Η γαλλική πολιτική σκηνή της Πέμπτης Δημοκρατίας είχε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά μέχρι και το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίεας.
Από τη μια υπήρχε ο πόλος της κεντροδεξιάς, με τα δύο βασικά του ρεύματα, το περισσότερο συντηρητικό και «γκωλικό» και το περισσότερο κεντρώο και φιλελεύθερο, ενοποιημένα ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Από την άλλη υπήρχε ο πόλος της «Αριστεράς» (που στη Γαλλία περιλαμβάνει και αυτό που αλλού περιγράφουμε ως «κεντροαριστερά»), με τα δύο βασικά ρεύματα, τους Σοσιαλιστές και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με το δεύτερο να χάνει δυνάμεις ήδη από τη δεκαετία του 1980. Σε αυτούς τους δύο πόλους προστέθηκε και η Ακροδεξιά, πρώτα υπό τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και μετά από την κόρη του Μαρίν Λεπέν, ως ένα τρίτος πόλος, ενώ στις εκλογές του 2012 και του 2017 ήταν ο Μελανσόν που εκπροσώπησε την πέραν των σοσιαλιστών Αριστερά.
Έως και στις εκλογές του 2012 τα πράγματα φαίνονταν σχετικά απλά και οι εκλογές κυρίως σφραγίζονταν από την αντιπαράθεση ανάμεσα στη/ον υποψήφιο των Σοσιαλιστών και αυτόν της Κεντροδεξιάς. Όλα αυτά όμως μέχρι και την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με τις εκλογές του 2017. Σε αυτές το Σοσιαλιστικό Κόμμα πήγε ιδιαίτερα αποδυναμωμένο και σε βαθιά κρίση και αντιμέτωπο με δυσαρέσκεια. Αυτό αποτυπώθηκε και στην απόφαση του Φρανσουά Ολάντ να μη διεκδικήσει ξανά την προεδρία. Η κεντροδεξιά από την άλλη θεώρησε ότι είχε μια ευκαιρία να επιστρέψει στην εξουσία με την υποψηφιότητα του Φρανσουά Φιγιόν, που σύντομα όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με αρκετές καταγγελίες για σκάνδαλα.
Σε αυτό το τοπίο αναδύθηκε και η υποψηφιότητα του Εμανουέλ Μακρόν, παρότι έγινε γνωστός από την υπουργική θητεία του στην κυβέρνηση των Σοσιαλιστών δεν είχε ιστορικούς δεσμούς με αυτόν τον χώρο και επέλεξε να διαμορφώσει ένα κόμμα που διεκδικούσε μια εκδοχή «Κέντρου» αρκετά διαφορετική από την μέχρι τότε αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς. Με λόγο έντονα φιλελεύθερο και κατά βάση νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική (εξ ου ότι θεωρήθηκε κατεξοχήν εκδοχή «ακραίου Κέντρου») ο Μακρόν θα οικοδομήσει ένα κίνημα χωρίς παραδοσιακή κομματική συγκρότηση πιο κοντά στη λογική μιας εταιρικής καμπάνιας.
Την ίδια στιγμή μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς κρίσης, η Ακροδεξιά υπό την ηγεσία της Μαρίν Λεπέν φαινόταν ενισχυμένη. Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών του 2017 θα αναδείξει τον Μακρόν πρώτο και δεύτερη την Λεπέν. Η Κεντροδεξιά θα πέσει στο 20% και ο Φιγιόν θα περάσει οριακά τον Μελανσόν, την ώρα που οι Σοσιαλιστές θα πάρουν κάτω του 7%, σε ένα φαινόμενο που με πρόσφατες τις ελληνικές εκλογές του 2015 είχε περιγραφεί ως «πασοκοποίηση».
Στις εκλογές του 2022 παρά την προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ενδιαφέρον γύρω από την υποψηφιότητα των Σοσιαλιστών για τις προεδρικές εκλογές, η Αν Ινταλγκό, παρότι γνωστή και αναγνωρίσιμη στη Γαλλία ως Δήμαρχος του Παρισιού, θα πάρει κάτω του 2% σε ένα αποτέλεσμα που μάλλον σηματοδοτεί το τέλος του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου και η Βαλερί Πεκρές, ως υποψήφια της Κεντροδεξιάς θα πάρει κάτω του 5%, με το πολιτικό σκηνικό να φαντάζει πια διαιρεμένο ανάμεσα σε τρεις πόλους, το Κέντρο του Μακρόν, την Άκρα Δεξιά και την εκδοχή ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιπροσωπεύει ο Ζαν Λυκ Μελανσόν.
Τα μηνύματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Όμως, η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Στη γειτονική Ιταλία, η άνοδος ήδη από την περασμένη δεκαετία η άνοδος των 5 Αστεριών αλλά και ο τρόπος που κινήθηκε η Λέγκα διαμόρφωσαν μια πίεση και προς την κεντροαριστερά και προς την δεξιά, με αποτέλεσμα και μια συνθήκη διαρκούς πολιτικής κρίσης και κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού που οδήγησε τελικά στην κυβέρνηση Ντράγκι.
Στη Γερμανία οι Σοσιαλδημοκράτες επέστρεψαν στην καγκελαρία επικεφαλής ενός συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, όμως και εδώ ήταν έντονα τα σημάδια κρίσης και της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας όλα τα προηγούμενα χρόνια, κάτι που φάνηκε και στην αίσθηση πολιτικού κενού που άφησε η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την κεντρική πολιτική σκηνή. Και μπορεί οι «Πράσινοι», που ενισχύθηκαν στις πρόσφατες εκλογές, να μην είναι πια ούτε «νέο» κόμμα, ούτε, βέβαια, «αντισυστημικό», όμως προφανώς και δεν είναι ένα παγιωμένο κόμμα εξουσίας με τον τρόπο κομμάτων που σφράγισαν την ιστορική διαδρομή της Γερμανίας. Την ίδια ώρα η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία μπορεί να μην κατάφερε να αποκτήσει μια ευρύτερη δυναμική, όμως διψήφιο ποσοστό και στις δύο τελευταίες εκλογές παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη.
