Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου, έχοντας διανύσει μια θεατρική ζωή πάνω από 20 χρόνια στο Θέατρο Πορεία με παραστάσεις που συγκλόνισαν, μιλάει στο onlarissa.gr για τον παππού του Μ. Καραγάτση, τη Λάρισα, την οικογένειά του, το ελληνικό θέατρο, την ποιητικότητα και το παραισθησιογόνο στοιχείο που λείπει, τη σύγχρονη Ελλάδα και τα συμπλέγματά της, την αριστερά, τους αστούς και τη διανόηση, το politically correct και το me too.

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου

«Όπως έχει πει και ο Καραγάτσης, και έχει δίκιο, στην Ελλάδα “είμαστε φαντασιόπληκτοι στις δουλειές μας και πεζοί στις φαντασιώσεις μας”…».

Κύριε Τάρλοου, η Λάρισα είναι ιδιαιτέρως συνδεμένη με τον παππού σας, Μ. Καραγάτση. Εσείς έχετε επαφές με την πόλη;

Όχι δεν έχω καθόλου επαφές. Η μητέρα του, η Ανθή Μουλούλη, υπήρξε η Λαρισαία της υπόθεσης, η οποία παντρεύτηκε τον Ροδόπουλο από την Πάτρα. Η οικογενειακή μου όμως, ιστορία είναι φαντάζομαι λίγο πολύ γνωστή. Δυστυχώς, ούτε με το Θεσσαλικό Θέατρο συνεργάστηκα ποτέ.

Την Λάρισα τη φαντάζεστε όπως την περιγράφει ο Μ. Καραγάτσης;

Όχι. Την έχω επισκεφτεί μία φορά, ως νέος ηθοποιός, όταν παίξαμε, το 1987 ή το 1988, τη Λυσιστράτη στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ με τον Λάκη Λαζόπουλο σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά.

Η Λάρισα είναι δυστυχώς μέρος της ομοιομορφίας που παρατηρεί κανείς στην ελληνική επαρχία. Όλη η Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έχει καταστραφεί αρχιτεκτονικά και η Λάρισα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα.

Ο Λαρισαίος ηθοποιός Δημήτρης Μπίτος, με τον οποίο συνεργάζομαι χρόνια και εκτιμώ πολύ, είναι στην ουσία το πρόσωπο που με συνδέει πιο πολύ με τη Λάρισα. Η λαρισαϊκή προφορά του και το βλέμμα του, είναι κάπως «καραγατσικό» θα έλεγα. Ο Δημήτρης έχει μυθιστορηματικό πρόσωπο. Με συνδέει και με τον Καραγάτση και την πόλη.

Πως αποφασίσατε να γίνεται ηθοποιός; Ισχύει ότι θέλατε να γίνεται φιλόλογος;

Αρχικά όντως ήθελα να μπω στη Φιλοσοφική. Δεν τα κατάφερα όμως να μπω με την πρώτη και πέρασα στο Πανεπιστήμιο στην Αγγλική Φιλολογία Αθηνών γιατί δεν έγραψα καλά στα αρχαία και στην έκθεση. Στην έκθεση βέβαια δεν έγραψα καλά γιατί αρνιόμουνα συστηματικά να πάω σε φροντιστήριο και να μπω στο καλούπι των εξετάσεων. Βέβαια, δεν είχα κάποιο πλάνο για το τι θα συμβεί μετά την Φιλοσοφική. Σε καμία περίπτωση βέβαια, δεν ήθελα να γίνω δάσκαλος. Βέβαια, δεν ήξερα και τι ακριβώς ήθελα να γίνω.

Η μητέρα μου από παιδί με παρότρυνε να κάνω θέατρο, το οποίο ως παιδί και με εμένα μου άρεσε και μάλιστα είχα και δασκάλους στο σπίτι κυρίως Άγγλους και Αμερικάνους που με ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων και παρότι συμμετείχα στο θεατρικό όμιλο του σχολείου, γενικά το θέατρο το ξέχασα. Τελικά πείστηκα και έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Μόλις μπήκα, βρήκα τον πραγματικό εαυτό μου.

