Στο καλαίσθητο φωτογραφικό λεύκωμα «Φωτομνήμες που μας ταξιδεύουν…», το οποίο κυκλοφόρησε αρχές του περασμένου Οκτωβρίου από το Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου, η ομορφιά του νησιού δεσπόζει σε κάθε σελίδα. Οι εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συμπεριλήφθηκαν στην έκδοση από τον καπετάνιο Γιάννη Παρίση, αποτυπώνουν με τρόπο μοναδικό τη ζωή στη Σκιάθο τις περασμένες δεκαετίες. Ο απόμαχος ναυτικός, ο οποίος είναι πρόεδρος του Μουσείου, με το λεύκωμα που ετοίμασε με περίσσιο μεράκι έπειτα από πολύχρονη προσπάθεια, διέσωσε μία εικόνα της Σκιάθου που χάθηκε για πάντα. Η φιλόδοξη εκδοτική προσπάθεια του 79χρονου Σκιαθίτη, πέρα από το ότι αποτυπώνει την ιδιαιτερότητα της γενέτειράς του, μοιάζει με το εισιτήριο για μία νοσταλγική περιπλάνηση στο παρελθόν του νησιού.

Ο καπεταν-Γιάννης Παρίσης με το λεύκωμα ανά χείρας, έχει κάθε λόγο να καμαρώνει πως «ζωντανεύει» την ιστορία της Σκιάθου

Αξιομνημόνευτος είναι ο μόχθος που κατέβαλε ο Γιάννης Παρίσης για τη συγκέντρωση, την αξιολόγηση και τη μελέτη του πολύτιμου φωτογραφικού υλικού, το οποίο στις 300 περίπου σελίδες του βιβλίου χωρίστηκε σε 14 θεματικές ενότητες. Εντούτοις, ο συνταξιούχος καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού, ο οποίος στα νιάτα του «όργωσε» τις θάλασσες όλου του κόσμου, αποζημιώθηκε με το παραπάνω από το τελικό αποτέλεσμα. Ο αυθεντικός τρόπος ζωής των Σκιαθιτών με βασικό σημείο αναφοράς την άρρηκτη σχέση τους με τη θάλασσα, που όμως υπέστη την αναπόφευκτη αλλοίωσή του από το πέρασμα του χρόνου, αποτυπώνεται σε κάθε σελίδα του λευκώματος.
Ο κ. Παρίσης συνταίριαξε υπομονετικά το υλικό, που ως επί το πλείστον προέρχεται από συντοπίτες του και έχτισε ένα μοναδικό χρονικό της γενέτειράς του, έχοντας πλήρη συναίσθηση του καθήκοντος που ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Γι’ αυτό και κάθε φωτογραφία έχει να διηγηθεί τη δική της ξεχωριστή ιστορία, με τον πρόεδρο του Ναυτικού Μουσείου Σκιάθου, να αντλεί πολλά στοιχεία και από τα δικά του βιώματα και αναμνήσεις, αναμειγνύοντας το προσωπικό με το συλλογικό.
Άλλοτε με νοσταλγία και άλλοτε με συγκίνηση για τη Σκιάθο που χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα, μια και η ζωή στο νησί από τη Μεταπολίτευση και μετά χάραξε άλλη «ρότα», ο καπετάν-Γιάννης αφήνει μία πολύτιμη παρακαταθήκη στον τόπο του. Έναν τόπο ευλογημένο, με σπουδαία ιστορία, που περιβάλλεται από τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και τα οποία έχουν ποτίσει με την αρμύρα τους τις ζωές των ανθρώπων.

Τα ξύλα στα ναυπηγεία του νησιού ρίχνονταν πρώτα στη θάλασσα για να «ψηθούν»

«Κρυμμένος θησαυρός» τα επιστολικά δελτάρια –
Η αιχμαλωσία στα «Κύματα»
Η μεγάλη ποικιλία από παλιές καρτ-ποστάλ, πολλές από τις οποίες χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα, παραδίδει στους αναγνώστες σπάνιες εικόνες του νησιού. Οι φωτογραφίες από τα επιστολικά δελτάρια με προέλευση το αρχείο του Νίκου Μαστρογιάννη, ενός συλλέκτη από τα Λεχώνια, δίκαια θεωρούνται ανεκτίμητες. «Πρόκειται για σπάνια ντοκουμέντα, που αποκτούν επιπλέον αξία από το γεγονός ότι αυτές οι εικόνες ταξίδεψαν εκτός Ελλάδας. Οι περισσότερες φωτογραφίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Παρίσης.
Τα «Κύματα» ήταν ένα παλιό καφενείο, το οποίο αποτυπώνεται σε μια καρτ-ποστάλ του 1916. Λειτούργησε για πολλές δεκαετίες στον χώρο του λιμανιού και ξυπνάει πικρές αναμνήσεις στον Σκιαθίτη πλοίαρχο, με πρωταγωνιστές τον πατέρα του και έναν αδίστακτο αξιωματικό της Βέρμαχτ που τρομοκρατούσε τις Σποράδες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχε το παρατσούκλι «Μιλιούνης» από τα… μιλιούνια των λιρών που αποσπούσε από τους ντόπιους.

Το κοιμητήριο της Σκιάθου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό όριο της Χώρας και μοιάζει να αγναντεύει τη θάλασσα

«Στα «Κύματα» επί Κατοχής υπήρξα αιχμάλωτος, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν εκεί όσους Σκιαθίτες συνέλαβαν, ως αντίποινα για την απαγωγή του Γιόζεφ Άντλερ. Το καλοκαίρι του ’44 ήμουν τεσσάρων ετών. Εμένα με είχε στην αγκαλιά του ο πατέρας μου. Έπειτα με παρέδωσαν στη μάνα μου και τον πατέρα μου τον σκότωσαν πίσω από το καφενείο. Θεοδόση τον έλεγαν και ήταν γεννημένος το 1896. Ήταν ράφτης στο επάγγελμα. Είχε το ραφτάδικο κοντά στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. «Όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει». Αυτό συνέβη με τον πατέρα μου, που πολεμούσε οκτώ χρόνια και τελικά δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς στον ίδιο του τον τόπο. Έφυγε με τους Βαλκανικούς και γύρισε πίσω το 1922, έχοντας πολεμήσει και στο μικρασιατικό μέτωπο. Στο λεύκωμα έχω μάλιστα μία κάρτα, που την έστειλε στον παππού μου, με δικά του γράμματα, όταν συνελήφθη ο Τούρκος διοικητής της Αδριανούπολης από τους Έλληνες τον Ιούλιο του 1920, κατά την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης», είπε ο κ. Παρίσης, για να συμπληρώσει συγκινημένος: «Η φωτογραφία που απεικονίζει τα «Κύματα» με πικραίνει. Το να μεγαλώσεις χωρίς πατέρα δεν είναι ό,τι καλύτερο. Τότε σκότωσαν εννιά άτομα. Άλλους τους έπνιξαν μεσοπέλαγα, στη διαδρομή από Σκιάθο προς Θεσσαλονίκη. Τον Άντλερ δεν τον έπιασαν τυχαία οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η διαταγή είχε έρθει από το στρατηγείο των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή. Ο Άντλερ είχε τους χάρτες των ναρκοπεδίων του Βορείου Αιγαίου. Κρατούσε τους δρόμους της θάλασσας. Από το Πήλιο, λοιπόν, βρέθηκε στη Μέση Ανατολή με διαταγή των Εγγλέζων. Τους έδωσε αυτά που έπρεπε και δεν δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματα που έκανε. Κι έζησε μια χαρά. Κάποιες φορές έτσι γράφεται η Ιστορία…».

Πριν από μισό και πλέον αιώνα έτσι ήταν η οδός Παπαδιαμάντη, το «ποτόκι», όπως αποκαλούσαν κάποτε οι ντόπιοι τον χείμαρρο που διερχόταν από εκεί και είχαν χτίσει πέτρινα γεφύρια για τη διέλευσή τους

Η Παναγία Κουνίστρα και ο Παπαδιαμάντης
Η ιερά μονή της Παναγίας Εικονίστριας βρίσκεται 12 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στη δυτική Σκιάθο. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες με φωτογραφίες από το μοναστήρι, ο πρόεδρος του Ναυτικού Μουσείου Σκιάθου έφερε στη θύμησή του μία ενδιαφέρουσα διήγηση για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και την εικόνα της Παναγίας Κουνίστρας, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι: «Όπως όλες οι Σποράδες, έτσι και η Σκιάθος μέχρι τον 19ο αιώνα θεωρείτο παραμεθόρια περιοχή. Απέναντι στα δύο μίλια ο Πλατανιάς ήταν τούρκικη επικράτεια. Γι’ αυτό και δεν είχαμε πολλές επαφές με τον Βόλο μέχρι που απελευθερώθηκε το 1881. Διοικητικά μέχρι τότε οι Σποράδες ανήκαν στον Νομό Ευβοίας, κάτι που άλλαξε με την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Ομοίως και εκκλησιαστικά η Σκιάθος ανήκε μετά στη Μητρόπολη Δημητριάδος, μέχρι που τον Δεκέμβριο του 1908 συνέβη ένα σημαντικό γεγονός. Την εποχή εκείνη κι ενώ ο Παπαδιαμάντης είχε επιστρέψει στη Σκιάθο ήρθε ο μητροπολίτης Γερμανός Μαυρομμάτης από τον Βόλο και θέλησε να πάρει μαζί του την εικόνα της Παναγίας Κουνίστρας, που είναι πολιούχος στο νησί. Έγιναν βίαια επεισόδια για να αποτραπεί η παραχώρηση της εικόνας στον δεσπότη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν από τους υποκινητές. Σφόδρα τοπικιστής, άλλωστε. Έτσι, το 1909 μας απέβαλε η Μητρόπολη Δημητριάδος από τις τάξεις της και έκτοτε υπαγόμαστε στη Μητρόπολη Χαλκίδας».

Το λιάσιμο των σύκων. Μία διαδικασία που λάμβανε χώρα κάθε Αύγουστο, ώστε τον χειμώνα να υπάρχει επάρκεια σε αποξηραμένα σύκα

Ο αγγλικός στόλος και «Ο νεκρός ταξιδιώτης»
Η προέλευση πολλών φωτογραφιών από το αρχείο του αγγλικού στόλου έχει τη δική της εξήγηση. «Στη Σκιάθο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και μέχρι αρχές του 1950, σε ετήσια βάση επισκεπτόταν το νησί ο βρετανικός στόλος της Μεσογείου. Αποβιβάζονταν στο νησί και μεθούσαν στις εξόδους τους. Έπειτα τους πετούσαν λιπόθυμους μέσα στις ακάτους, που τους μετέφεραν από τα πλοία τους, όπως με τους Αμερικανούς του 6ου στόλου, όταν έβγαιναν στην Τρούμπα», θυμήθηκε ο κ. Παρίσης, ενώ όταν το βλέμμα του έπεσε σε μία φωτογραφία του 1935, που τράβηξε ένας Άγγλος αξιωματικός και απεικονίζει το νεκροταφείο, είπε: «Το Κάστρο εγκαταλείφθηκε μετά την προσάρτηση του νησιού στο ελληνικό κράτος. Το 1829 οι Σκιαθίτες εγκατέλειψαν το Κάστρο και επέστρεψαν στη σημερινή πόλη της Σκιάθου. Αρχές της δεκαετίας του 1830 έγινε και το κοιμητήριο. Η Μαρούλα Κλιάφα, μία συγγραφέας από τα Τρίκαλα, το θεωρεί ως ένα από τα πιο γραφικά του κόσμου. Από κάτω είναι η θάλασσα. Οι νεκροί ακούνε τον φλοίσβο των κυμάτων. Οι Εγγλέζοι έβγαζαν συχνά φωτογραφίες το νεκροταφείο».
Καθώς η συζήτηση για το κοιμητήριο καλά κρατούσε, ο νησιώτης καπετάνιος μνημόνευσε για μία φορά ακόμη τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για τον «Νεκρό ταξιδιώτη», ένα συγκλονιστικό διήγημα που έγραψε πριν από 110 χρόνια ο σπουδαίος Σκιαθίτης λόγιος: «Η ιστορία που διηγήθηκε είναι 100% αληθινή και συνδέεται άμεσα με την οικογένειά μου. Ο παππούς μου, ο Γιάννης του Σταματάκη, ήταν ο ιδιοκτήτης του σκάφους που βούλιαξε στο Στόμιο. Ο αδερφός του ήταν πλήρωμα και πνίγηκε. Τον έφερε η θάλασσα ακριβώς κάτω από το κοιμητήριο και μάλιστα την ημέρα που επέστρεφε ο ζωντανός αδερφός στο νησί. Λες και το είχε τάμα. Ο Παπαδιαμάντης το συνδυάζει έτσι».

