάνουν με το σε ποια «πλευρά της ιστορίας» έχει ταχθεί.
Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Η ανεπάρκεια της επίκλησης του «λαϊκισμού»
Την ίδια στιγμή η διαρκής επίκληση του «λαϊκισμού» ως αναλυτικής κατηγορίας για την ερμηνεία των ακροδεξιών πολιτικών ρευμάτων έχει να κάνει περισσότερο με αποτροπαϊκό λόγο παρά με θεωρητική ανάλυση. Η επίκληση του «λαϊκισμού» παραπέμπει σε κάποια «αντισυστημική» υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μια άρνηση τήρησης των «κανόνων του παιχνιδιού» που παραβλέπει ότι τα ακροδεξιά κόμματα όχι μόνο διεκδικούν συστηματικά να είναι «κόμματα του κράτους», αλλά και τάχτηκαν με την υπεράσπισή του όποτε αυτό διακυβεύτηκε. Η Μαρίν Λεπέν ποτέ δεν παραλείπει να υποστηρίζει τις διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις των Γάλλων αστυνομικών, παρότι αυτοί συμμετείχαν στην καταστολή κινημάτων όπως τα «Κίτρινα Γιλέκα» με αποτέλεσμα ουκ ολίγες απώλειες ματιών, ακρωτηριασμούς και άλλους σοβαρούς τραυματισμούς.
Ο «συστημικός» χαρακτήρας της ακροδεξιάς δεν αποτυπώνεται μόνο σε πολιτικές θέσεις, όπως είναι η πλήρης αποδοχή του πυρήνα του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, η στήριξη της εργοδοσίας, η αποδοχή της προτεραιότητας του ιδιωτικού τομέα και τελικά η αποδοχή και του «ευρωπαϊκού δρόμου». Αποτυπώνει ταυτόχρονα την ξεχασμένη ιστορική αλήθεια ότι ο φασισμός δεν ξεκίνησε ως η απόλυτη άρνηση τους φιλελευθερισμού ή του κοινοβουλευτισμού, αλλά μάλλον ως αυταρχική και κορπορατιστική εκδοχή μιας από τα πάνω οργανωμένης «μαζικής πολιτικής», μια αυταρχική κανονικότητα περισσότερο παρά μια «κατάσταση εξαίρεσης», μια παραλλαγή εν τέλει της «αστικής πολιτικής».
Η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιφασιστική πάλη, η φρίκη του Ολοκαυτώματος έδειξαν να διαμορφώνουν ένα τείχος ανάμεσα στη «φιλελεύθερη δημοκρατία» και τις παραλλαγές της ακροδεξιάς, ενώ ένα απλουστευτικό σχήμα περί «ολοκληρωτισμού», που ταύτιζε ανόμοιες καταστάσεις, επέτρεπε ταυτόχρονα να θεωρητικοποιείται το τείχος αυτό και να εξυπηρετούνται οι διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, δεν απέτρεπε τη διαρκή αναπαραγωγή και επιβίωση ακροδεξιών απόψεων και αντιλήψεων, όμως τις καθιστούσε στο όριο πολιτικά αποσυνάγωγες. Η διαβόητη αντιμεταναστευτική ομιλία του Ίνοχ Πάουελ για τα «ποτάμια του αίματος», προκάλεσε σάλο το 1968 και την καταδίκη του ουσιαστικά από τον ηγέτη των Συντηρητικών Έντουαρντ Χιθ, αν και σήμερα απλώς θα τον κατέτασσε στη «σκληρή δεξιά» τάση κάποιου κεντροδεξιού κόμματος.
Απήχηση
Όμως, σταδιακά μια σειρά από θέσεις της ακροδεξιάς άρχισαν να αποκτούν ευρύτερη απήχηση και κυρίως νομιμοποίηση. Η πολλαπλή στοχοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων, που στο όριο καταφεύγει στην στρατιωτική ρητορική περί «υβριδικής απειλής», η νεοαποικιοκρατική λογική των «κλειστών συνόρων», η εκ νέου νομιμοποίηση του εθνικισμού, αρκεί να μη θίγει το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», η λογική του «νόμου και της τάξης» και η στρατιωτικοποίηση και μεγέθυνση των κατασταλτικών μηχανισμών, η καταστολή των «επικίνδυνων τάξεων» στο όνομα της αντιμετώπισης της «ανομίας», η αντιμετώπιση των συνδικάτων ως ενοχλητικών αναχρονισμών και ο ριζικός περιορισμός των δικαιωμάτων τους, η αναγόρευση της αγοράς ως του πεδίο ενός νέου «κορπορατισμού» (εν τέλει «είμαστε όλοι καταναλωτές»), όλα αυτά αποτελούν ταυτόχρονα βασικές θέσεις της ακροδεξιάς (ορισμένες και ιστορικά αιτήματα φασιστικών κινημάτων) και τμήμα του πολιτικού mainstream.
Στην πραγματικότητα, εδώ και καιρό, με διάφορους τρόπους ξεδιπλώνεται μια ιδιότυπη «κανονικοποίηση» της ακροδεξιάς, στο φόντο του διαρκούς πειρασμού μιας μεταδημοκρατίας που θωρακίζει την οικονομική και κοινωνική πολιτική απέναντι σε κάθε δημοκρατικό έλεγχο και είναι έτοιμη για αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων στο όνομα αλλεπάλληλων «καταστάσεων έκτακτης ανάγκης», ακόμη και όταν δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιεί τη ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να δικαιολογήσει π.χ. στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το εάν είναι ηθελημένη ή αθέλητη, μικρή σημασία έχει. Το σίγουρα είναι ότι οι αντιδράσεις όταν αυτό που απωθήθηκε συμβολικά (εν προκειμένω η άρρητη νομιμοποίηση φασιστικών θέσεων) επιστρέφει ως πραγματικό ενδεχόμενο, π.χ. στον δεύτερο γύρο μιας προεδρικής εκλογής στη Γαλλία, φαντάζουν ως τουλάχιστον καθυστερημένες και σίγουρα όχι επαρκείς. Ιδίως όταν για τα κατά περίπτωση «αντίπαλα δέη» ισχύει αυτό που είπε το 2017 ο Αλαίν Μπαντιού για τον Εμανουέλ Μακρόν: «είναι το όνομα της κρίσης οποιασδήποτε πολιτικής που επεδίωκε να “εκπροσωπεί” πολιτικούς προσανατολισμούς σε ένα εκλογικό πεδίο».
Ποιος αντιφασισμός;
Το ερώτημα είναι εάν η απλή υπεράσπιση της τρέχουσας εκδοχής «φιλελεύθερης δημοκρατίας» συνιστά αφετηρία ενός αναγκαίου αντιφασισμού, ή συνθήκη που επιτρέπει στην ακροδεξιά να κατακτά πολιτικό χώρο. Πάντως, κατά τη διάρκεια της πάλης κατά του Ναζισμού άνθρωποι από ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών αναφορών κατανοούσαν ότι η απάντηση στον φασισμό δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία και ένα όραμα ευρύτερης κοινωνικής χειραφέτησης και μετασχηματισμού.