Αλλά και σε άλλες χώρες φάνηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι δυναμικές πολιτικής και κοινωνικής κρίσης μπορούσαν να «πιέσουν» τα κόμματα εξουσίας. Στην Ισπανία μπορεί τελικά το Podemos να υποχώρησε, όμως για ένα διάστημα φάνηκε να ανατρέπει παραδοσιακούς πολιτικούς συσχετισμούς, ενώ δεν είναι τυχαία και η εμφάνιση της σκληρής ακροδεξιάς του Vox.
«Λαϊκισμός» ή πολιτική κρίση;
Τα προηγούμενα χρόνια έγινε μεγάλη προσπάθεια να περιγραφούν όλα αυτά τα φαινόμενα με καταφυγή στην έννοια του λαϊκισμού ως αναλυτικού εργαλείου. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και ο τρόπος που αναρριχήθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, αλλά και φαινόμενα όπως η διαρκής ενίσχυση της – κυβερνώσας – ακροδεξιάς σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα μέσα σε συνθήκες κοινωνικής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα, διαμορφώνεται περιθώριο για παραλλαγές αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, που μέσα από μια ρητορική που αντιπαραθέτει τον λαό στο «σύστημα» κερδίζουν πολιτικό χώρο σε βάρος των κομμάτων εξουσίας.
Βέβαια, το πρόβλημα με την έννοια του λαϊκισμού ήταν κατάχρησή της. Αφενός με το χρησιμοποιείται ανεξαιρέτως για να περιγράψει κινήματα και κόμματα με διαφορετικές και ανταγωνιστικές μεταξύ τους πολιτικές θέσεις. Αφετέρου με την τάση τελικά να χρησιμοποιείται όχι ως μια περιγραφική ή αναλυτική έννοια, αλλά ως ένας αρνητικός χαρακτηρισμός για όποιο πολιτικό ρεύμα δεν εντάσσεται σε έναν πολύ στενό ορισμό του «Κέντρου». Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: το να χαρακτηρίζονται υπό το πρίσμα του λαϊκισμού και η Λεπέν και ο Μελανσόν, που εκπροσωπούν δύο συγκρουόμενα πολιτικά ρεύματα, πολύ περισσότερο έχει να κάνει με την πολιτική τοποθέτηση ότι σήμερα το «φιλελεύθερο Κέντρο» απειλείται από τα «δύο άκρα», παρά με οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική ανάλυση.
Το βάθος της κρίσης των κομμάτων
Στην πραγματικότητα το βάθος της κρίσης των κομμάτων στην Ευρώπη υπερβαίνει το εάν κατορθώνουν ή όχι να αντέξουν τους εκλογικούς κραδασμούς και έχει να κάνει με την ίδια τη δυσλειτουργία του κομματικού φαινομένου τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο τρόπος που μια ορισμένη αντίληψη (νεο)φιλελευθερισμού στην Ευρώπη όχι μόνο θεωρήθηκε «οικονομική ορθοδοξία» αλλά και «συνταγματοποιήθηκε» ουσιαστικά στην αρχιτεκτονική του Ευρώ και των πολιτικών του «Συμφώνου Σταθερότητας» έφερε ένα πολύ μεγάλο «στένεμα» των περιθωρίων κίνησης των κομμάτων και της δυνατότητας να διεκδικούν ότι έχουν διαφορετικές πολιτικές. Από την άλλη, η άνοδος της ακροδεξιάς, ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, οδήγησε σε μια «κανονικοποίηση» των αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών πολιτικών και μια κοινή επένδυση σε πολιτικές «νόμου και τάξης», από όλο το φάσμα των κομμάτων εξουσίας. Την ίδια ώρα η αλλαγή στον τρόπο πολιτικής απεύθυνσης και η προσπάθεια απεξάρτησης από παραδοσιακούς «ιμάντες μεταβίβασης» όπως τα συνδικάτα ή οι επαγγελματικές ενώσεις, επίσης έκαναν τα κόμματα να είναι περισσότερο «εκλογικοί μηχανισμοί» παρά χώροι διαμεσολάβησης κοινωνικών συμφερόντων, ρευστοποιώντας ακόμη περισσότερο τις σχέσεις εκπροσώπησης. Όλα αυτά άφησαν το περιθώριο για την ανάδυση νέων πολιτικών σχηματισμών, όχι όμως και για την επίλυση της κρίσης του ίδιου του κομματικού φαινόμενου.
Ίσως γιατί τελικά έχουμε να κάνουμε με μια κρίση της ίδιας της δυνατότητας να ασκείται πολιτική. Δεκαετίες επιμονής ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» και ότι κατά βάση υπάρχει μια πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί για όλα τα ζητήματα, σε συνδυασμό με την έντονα τεχνοκρατική της επένδυση, υπονόμευσαν το ίδιο το πεδίο της πολιτικής, που είναι ακριβώς ότι πάντα μπορεί να υπάρχει και ένας διαφορετικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί ένα ζήτημα ή για να λυθεί ένα πρόβλημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και πιο συχνά όταν ξεσπούν μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις, αυτές έχουν ολοένα και περισσότερο «αντικομματικό» και σχεδόν «αντιπολιτικό» χαρακτήρα, όπως έδειξε και το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων».