Δώδεκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που η 15χρονη τότε Μυρτώ, δέχτηκε φρικτή επίθεση στην Πάρο όπου βρισκόταν για διακοπές μαζί με την μητέρα της. Ήταν 22 Ιουλίου 2012 όταν η έφηβη τότε Μυρτώ βγήκε για μια βόλτα μόνη της, με την μητέρα της να την βρίσκει ώρες μετά άγρια χτυπημένη με πέτρες και κακοποιημένη, πεταμένη σε βράχια.
Η υπόθεση είχε σοκάρει το πανελλήνιο με τον δράστη να ισχυρίζεται στο δικαστήριο πως αρχικά της επιτέθηκε για να της κλέψει το κινητό.
Όλα αυτά τα χρόνια, η μητέρα της, Μαρία Κοτρώτσου, δεν έχει φύγει στιγμή από το πλευρό της κόρης της και καθημερινά δίνει της δική της μάχη.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 12 ετών από τη μέρα της άγριας επίθεσης η κ. Κοτρώτσου έγραψε το εξής μήνυμα στο facebook:
12 χρόνια από τότε…. 12 χρόνια και ακόμη δεν συνήθισα την νέα σου εικόνα… 12 χρόνια που μου λείπουν τα ζουζουνίσματα σου, η φωνή σου, η ενεργητικότητα σου.
Κάθε χρόνος που περνάει βαραίνει περισσότερο την ψυχή μου, γιατί απομακρύνομαι από την υλοποίηση του θαύματος που κρατάει την ελπίδα μου ζωντανή. Σαν μια φλόγα που στην αρχή φουντώνει, αλλά όσο περνάει η ώρα αρχίζει να χαμηλώνει, μέχρι να σβήσει.
Απ’ την άλλη πλευρά, κάθε χρόνος είναι ακόμη 365 μέρες που είμαι μαζί σου, που βλέπω το χαμόγελό σου, που νιώθω την ανάσα σου, την ζεστασιά σου… και αυτό είναι ευτυχία! γιατί μου έχει δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία! Μα αυτό που με στεναχωρεί πιο πολύ απ’ όλα είναι ότι ο χρόνος περνάει χωρίς εσύ να τον ζεις όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας σου… και ήδη έχουν περάσει 12 χρόνια που δεν τα έζησες …
Και στο τέλος θα μιλάω για την ζωή που δεν έζησες. Γι αυτό θέλω να κάνω για σένα οτιδήποτε μπορεί να σου δώσει μια γεύση ζωής. Θα σε πηγαίνω όπου μπορώ να βλέπεις τι κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι, να γεύεσαι έστω μια μικρή μικρή γωνία από το πιάτο της ζωής, και ας μην συμμετέχεις όπως θα έπρεπε στα 27 σου χρόνια, και ας σκίζεται η καρδιά μου που κοιτάς από μακριά την ζωή των συνομιληκών σου, ενώ εσύ εισαι καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό ΚΑΡΟΤΣΙ, χωρίς να μπορείς να τρέξεις να χαρείς να μιλήσεις, ενώ εγώ εκείνη την ώρα σκέφτομαι: άραγε τι νοιώθει τώρα? Υποφέρει? Χαίρεται που έστω βλέπει? και συνάμα να ακούω : “μπράβο για το κουράγιο σας”.
Δεν έχω παραπάνω κουράγιο από κανέναν! Το μέσα μου κανείς δεν το ξέρει, αλλά θέλω να σου δίνω χαρά, ελπίδα, δύναμη, γι’ αυτό προσπαθώ! Και θα προσπαθώ. Όσο μπορώ και όσο αντέχω! Ίσως πάλι όλο αυτό να είναι ένας ευσεβής πόθος, αφού η ζωή είναι τόσο περίπλοκη και τόσο πολύπλοκη και φεύγει τόσο γρήγορα!»