Έχετε πει σε συνέντευξή σας ότι «είμαι υπέρμαχος του τίποτα, αδιαφορώ για τα κειμήλια»… Τι εννοείτε ως κειμήλιο, την ιστορία;

Αναφέρομαι στο εφήμερο του θεάτρου. Το θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου. Αυτό είναι ταυτόχρονα το πλεονέκτημα και το μειονέκτημά του. Δεν με ενδιαφέρουν τα κειμήλια και όσοι περιφέρονται στο θέατρο ως «κειμήλια».

Όλη η αξία του θεάτρου είναι οι στιγμές. Οι στιγμές που οι θεατές κουβαλούν μέσα τους μετά το τέλος της παράστασης για κάποιο χρονικό διάστημα.

Πιστεύω όμως ότι μόνο μέσα από το παρελθόν και κυρίως από τη γνώση του μπορεί να αναστηθεί κάτι νέο.

Αλλά, οι παραστάσεις «τρόπαια» και όσοι περιφέρονται σε θέσεις-τρόπαια δεν με ενδιαφέρουν καθόλου.

Λείπει όντως η ποίηση από το ελληνικό θέατρο, το έχετε αναφέρει αρκετές φορές;

Η ποίηση δεν υπάρχει στην σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα. Όπως έχει πει και ο Καραγάτσης και έχει δίκιο «Είμαστε φαντασιόπληκτοι στις δουλειές μας και πεζοί στις φαντασιώσεις μας»… Υπάρχει μια πεζότητα στο ελληνικό θέατρο. Ελάχιστες είναι οι παραστάσεις ή οι λογοτεχνικές μεταγραφές στο θέατρο που συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, που συμβαίνει κάτι ποιητικό.

Είναι γενικότερο θέμα παιδείας, όχι μόνο θεατρικής, αλλά ευρύτερης και κοινωνικής λειτουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν ποιητικές παραστάσεις στην Ελλάδα, αλλά κυρίως δήθεν ρεαλιστικές. Προβλέψιμες και περιγραφικές παραστάσεις.

Θυμάμαι κάποτε μια παράσταση στη Μόσχα σε ένα θέατρο κατάμεστο που στα 20 πρώτα λεπτά η γεμάτη αίθουσα άρχισε να αδειάζει από κόσμο που αποχωρούσε επιδεικτικά θέλοντας να δηλώσει την αποδοκιμασία του για το πεζό και το πλήρως προβλέψιμο της παράστασης. Τότε μου έκανε εντύπωση, αλλά πλέον το καταλαβαίνω. Μιλάμε για έναν λαό με μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία που έχει απαιτήσεις και κριτήριο.

Χωρίς παιδεία, χωρίς το απροσδόκητο, την ποίηση και τη φαντασία, θα έχουμε συνεχώς αδιάφορες παραστάσεις αντί για την ονειρική συνθήκη που σε εισαγάγει σε ένα κόσμο μεταφυσικής.

Είναι ασφαλώς και θέμα του σκηνοθέτη να μπορέσει διδάξει ρόλους και χαρακτήρες, αλλά εξίσου συχνά οι ηθοποιοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν.

Άλλωστε, μια θεατρική παράσταση δεν είναι το προσωπικό σύμπαν του σκηνοθέτη και των ηθοποιών αλλά το σύνολο της εμπειρίας σε αλληλεπίδραση με τους θεατές.

Για αυτό είχαν τεράστια επιτυχία οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή και δεν περνούσαν ποτέ απαρατήρητες. Γινόντουσαν το talk of the town πριν ακόμη παιχτούν. Ο κόσμος ήξερε εκ των προτέρων ότι κάθε παράσταση του Βογιατζή θα ήταν λίγο ή πολύ ένα σύμπαν παραισθησιογόνο…

Πρέπει να υπάρχει αυτό το σύμπαν και το κοινό θα πρέπει να εξασκήσει το κριτήριό του.

Η Ξένια Καλογεροπούλου έκανε θέατρο για παιδιά και έλεγε ότι πρέπει σε κάθε παράσταση να υπάρχουν τρία επίπεδα, αυτό που το καταλαβαίνουν όλα, αυτό που υποψιάζονται κάποια και αυτό που δεν το καταλαβαίνουν καθόλου. Μόνο έτσι οι παραστάσεις αποκτούν το μυστήριο που τους αρμόζει· το θέατρο δεν υπάρχει για να δίνει απαντήσεις, αλλά για να θέτει ερωτήσεις. Δεν είναι λυσάρι το θέατρο, ούτε φροντιστήριο.

Άλλωστε, εγώ προσωπικά, το φροντιστήριο το έβρισκα πάντα απίστευτα βαρετό· έκανα κοπάνα και πήγαινα να παίξω πακ-μαν. Με έπιασε μια φορά η μάνα μου και τις έφαγα κανονικότατα…

Δεν είναι αυτό λοιπόν το θέατρο. Πιο εύκολα θα βρούμε τι είναι, δια της ατόπου απαγωγής, και κυρίως τι πρέπει να είναι. Να το υποπτευόμαστε και να το επιθυμούμε.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε και σκηνοθέτες- πρότυπα πλέον… και έτσι οι νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να πουν ότι θέλω να σκηνοθετήσω σαν τον τάδε. Το θέατρο πλέον είναι μια πολύ πιο συνεργατική ιστορία. Ο σκηνοθέτης δεν παίζει τον ρόλο που έπαιζε στο παρελθόν. Εγώ προσωπικά, αν δεν είχα σκηνοθέτες και παραστάσεις – πρότυπα ίσως και μην είχα σκηνοθετήσει ποτέ. Μόνο μέσα από αυτό το πρότυπο, κατά τη γνώμη μου, κι αν έχεις ταλέντο μπορεί να προχωρήσεις στο transformation και να δημιουργήσεις κάτι καινούργιο. Παρθενογένεση άλλωστε δεν υπάρχει πουθενά!

Τι είναι αυτό που έκανε το Θέατρο Πορεία να παραμείνει στην θεατρική επικαιρότητα για πάνω από 20 χρόνια; Γιατί έχει χαρακτηριστεί ως αστικό θέατρο; Η λέξη έχει πολιτική ή ποιοτική χροιά;

Δεν ξέρω. Για μένα αστικό είναι οτιδήποτε παράγεται από το άστυ, την πόλη. Δεν γνωρίζω να υπάρχουν παραστάσεις του «βουνού και του λόγκου»…

Το να μιλάμε για το αν ένα θέατρο είναι αστικό ή όχι είναι μια φαντασίωση. Το θέμα είναι να κάνεις καλό θέατρο. Ενδιαφέρον θέατρο. Ο Μπρεχτ για παράδειγμα, που δεν είναι και ο αγαπημένος μου συγγραφέας, κάνει ταξικό θέατρο· πολιτικό θέατρο. Ας είναι. Κάποιες παραστάσεις έργων του είναι εξαιρετικές και κάποιες είναι χάλια.

Άλλωστε, το θέατρο που προσποιείται ότι δεν είναι αστικό είναι το πιο αστικό από όλα. Το underground θέατρο είναι η επιτομή του αστισμού γιατί ικανοποιεί ακριβώς τα γούστα των αστών!

Αν δεν ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής αστός, τότε ποιος ήταν;

Ο αστός είναι αυτός που αγαπά την πόλη, δουλεύει προς όφελος της πόλης, ξέρει τις κρυφές γωνίες της, τα μπαρ που υπάρχουν εδώ και εκατό χρόνια, άσχετα αν στην Αθήνα είναι μόδα να τα γκρεμίζουμε όλα και έχουμε αυτή τη λατρεία για το μοντέρνο, το καινούργιο· δεν υπάρχει ούτε ένα τοπόσημο πλέον, κάτι που να είναι αυτό που λένε οι Άγγλοι established!

Εμείς βέβαια δεν έχουμε την παράδοση της Αγγλίας ούτε και πρόκειται να την αποκτήσουμε ποτέ.  Αλλά ας αποδεχτούμε λίγο την αστική μας ταυτότητα για να χτίσουμε τη νέα μας παράδοση. Με αυτή την έννοια, ναι το θέατρο που κάνω είναι φουλ αστικό!

Πιστεύετέ ότι το δίπολο αριστερός – δεξιός καλλιτέχνης εξακολουθεί να υφίσταται στις μέρες μας;

Εν μέρει, και παρόλη την κατάργηση πολλών στερεοτύπων, ισχύει και αποτελεί ένα εμπόδιο στην εξέλιξη μας ως λαός.

Εγώ λόγου χάρη έχω μία μικτή καταγωγή. Ο ένας κλάδος είναι από τον Καραγάτση, που ήταν οικογένεια αστών οικονομικά όμως έπεσαν έξω διότι ο πατέρας του έχασε όλα τα λεφτά του στην πολιτική. Ο δεύτερος κλάδος, η γιαγιά μου, η Νίκη Καρυστινάκη ήταν επίσης αστή, κόρη καραβοκύρη από την Άνδρο. Ο προπάππος μου είχε δύο ατμόπλοια και δημιούργησε ένα μικροεφοπλισμό, τον οποίο εγκατέλειψε αργότερα και έκανε επενδύσεις σε ακίνητα στην Αθήνα. Ο τρίτος κλάδος είναι η οικογένεια του πατέρα μου, ρωσοέβραϊκής καταγωγής, που έφτασαν πάμφτωχοι και κυνηγημένοι στο Ellis Island το 1901. Εγώ όμως προσωπικά νιώθω ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια διανοούμενων ανθρώπων. Βλέπετε πόσο μπερδεμένα είναι τα πράγματα;

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ενώ ήταν γόνος μιας από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές οικογένειες στην Ελλάδα, αποκήρυξε τον πατέρα του και τα χρήματά του και πήρε θέση αριστερή στη ζωή του. Όταν όμως τον συνέλαβαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου οι αριστεροί και τον περπάτησαν σε όλα τα βουνά της Αττικής και που από θαύμα σώθηκε, έπαψε να είναι αριστερός.

Ζούμε λοιπόν σε μια εποχή που αυτές οι διαχωριστικές τείνουν να καταργηθούν. Για μένα δεν υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί. Υπάρχουν άνθρωποι με κοινωνική ευαισθησία που εργάζονται με αγάπη και πάθος για το αντικείμενό τους και το συνάνθρωπο.

Η εχθροπάθεια με βρίσκει παντελώς αντίθετο. Εγώ δεν ζήτησα ποτέ από καλλιτέχνες που συνεργάστηκα να μάθω ούτε για τα φρονήματά τους ούτε για την οικογένειά τους. Αλλά δυστυχώς αυτό το κουτσομπολιό υπάρχει στην τέχνη.

Τώρα, αν ρωτάς αν έχω τρόπους και ευγένεια, πιστεύω πως ναι. Έχω την αστική κουλτούρα, την αστική ευγένεια. Ας προσπαθήσουμε να εμπιστευτούμε περισσότερο ο ένας τον άλλο και να πάψουμε να διαιωνίζουμε τη νοοτροπία ότι όποιος δεν ανήκει στο ίδιο στρατόπεδο με μας ή έστω σε κάποιο στρατόπεδο, μας χαλάει τη «μανέστρα».

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν μη αριστεροί διανοούμενοι. Άλλo ένα στερεότυπο. Αλλά και όσοι ήταν δηλωμένα μη αριστεροί όπως ο Χατζηδάκις υπέστησαν αδιανόητες προσβολές μέχρι ξαφνικά ο Χατζηδάκις να γίνει ο «Μάνος» και μάλιστα με καθολική αποδοχή.

Όλο αυτό είναι πολύ ελληνικό. Η έλλειψη μνήμης. Και όποιος το καταδεικνύει γενικά δεν είναι αρεστός.

Περιμένω να δω τι θα γίνει με την νέα μου παράσταση «O Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου»… Κανονικά θα πρέπει να είναι αρεστή σε ένα αριστερό κοινό… αλλά επειδή ο Καραγάτσης δεν γράφει ποτέ μυθιστορήματα για καλούς και κακούς αλλά για την ενδιάμεση γκρίζα περιοχή που είναι ο άνθρωπος, ίσως η παράσταση δημιουργήσει αναταράξεις και σε αριστερούς και δεξιούς.

Πείτε μου λίγο για την παράσταση…

Ανέβηκε σε live-streaming το χειμώνα και αυτό ήταν θετικό, διότι μέσα στη γενική δυσθυμία κατόρθωσαν αρκετοί άνθρωποι να δουν μια νέα παράσταση που εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να φτάσει στο κοινό με άλλο τρόπο. Για τους ηθοποιούς και για μένα προσωπικά ήταν μια οδυνηρή εμπειρία η πρεμιέρα χωρίς κοινό. Η παράσταση, που ήταν μια παραγωγή του Εθνικό Θεάτρου με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση είναι προγραμματισμένη να κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Πορεία στις 8 Δεκεμβρίου.

Πρόκειται για το πρώτο μέρος της τριλογίας του Καραγάτση. Παρακολουθούμε την ιστορία του Μίχαλου Ρούση, του περίφημου Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, ενός ανθρώπου διψασμένου για ζωή, που δεν διστάζει να γίνει εξωμότης, προδότης αλλά και ήρωας. Είναι η αληθινή ιστορία του Μήτρου Ροδόπουλου, προγόνου του Καραγάτση, που σύμφωνα με τα βιβλία του Αγώνα, εξωμότησε για να σώσει τη ζωή του στην Τρίπολη, όταν οι Πρόκριτοι και οι Προεστοί της Πελοποννήσου φυλακίστηκαν από τους Τούρκους λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση.

Ο Θανάσης Τριαρίδης, που ανέλαβε τη θεατρική διασκευή, δημιουργεί μια ελεγεία πάνω στο φόβο, και ανατέμνει τον ήρωα καταδεικνύοντας την αντιφατική ανθρώπινη φύση. Δεν υπάρχουν μονομερώς καλοί ή κακοί σε αυτή την παράσταση. Ο Παπαφλέσας παρουσιάζεται μεν ως νάρκισσος, θρασύτατος, ψεύτης, ο οποίος αυτοκτονεί για την υστεροφημία του παίρνοντας στο λαιμό του πολύ κόσμο, αλλά είναι ταυτοχρόνως ένας συγκλονιστικός ήρωας και η σκηνή του εξαιρετικά συγκινητική και σύγχρονη.

Ο Κολοκοτρώνης επίσης, που πράγματι υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος στρατάρχης και ηγέτης των Ελλήνων σε αυτό τον Αγώνα, δεν παύει να βαρύνεται για την τρομακτική σφαγή της Τριπολιτσάς, στην οποία χάθηκαν και πάρα πολλά γυναικόπαιδα. Όλα αυτά φαντάζεστε δεν είναι αριστερά ούτε δεξιά· είναι ανθρώπινες πτυχές τις οποίες η τέχνη επιχειρεί να φωτίσει και αυτός είναι ο στόχος.

Έχετε ανεβάσει αρκετές παραστάσεις από έργα του Καραγάτση… τη Μεγάλη Χίμαιρα, το Γιούργκεμαν. Τι σας έλκει σε αυτές τις επιλογές;

Υπάρχει μια έλξη σαφέστατα. Για ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου δεν ήθελα καν να διαβάσω Καραγάτση. Με το χρόνο επήλθε συμφιλίωση… Τώρα φαντάζομαι τον Καραγάτση σαν τον καλύτερό μου θεατή. Φαντάζομαι ότι θα ήταν καλή παρέα. Και ότι θα χαιρόταν να βλέπει τα βιβλία του στο θέατρο και μάλιστα από τον εγγονό του.

Φυσικά, οι τρεις παραστάσεις που βασίζονταν σε μυθιστορήματα του ήταν πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη.

Πολύ διαφορετική λόγου χάρη ήταν η εκκίνηση για τη Μεγάλη Χίμαιρα, που μετά το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για λογαριασμό του οποίου ανέβηκε, προκάλεσε ένα τεράστιο ενδιαφέρον για το ελληνικό και όχι μόνο κοινό, καθώς παίχτηκε για τέσσερα συναπτά χρόνια σε πάνω από 400 παραστάσεις· τέτοιες επιτυχίες γίνονται μία φορά κάθε 20-30 χρόνια. Εγώ όφειλα να ξεπεράσω το φόβο και το άγχος μου, να απελευθερωθώ ώστε να αποδώσω την προσωπική μου ματιά πάνω στο μυθιστόρημα, πράγμα που αισθάνομαι ότι συνέβη, ιδίως από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ως γιος μεικτής οικογένειας Αμερικανού και Ελληνίδας είχα να προσθέσω κάτι προσωπικό πάνω στο θέμα του «ξένου».

Ο Γιούγκερμαν ήρθε ως συνέχεια αυτής της θεματικής του «ξένου» και παρότι το επεξεργάστηκε και πάλι θεατρικά ο Στρατής Πασχάλης είχε μια πολύ διαφορετική δομή και τρόπο αφήγησης.

Τώρα με τον Κοτζάμπαση, νομίζω ότι κλείνω, τουλάχιστον προς το παρόν, τους λογαριασμούς με τον Καραγάτση…

Ζούμε σε μια περίεργη περίοδο, αυτή της πανδημίας, της έκρηξης του politically correct, του κινήματος του me too. Τι αφήνει και τι θα δημιουργήσει όλο αυτό;

Προσωπικά μου δημιουργεί συναισθήματα κατάθλιψης και άρνησης.

Πριν από 4-5 χρόνια στη Νέα Υόρκη υπήρξα μάρτυς μια σκηνής πολιτικής ορθότητας και τότε συνειδητοποίησα το εύρος της διείσδυσης στην αμερικανική κοινωνία και κατάλαβα ότι θα το ζήσουμε σύντομα και εμείς ως μόδα.

Πράγμα το οποίο συνέβη και ελπίζω τουλάχιστον σε ένα βαθμό να βελτιώσει παθογένειες και νοοτροπίες χρόνων, οι οποίες πλέον δεν φαίνεται να είναι αποδεκτές στην σύγχρονη Ελλάδα και που ζητάνε επειγόντως αντιμετώπιση.

Φυσικά, δεν θεωρώ ότι ο καλλιτεχνικός χώρος είναι ο μόνος που κρύβει σκελετούς στο ντουλάπι του, αλλά ίσως είναι ο πιο θαρραλέος και ειλικρινής, ασχέτως με το ότι η αντίδραση και σε πολλές περιπτώσεις και η εκμετάλλευση των περιστατικών δεν βοήθησε την κάθαρση αλλά αντιθέτως δημιούργησε σε κάποιες περιπτώσεις μια διάθεση κουτσομπολίστικης λογικής.

Στο Θέατρο Πορεία συμπεριφορές απρέπειας, κακοποίησης, προσβολών ή παρενοχλήσεων δεν ήταν ποτέ ανεκτές και εκεί για μένα τελειώνει το θέμα. Έχουμε μια χαρακτηριστική πινακίδα στα καμαρίνια «το δράμα πρέπει να μένει αυστηρά πάνω στη σκηνή και ποτέ εκτός αυτής».

Χωρίς να παραγνωρίζω ότι η καλλιτεχνική αξία και ο «ηθικός» βίος δεν συμβαδίζουν πάντοτε, όταν συμβαίνουν πράξεις τόσο βαριές, ο καλλιτέχνης τίθεται αυτομάτως στο περιθώριο και το ίδιο συμβαίνει και με το καλλιτεχνικό του έργο.

Κύριε Τάρλοου, σας ευχαριστώ πολύ… Πραγματικά απόλαυσα τη συζήτησή μας!

Me too…

* Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι ηθοποιός, μεταφραστής και σκηνοθέτης, καθώς και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου ΠΟΡΕΙΑ στην Αθήνα. Σπούδασε και αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1986. Συνεργάστηκε με τους θιάσους της Ξένιας Καλογεροπούλου, της Αλίκης Γεωργούλη, «Τα παιδιά του Εθνικού», την «Ελεύθερη Σκηνή», τη «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου, το «Θέατρο Αθηνών» της Κατερίνας Μαραγκού, τον Θεατρικό Οργανισμό «Μορφές», το Κ.Θ.Β.Ε., το Εθνικό Θέατρο. Το 1998 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Δόλιχος». Το 2000 απέκτησε το ιστορικό θέατρο ΠΟΡΕΙΑ, το οποίο ανακαινίστηκε ριζικά και το οποίο έκτοτε αποτελεί την μόνιμη έδρα της εταιρίας. Έχει βραβευτεί με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολος Κουν το 2016. Είναι ο γιος του Νεοϋορκέζου ζωγράφου Φίλιπ Τάρλοου και της αρχαιολόγου και συγγραφέως Μαρίνας Καραγάτση. Παππούς του ήταν, από την πλευρά της μητέρας του, ο λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης (Δημήτρης Ροδόπουλος)  και γιαγιά του η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, το γένος Καρυστινάκη.

 

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Περισσότερα Εδω