«Ποια είναι η πολιτική της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής, με παροχή κινήτρων στους παραγωγούς και προσιτές τιμές στους καταναλωτές;» Το παραπάνω ερώτημα θέτει ο Τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία κ. Βασίλης Κόκκαλης, με ερώτησή του προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Κώστα Τσιάρα.
Αναλυτικά η ερώτηση του κ. Κόκκαλη την οποία συνυπογράφουν εννέα ακόμη βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ: «Αποτελεί γεγονός η αυξανόμενη ζήτηση βιολογικών προϊόντων από τους καταναλωτές, είτε για λόγους ευεξίας και προστασίας της υγείας σε προληπτικό επίπεδο, είτε για λόγους θεραπείας, καθώς υπάρχουν ομάδες ανθρώπων, που πρέπει να καταναλώνουν μόνο βιολογικά προϊόντα, λόγω δυσανεξίας σε κάποιες ουσίες.
Αποτελεί επίσης γεγονός, ότι τα βιολογικά τρόφιμα συνδέονται με υψηλότερη τιμή, γεγονός που ωθεί τους καταναλωτές να αναρωτιούνται, γιατί τα προϊόντα αυτά κοστίζουν περισσότερο και αν δικαιολογούν την τιμή τους μέσω των οφελών για την υγεία και την πρόληψη ασθενειών. Οι λόγοι για το αυξημένο κόστος των βιολογικών τροφίμων είναι πολύπλευροι και έχουν τις ρίζες τους στη φύση της παραγωγής και της πιστοποίησης τους.
Ένας από τους πρωταρχικούς λόγους που τα βιολογικά τρόφιμα είναι ακριβότερα είναι η φύση της βιολογικής γεωργίας. Οι βιοκαλλιεργητές περιορίζονται από τη χρήση συνθετικών φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων, τα οποία είναι συνηθισμένα στη συμβατική γεωργία για την αποτελεσματική, μεγάλης κλίμακας διαχείριση των καλλιεργειών. Αντ’ αυτού, οι βιολογικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις συχνά βασίζονται σε χειρωνακτικές μεθόδους όπως το βοτάνισμα με το χέρι, η εναλλαγή των καλλιεργειών και η βιολογική καταπολέμηση των παρασίτων. Αυτές οι
πρακτικές απαιτούν περισσότερο χρόνο και προσπάθεια, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος εργασίας. Επιπλέον, οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις τείνουν να έχουν χαμηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συμβατικές. Χωρίς τη χρήση συνθετικών χημικών ουσιών που ενισχύουν την παραγωγικότητα, οι αποδόσεις των καλλιεργειών μπορεί να είναι μικρότερες, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται περισσότερη γη και χρόνος για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας τροφίμων. Αυτή η μειωμένη αποδοτικότητα μεταφράζεται σε υψηλότερο κόστος που τελικά μεταφέρεται στους καταναλωτές.
Το κόστος απόκτησης και διατήρησης της βιολογικής πιστοποίησης προσθέτει ακόμα ένα επίπεδο δαπανών. Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις πρέπει να περάσουν από ενδελεχή έλεγχο και να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια για να πιστοποιηθούν ως βιολογικές. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει σημαντική τεκμηρίωση και ελέγχους, τα οποία συμβάλλουν σε υψηλότερα λειτουργικά έξοδα. Οι απαιτήσεις πιστοποίησης σημαίνουν επίσης ότι οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις πρέπει να τηρούν αυστηρά τους κανονισμούς, όπως η χρήση βιολογικών σπόρων και η διαχείριση της πιθανής διασταυρούμενης μόλυνσης με μη βιολογικές καλλιέργειες, τα οποία μπορεί να είναι εξίσου δαπανηρά.
Επειδή, η βιολογική παραγωγή, έχει δύο πυλώνες, αφενός τους καλλιεργητές και παραγωγούς, οι οποίοι μέσα από το ως άνω σύστημα παραγωγής, πρέπει να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα, γεγονός δύσκολο λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής. Αφετέρου, η βιολογική παραγωγή και εμπορία, πρέπει να αποβλέπει στην φύση των προϊόντων αυτών και στους λόγους της κατανάλωσης τους, που συνδέονται με την υγεία και την θεραπεία ασθενειών.
Επειδή, συνάγεται ότι η βιολογική παραγωγή επιτελεί διττό κοινωνικό ρόλο, αφενός τροφοδοτώντας μια συγκεκριμένη αγορά, που καλύπτει την καταναλωτική ζήτηση βιολογικών προϊόντων και, αφετέρου, προσφέροντας δημόσια διαθέσιμα αγαθά που συμβάλλουν στην προστασία της υγείας, του περιβάλλοντος, καθώς και στην αγροτική ανάπτυξη.
Επειδή, ο διττός κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής βιολογικών προϊόντων, έχει υιοθετηθεί εκ του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) 2018/848 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 30ής Μαΐου 2018 για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου, στον οποίο τέθηκαν οι στόχοι της πολιτικής για τη βιολογική παραγωγή, εξασφαλίζοντας στους γεωργούς ικανοποιητική απόδοση για τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής και στους καταναλωτές προσιτές τιμές για την κατανάλωση αυτών.
Επειδή και στην Ελλάδα, η αυξανόμενη ζήτηση βιολογικών προϊόντων από τους καταναλωτές δημιουργεί τις συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση της αγοράς των εν λόγω προϊόντων και, επομένως, για την αύξηση των εσόδων των γεωργών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της βιολογικής παραγωγής, ιδίως όσον αφορά τον υγιή ανταγωνισμό και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς βιολογικών προϊόντων, καθώς και την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα εν λόγω προϊόντα.
Κατόπιν τούτων ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:
1. Σε νομοθετικό επίπεδο έχει επιτευχθεί η αναγκαία εναρμόνιση της Χώρας μας με τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, όπως έχουν προβλεφθεί σε ενωσιακό επίπεδο;
2. Υπάρχει θεσμικό πλαίσιο κανόνων λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς βιολογικών προϊόντων που να καλύπτει α) την ενθάρρυνση και την παροχή κινήτρων στους αγρότες και καλλιεργητές, ώστε να αναπτύξουν την βιολογική καλλιέργεια, όπως η μείωση του κόστους παραγωγής, τα κίνητρα ως προς την εύρεση αγροτικών χεριών κλπ, γεγονός που θα αυξήσει την παραγωγή και β) να οδηγεί σε αυξημένη προσφορά άρα και μείωση των τιμών υπέρ των καταναλωτών;
3. Υπάρχει ειδική πρόβλεψη ελέγχου των τιμών, ειδικά ως προς τις κατηγορίες των καταναλωτών, που αναγκαία καταναλώνουν μόνο βιολογικά προϊόντα για λόγους υγείας και σε κάθε περίπτωση, ποια είναι η εν γένει πολιτική της Κυβέρνησης στην αλυσίδα παραγωγής εμπορίας και κατανάλωσης βιολογικών προϊόντων;» καταλήγει.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις