Μπορεί οι εκλογές στον Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας είναι προγραμματισμένες για τα τέλη του ερχόμενου Φθινοπώρου, οι ζυμώσεις όμως για τη διαμόρφωση του τελικού πλαισίου των υποψηφιοτήτων έχουν ξεκινήσει προ πολλού.
Πρώτος στην κούρσα της προεδρίας εισήλθε ο πρώην αντιπρόεδρος και γενικός γραμματέας του Συλλόγου, Τρύφων Τσάτσαρος. Νέος σε ηλικία, αλλά με ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία από τη μακρά συνδικαλιστική του διαδρομή, αποφάσισε να ανακοινώσει εσχάτως την υποψηφιότητά του, επιθυμώντας όπως εξηγεί, να βάλει ένα τέλος στις συγκρουσιακές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στις τελευταίες εκλογές και συντηρήθηκαν μοιραία στην παρούσα θητεία του οργάνου.
Θέτοντας τους λόγους για τους οποίους «βγήκε μπροστά» εκφράζει την πεποίθηση ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας μπορεί να λειτουργήσει πιο ουσιαστικά και αποτελεσματικά και συμπληρώνει ότι αυτός ο στόχος δεν είναι απλά θεωρητικά ιδανικός, αλλά και πρακτικά εφικτός.
Ο κ. Τσάτσαρος μιλά για την κατάσταση στον κλάδο μέσα στην πανδημία, για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας συνάδελφοί του, αλλά και για τις μελλοντικές προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη η Ελληνική δικηγορία.
Συνέντευξη στον Απόστολο Ράιδο
Διαθέτετε μακρά εμπειρία στα συνδικαλιστικά του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να «βγείτε μπροστά» μετά από μία θητεία αποχής από τα κοινά;
Πράγματι, κατά την περίοδο 2008-2017, διετέλεσα διαδοχικά Σύμβουλος, Γενικός Γραμματέας και Α’ Αντιπρόεδρος του ΔΣΛ. Μάλιστα, στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις που συμμετείχα, οι συνάδελφοι μου επιφύλαξαν μία εξέχουσα τιμή, εκλέγοντάς με πρώτο σε σταυρούς προτίμησης. Για τους λόγους αυτούς, όταν το 2017 ο Δημήτρης Κατσαρός ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι εκ νέου υποψήφιος Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, όλοι θεώρησαν περίπου αυτονόητο ότι θα διεκδικούσα ήδη από τότε την εκλογή μου στη θέση αυτή.
Εν τούτοις, σταθμίζοντας ο ίδιος τα πράγματα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και προτάσσοντας ένα αίσθημα ενότητας του συνδυασμού στον οποίο συμμετείχα, αποφάσισα να μην λάβω μέρος στην συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία. Όχι φυσικά με πρόθεση, σε ηλικία 46 τότε ετών, να αποσυρθώ δια παντός από τα κοινά, αλλά αντιθέτως, καθιστώντας σαφές ότι η απόφασή μου αφορούσε τη δεδομένη και μόνο χρονική στιγμή.
Αλώστε, δεν έπαψα στιγμή να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα, να ενημερώνομαι για τις εξελίξεις και να παρεμβαίνω καταθέτοντας την άποψή μου. Με την συνδικαλιστική ωριμότητα που εξ ορισμού μου εξασφαλίζει η δεκαετής εμπειρία μου που είχε προηγηθεί, είχα όλο αυτό το διάστημα τη δυνατότητα να προσεγγίσω το σύνολο της λειτουργίας των οργάνων του ΔΣΛ στην τρέχουσα θητεία, όχι μόνον υπό την οπτική του ιδανικού αλλά και υπό αυτήν του εφικτού και του ρεαλιστικού.
Μέσα λοιπόν από τις παραπάνω διεργασίες, θα σας απαντήσω στο ερώτημα «τι με ώθησε τώρα να βγω μπροστά;»
Κατ’ αρχάς με ώθησε η διαπίστωση ότι ο τρόπος με τον οποίο θεωρώ ότι ο ΔΣΛ μπορεί να λειτουργήσει πιο ουσιαστικά και πιο αποτελεσματικά, δεν είναι απλά θεωρητικά ιδανικός αλλά και πρακτικά εφικτός. Ακολούθως, η διαπίστωση ότι αυτός ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι ως ιδανικός και εφικτός, ταυτίζεται απολύτως με τον τρόπο που πάρα πολλοί συνάδελφοί μου βλέπουν τα πράγματα. Και τέλος, το γεγονός ότι οι συνάδελφοί μου αυτοί που οι απόψεις μας ταυτίζονται, ολοένα και πιο έντονα μου δείχνουν ότι με θεωρούν ως τον καταλληλότερο να επιτύχει την ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του ΔΣΛ, προτρέποντάς με να διεκδικήσω την προεδρία του.
Έτσι λοιπόν, με πλήρη συναίσθηση των υψηλών απαιτήσεων της θέσης του προέδρου, αποφάσισα να τεθώ και πάλι στην κρίση των συναδέλφων μου, ζητώντας τους να μου επιβεβαιώσουν την εμπιστοσύνη τους, για το ανώτατο αυτή τη φορά αξίωμα του Συλλόγου μας.
Πώς κρίνετε το έργο και την εν γένει παρουσία της απερχόμενης διοίκησης του Συλλόγου;
Είμαι ο τελευταίος που θα μιλούσε αφοριστικά για οποιαδήποτε διοίκηση του ΔΣΛ. Θα σας πω το εξής και το εννοώ απόλυτα: Ποτέ δεν αμφισβήτησα τις καλές προθέσεις όσων διεκδίκησαν και πέτυχαν να εκλεγούν στο ΔΣ του ΔΣΛ. Οφείλω να σας πω ότι κάθε μέλος του ΔΣ και φυσικά ο πρόεδρος ακόμη περισσότερο, καλούνται να αφιερώσουν ώρες επί ωρών, προκειμένου να διαχειριστούν τις αρμοδιότητές τους. Τις ώρες αυτές, τις στερούνται κατά βάση από τον πολύτιμο χρόνο που απαιτεί ένα ελεύθερο και ιδιαίτερα απαιτητικό επάγγελμα, μέσω του οποίου καλούμαστε οι δικηγόροι να βιοποριστούμε σε ολοένα και πιο δύσκολες συνθήκες. Μην προσβλέποντας σε οικονομικά ή υπηρεσιακά οφέλη, το μόνο στο οποίο μπορούν να προσδοκούν, είναι η αναγνώριση των συναδέλφων τους.
Επειδή όμως οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, αντιλαμβάνεσθε ότι η αποτίμηση του έργου και της παρουσίας μίας διοίκησης ή ενός συμβουλίου, δεν είναι πάντοτε μέγεθος ευθέως ανάλογο της καλής πρόθεσης των μελών του.
Επίσης, όπως γνωρίζετε πολύ καλά, στις θέσεις ευθύνης, πέραν του ότι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος, κρινόμαστε επίσης κυρίως για τις αστοχίες μας, παρά για τα θετικά που πράξαμε. Ωστόσο, κρίνω κ. Ράιδο ότι στην παρούσα στιγμή δεν συνεισφέρει στη συζήτηση να μιλήσουμε ειδικότερα για τις αστοχίες της παρούσας διοίκησης. Νομίζω ότι τόσο για μένα όσο και για τους συναδέλφους μου, είναι πιο σημαντικό και προέχει να επικεντρωθούμε στο τι μπορεί να βελτιωθεί από εδώ και πέρα. Όσο για τις προτάσεις μας για βελτίωση, αυτές είναι πολλές, συγκεκριμένες και αφορούν ευρύ φάσμα ζητημάτων. Σας διαβεβαιώνω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε σε αυτές αναλυτικά κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, η αποτίμηση του έργου και της παρουσίας μίας διοίκησης ή ενός συμβουλίου, δεν είναι πάντοτε μέγεθος ευθέως ανάλογο της καλής πρόθεσης των μελών του.
Ποιο είναι το διακύβευμα αυτών των εκλογών;
Στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας, θα μου επιτρέψετε να τοποθετήσω το διακύβευμα των εκλογών σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στην προεκλογική περίοδο και στη μετεκλογική.
Ανέφερα ήδη, ότι τόσο εμένα όσο και πάρα πολλούς συναδέλφους μου, δεν μας εκφράζουν συγκρουσιακές αντιλήψεις που ενέσκηψαν τα τελευταία χρόνια στους κόλπους του Συλλόγου. Οι εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου δεν αρμόζει να γίνονται σε κλίμα πόλωσης. Έχω τονίσει πως η προεκλογική περίοδος έχει αρχή και τέλος. Αυτά που δεν έχουν αρχή και τέλος είναι τα συνεχώς διογκούμενα προβλήματα της δικηγορίας και των δικηγόρων. Άρα, κατά τη γνώμη μου, το διακύβευμα της πρώτης περιόδου, είναι η εκλογική αναμέτρηση να διεξαχθεί με όρους ευπρέπειας και εποικοδομητικού διαλόγου, όπως ακριβώς αρμόζει στον πρώτο επιστημονικό σύλλογο της χώρας. Προσωπικά, επαναλαμβάνω ότι είναι σαφής και απόλυτη η δέσμευσή μου να τηρήσω τους όρους αυτούς με κάθε κόστος.
Όσον αφορά τη μετεκλογική περίοδο, θα πω ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε συνεχώς για τις υποχρεώσεις των Δικηγόρων έναντι του Συλλόγου μας, αλλά να λησμονούμε το αντίστροφο. Σε συνέχεια λοιπόν αυτού, θα πω ότι το μετεκλογικό διακύβευμα είναι το εξής: Το νέο ΔΣ να ενεργήσει άμεσα και αποτελεσματικά, ώστε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας να γίνει φιλικότερος, θελκτικότερος και σαφώς αποτελεσματικότερος για όλα τα μέλη του, πραγματώνοντας στο ακέραιο τις αρμοδιότητες που του επιφυλάσσει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, μεταξύ των οποίων είναι η φροντίδα και η μέριμνα για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά και το σεβασμό και την τιμή που οφείλει να απολαμβάνει ο δικηγόρος.
Ο δικηγόρος δικαίως προσβλέπει σε πολύ συγκεκριμένες ενέργειες εκ μέρους του Συλλόγου του, προκειμένου να διασφαλιστούν όροι αξιοπρεπούς άσκησης του λειτουργήματός του και σεβασμού του θεσμικού του ρόλου από όλους.
Η πανδημία χτύπησε και τον δικηγορικό κλάδο, ο οποίος όμως δε στηρίχθηκε αρκούντως από την πολιτεία. Τι αφήνει πίσω της η περιπέτεια του κορωνοϊού για τους Έλληνες δικηγόρους;
Υπήρξε ένα εκτεταμένο διάστημα καθολικής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως υπήρξε και ένα ακόμη πιο εκτεταμένο, μέσα στο οποίο διεξαγόταν συγκεκριμένες μόνον διαδικασίες, με κριτήριο την αξιολόγηση του αναμενόμενου συγχρωτισμού. Αντιλαμβάνεσθε ότι οι παρενέργειες αυτής της κατάστασης ήταν επαχθέστατες για τους περισσότερους δικηγόρους. Είναι γνωστό ότι ζωτικός χώρος επαγγελματικής δράσης μας είναι τα Δικαστήρια και τα ακροατήριά τους. Όταν λοιπόν αυτά δεν λειτουργούν ή υπολειτουργούν, ο οικονομικός αντίκτυπος για το δικηγορικό σώμα είναι προφανής.
Εντούτοις, από την πλευρά της πολιτείας έγιναν ατυχέστατοι χειρισμοί στο θέμα της οικονομικής ενίσχυσης των δικηγόρων, τόσο ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας, όσο και ως προς χορηγηθέντα ποσά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός χιλιάδες συνάδελφοι που αντικειμενικά έχρηζαν οικονομικής ενίσχυσης, να μην την λάβουν ποτέ, αφετέρου, τα ποσά που χορηγήθηκαν (στις περιπτώσεις που χορηγήθηκαν) να είναι κατά βάση ελάχιστα σε σχέση με την ζημία που υπέστη ο δικαιούχος.
Και όλα αυτά, παρά τις προαναγγελίες για ένταξη του δικηγορικού σώματος στον σκληρό πυρήνα των πληγέντων επαγγελμάτων. Κατ’ αυτήν την έννοια, θα σας απαντήσω απερίφραστα ότι, όσον αφορά τους δικηγόρους, η πανδημία αφήνει πίσω της έναν κλάδο οικονομικά ρημαγμένο.
Παράλληλα, υπήρξε όλο σχεδόν αυτό το διάστημα και μια τεράστια δυσλειτουργία, αναφορικά με την έγκαιρη και σαφή ενημέρωση μας, για τον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων. Με δεδομένο ότι το καθεστώς λειτουργίας τους άλλαζε από περίοδο σε περίοδο και από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα, η λειτουργία των δικαστηρίων, ρυθμιζόταν με ΚΥΑ που εκδιδόταν κάθε εβδομάδα και ίσχυαν από την Δευτέρα έως την Κυριακή.
Αυτές όμως οι ΚΥΑ εκδιδόταν κατά βάση Σάββατο βράδυ ή και ξημερώματα Κυριακής, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, οι δικηγόροι όλης της χώρας, έως το βράδυ του Σαββάτου, ακόμη να μην γνωρίζουν εάν το πρωί της Δευτέρας θα έπρεπε να παραστούν στο Δικαστήριο. Επρόκειτο για μια κατάσταση που εγκλώβιζε τους δικηγόρους σε μια διαρκή και άσκοπη κατά κανόνα ετοιμότητα, απαξίωνε το θεσμικό μας ρόλο και δικαίως προκάλεσε κόπωση και αγανάκτησή.
Το νέο ΔΣ να ενεργήσει άμεσα και αποτελεσματικά, ώστε ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας να γίνει φιλικότερος, θελκτικότερος και σαφώς αποτελεσματικότερος για όλα τα μέλη του.
Ως χώρα, παράγουμε περισσότερους δικηγόρους απ’ όσους χρειαζόμαστε; Το ρωτάω αυτό γιατί ειδικά πολλοί νέοι συνάδελφοί σας δυσκολεύονται αρκετά στην αγορά εργασίας…
Έχετε απόλυτο δίκιο λέγοντας ότι οι νέοι συνάδελφοι δυσκολεύονται στην αγορά εργασίας. Και αξίζει στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι πρόκειται για νέους συναδέλφους, που σε μεγάλο ποσοστό έχουν εξαιρετικά βιογραφικά και είναι κάτοχοι αξιοζήλευτων μεταπτυχιακών τίτλων. Θεωρώ όμως ότι θα ήταν υπεραπλουστευτικό να εντοπίσει κανείς το πρόβλημα μόνο στον πληθωρισμό των δικηγόρων.
Με αντίστοιχους ή μεγαλύτερους αριθμούς δικηγόρων στο παρελθόν, οι συνθήκες υπήρξαν πολύ καλύτερες. Άρα το πρόβλημα πρέπει να το αναζητήσουμε αλλού. Και, κατά τη γνώμη μου, κυρίως στις βίαιες αλλαγές που συνέβησαν τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια και άπτονται άμεσα κάποιων συνθηκών που διαμορφώθηκαν σχετικά με την άσκηση της δικηγορίας.
Ενδεικτικά θα αναφερθώ στην επιβολή ΦΠΑ στην παροχή νομικών υπηρεσιών, στην υιοθέτηση μέτρων που οδήγησαν ουσιαστικά σε κατάρρευση των διανεμητικών λογαριασμών των δικηγορικών συλλόγων, στην δραματική εκτίναξη του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη μέσω της θέσπισης νέων παραβόλων, σε συνδυασμό πάντα με τη δραματική συρρίκνωση της οικονομικής δυνατότητας του Έλληνα πολίτη, στην σαρωτική επέκταση σε όλη την Ελλάδα μεγάλων νομικών σχημάτων που προέκυψαν μετά από την άρση των γεωγραφικών περιορισμών στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, στην λεγόμενη «αποδικαστηριοποίηση» πολλών υποθέσεων αλλά και αρκετά άλλα.
Συνεπώς, απαντώντας, θα εστίαζα τον προβληματισμό μου περισσότερο σε όλα αυτά που προανέφερα, διευκρινίζοντας βέβαια ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνον σε νέους δικηγόρους, αλλά καταλαμβάνει όλο το ηλικιακό φάσμα της δικηγορίας.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχετε μπροστά σας ως επαγγελματικός κλάδος τα επόμενα χρόνια;
Θεωρώ ότι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, είναι η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας. Ομολογώ ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, υπάρχει όμως μπροστά μακρύς δρόμος. Επί παραδείγματι, η μερική σήμερα δυνατότητα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των υποθέσεων, ηλεκτρονικής υποβολής δικογράφου, λήψης ψηφιακού πιστοποιητικού, λήψης ψηφιακού αντιγράφου απόφασης και πολλές άλλες δυνατότητες ψηφιακής πρόσβασης, είναι σαφέστατα στη σωστή κατεύθυνση. Μένει όμως να επεκταθούν σταδιακά στο σύνολο των υπηρεσιών. Αναμφίβολα οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν και πρέπει να επιταχύνουν τις σχετικές διαδικασίες, εξασφαλίζοντας με κάθε απαραίτητο τρόπο την ταυτόχρονη προσαρμογή των μελών τους στα νέα δεδομένα.
Σας ευχαριστώ πολύ κ. Τσάτσαρε.
Κι εγώ σας ευχαριστώ κ. Ράιδο γι’ αυτή τη συζήτηση.