Ο κεντρικός δρόμος του νησιού γεμάτος με βαρέλια ελαιόλαδου

Αγνώριστη φαντάζει πλέον η Σκιάθος
Η μελέτη των 600 περίπου ασπρόμαυρων φωτογραφιών του λευκώματος, εύλογα δημιουργεί την ανάγκη σύγκρισης του παρελθόντος με το παρόν. Ο Γιάννης Παρίσης είναι κατηγορηματικός για τις αλλαγές που επήλθαν στη φυσιογνωμία του νησιού: «Αν υπήρχε η δυνατότητα να πάρεις κάποιον από τη δεκαετία του ’50 και τον μετέφερες στο σήμερα, τι θα αναγνώριζε; Απολύτως τίποτα. Μπορεί κάποιες γειτονιές προς την Παναγία τη Λιμνιά να μη γκρεμίστηκαν, όμως η πόλη, οι παραλίες, οι εξοχές, έχουν αλλοιωθεί στο 100%. Μιλάμε για άναρχη δόμηση, κακής αισθητικής. Αυτή είναι η αλήθεια. Οι φωτογραφίες από το ανατολικό λιμάνι είναι τρανό παράδειγμα. Μόλις έβγαινες από την πόρτα του σπιτιού σου, έπεφτες στη θάλασσα. Αυτό δυστυχώς η Χούντα το χάλασε. Έκανε το καινούριο λιμάνι. Σε σύγκριση με την Αλευκάντρα, τη λεγόμενη «Μικρή Βενετία» στη Μύκονο, που θεωρείται και αξιοθέατο, της Σκιάθου ήταν πιο γραφικό. Όλα τα σπίτια ήταν καπετανόσπιτα. Όπως του Επιφανιάδη, ο οποίος ήταν ο πιο πλούσιος άρχοντας στη Σκιάθο. Με το μπάζωμα χάσαμε τη γραφικότητα».

Τα καρνάγια που χάθηκαν
Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, έχει πολλές αναμνήσεις από τα καρνάγια που υπήρχαν στη γενέτειρά του, χωρίς όμως να παραβλέπει ότι η τέχνη των Σκιαθιτών καραβομαραγκών «έσβησε» άδοξα: «Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα ναυπηγείο στο νησί. Το τελευταίο καρνάγιο που υπήρχε, ήταν του Τζουβελέκη. Όμως ο προ-προηγούμενος δήμαρχος, ο Πλωμαρίτης, έβαλε μία μπουλντόζα και ό,τι κατάλοιπο υπήρχε, το σάρωσε. Ακριβώς κάτω από το νεκροταφείο. Στις Πλάκες ένα μικρό ναυπηγείο, που το περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα», των Μαθηναίων ήταν. Ο Γρηγόρης Καρταπάνης ανέφερε αρκετά για τα σκιαθίτικα καρνάγια στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό. Τα μεγαλύτερα ναυπηγεία ήταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το αεροδρόμιο. Σ’ εκείνη την παραλία. Εκεί έφτιαχναν τα μεγάλα σκάφη. Ένα άλλο ξακουστό ναυπηγείο, ήταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το εστιατόριο «Καρνάγιο». Σ’ αυτό ειδικά φτιάχτηκαν προπολεμικά δύο αριστουργήματα, που είναι διατηρητέα σκάφη. Δύο περάματα, η «Φανερωμένη», που είναι σε άριστη κατάσταση και σήμερα ανήκει σε κάποιον Νίκο Ρηγινό και το «Ελένη Π.», που το πήρε το ναυτικό μουσείο της Ύδρας, μια και για πολλά χρόνια εξυπηρετούσε εκεί την τροφοδοσία του νησιού με νερό, αλλά έχω την εντύπωση πως πλέον κατέρρευσε.
Θυμάμαι τα ξύλα στη θάλασσα, που τα βουτούσαν για να μαλακώσουν. Υπάρχει τέτοια φωτογραφία στο λεύκωμα. Τα πεύκα τα έκοβαν στη Σκιάθο, έφερναν όμως και από την Εύβοια. Κυρίως κυπαρίσσια. Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι φωτογραφίες από τις καθελκύσεις πλοίων. Όταν έπεφταν στη θάλασσα τα σκαριά για πρώτη φορά, ερχόταν πάντοτε πολύς κόσμος. Επάνω στα μεγάλα καράβια ανέβαιναν οι πιτσιρικάδες. Τους έβαζαν επίτηδες να τρέχουν πλώρα-πρύμνα συνέχεια, για να «πάρει» το καΐκι, να ξεκινήσει η καθέλκυση. Ιδιαίτερα στα μεγάλα ναυπηγεία τα νερά δεν ήταν πολύ βαθιά, δυσκολευόταν αρκετά.
Το τελευταίο μεγάλο πλοίο που έγινε στη Σκιάθο και είχα την ευτυχία να ξεκινήσω και την καριέρα μου, ήταν το «Άγιος Γεώργιος», ένα καραβόσκαρο 250 τόνων. Τέτοια σκάφη τον 19ο αιώνα έφταναν μέχρι την Αμερική, αλλά μετά την εξέλιξη της ναυσιπλοΐας περιορίστηκαν στις θαλάσσιες μεταφορές εντός της επικράτειας.
Εγώ πρώτη φορά μπήκα μέσα το 1960, ως τζόβενο, όπως λέγεται ο πρωτόμπαρκος ναύτης καταστρώματος. Τότε ήμουν 20 ετών, δεν είχα πάει ακόμη φαντάρος. Έμεινα τέσσερις μήνες στο «Άγιος Γεώργιος», ένα δίμηνο ακόμη σε άλλο πλοίο, το «Παναγία Κορφινή» και μετά μπαρκάρισα στο εξωτερικό μέχρι το 1991, που βγήκα στη σύνταξη».

Η Δέσποινα Χειμώνα, σε νεαρή ηλικία, με την παραδοσιακή σκιαθίτικη φορεσιά, την οποία έβαλε για τις ανάγκες της ταινίας που γυρίστηκε στο νησί το 1960

Το πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίστηκε στο νησί
Η πρώτη εμφάνιση των τεσσάρων τροχών στη Σκιάθο χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950. Οι φωτογραφίες με σαμαρτζήδες, αλλά και πλανόδιους με τα υποζύγιά τους, μαρτυρά πολλά για την εποχή που προηγήθηκε της κυριαρχίας των αυτοκινήτων. «Το 1952, όταν τελείωσα το Δημοτικό, πήγα στη Σκόπελο κι έδωσα εξετάσεις για το γυμνάσιο. Στο νησί δεν λειτουργούσε εκείνη την εποχή, είχε αναστείλει τη λειτουργία του. Η μάνα μου μ’ έστειλε τότε σε μία θεία μου στον Πειραιά, για να φοιτήσω στο 3ο Γυμνάσιο. Με μία ψαροπούλα πήγα μέχρι τη Στυλίδα και μετά με το τρένο, την πόστα, έφτασα στην Αθήνα. Εκεί όμως ξελογιάστηκα με τον Ολυμπιακό. Μέναμε δίπλα στο παλιό Ποδηλατοδρόμιο, το οποίο είχε γκρεμιστεί για να φτιαχτεί το «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Ο Ολυμπιακός εκεί έκανε τις προπονήσεις. Κι εγώ έτρεχα από πίσω. Δαρίβας, Μουράτης, Ρωσίδης, Θεοδωρίδης, Κοτρίδης, Τότε «παντρεύτηκα» τον Ολυμπιακό και δεν πέρασα την τάξη. Δεν πήγαινα σχολείο. Όλη ημέρα ήμουν εκεί και η μάνα μου την επόμενη χρονιά μ’ έστειλε γυμνάσιο στη Σκόπελο. Πάντως, το 1952 στον Πειραιά αντίκρισα και τα πρώτα αυτοκίνητα στη ζωή μου. Πιο πριν, ένα όχημα είχα δει όλο κι όλο στη Σκιάθο. Ένα ημιφορτηγό Ford Pickup, που ανήκε σ’ έναν Σκιαθίτη, που τον αποκαλούσαμε «Αμερικάνο», γιατί είχε ζήσει πολλά χρόνια στις ΗΠΑ. Όταν γύρισε, θέλησε να χτίσει ένα σπίτι στο νησί. Το έφερε με το καΐκι. Το ανέβασαν επάνω με το βίντσι. Αυτό ήταν το 1951, το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε στο νησί. Μας άρεσε πολύ. Η μυρωδιά της βενζίνης, που καιγόταν. Τρέχαμε από πίσω. Μόλις σταματούσε, πηδούσαμε στην καρότσα. Κατέβαινε ο «Αμερικάνος», μας έδιωχνε», εξομολογήθηκε με χαμόγελο ο κ. Παρίσης.

Η Σκιάθος στο σελιλόιντ
Το 1960 ο κινηματογραφιστής και φωτογράφος Wolf Suschitzky βρέθηκε στο νησί της Σκιάθου, όπου γύρισε την ταινία μικρού μήκους «Ο Μιχάλης της Σκιάθου». Ο Suschitzky, ο οποίος γεννήθηκε στη Βιέννη, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μετανάστευσε στη Μεγάλη Βρετανία, έκανε τα γυρίσματα για λογαριασμό της πετρελαϊκής εταιρείας BP. Την ταινία, που ο πρωτότυπος τίτλος της στην αγγλική γλώσσα είναι «Mikhali», σκηνοθέτησε ο John Ingram, ενώ τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης. «Κάθε πλάνο αφηγείται και μια ιστορία, την οποία ο επισκέπτης καλείται να εμπλουτίσει με την φαντασία του», υπογράμμισε ο συνταξιούχος ναυτικός, ενώ έπειτα τον λόγο πήρε η σύζυγός του, κ. Δέσποινα Χειμώνα, η οποία θυμήθηκε τη συμμετοχή της στην ταινία: «Ο πατέρας μου λειτουργούσε το πρατήριο της BP στη Σκιάθο. Το 1960 ήρθε η εταιρεία με ένα αγγλικό συνεργείο και θέλησε να κάνει το ντοκιμαντέρ. Με πήραν με τη σκιαθίτικη φορεσιά, που είχα από τη γιαγιά μου, με είχαν στήσει σ’ ένα σημείο και περίμεναν να φυσήξει και να ανεμίσει το μαντιλάκι που είχα, μέχρι να πετύχει η λήψη που ήθελε ο σκηνοθέτης».

Τα επαγγέλματα στο νησί
Στο παρελθόν οι περισσότεροι Σκιαθίτες, όπως ήταν φυσικό, ζούσαν από τη θάλασσα. «Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, έχω τον εκλογικό κατάλογο του 1871, ο οποίος σε μία στήλη δείχνει τα επαγγέλματα. Κάθισα και μέτρησα τους εγγεγραμμένους. Το 45% των ανθρώπων στη Σκιάθο, και πάνω, ήταν ναυτικοί και περίπου το 20% καραβομαραγκοί. Τα 2/3 του πληθυσμού είχαν να κάνουν με τη θάλασσα», τόνισε ο κ. Παρίσης.
Ένα μεγάλο μέρος του λευκώματος, το οποίο αξίζει τον κόπο να αναφερθεί ότι είναι αφιερωμένο στον Χρήστο Χειμώνα, παρουσιάζει τα επαγγέλματα των στεριανών. Φωτογραφίες από αγροτικές εργασίες δείχνουν μία διαφορετική άποψη της ζωής των Σκιαθιτών. Όπως για παράδειγμα, με το λιάσιμο των σύκων: «Κάποτε κάναμε και εξαγωγή σύκων. Πλέον η καλλιέργεια χάθηκε, ο κόσμος έχει τώρα άλλες ασχολίες. Τα έβαζαν πάνω σε καλαμιές, να αερίζονται από κάτω, και τα γυρίζαμε με το χέρι, τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα. Το σύκο έπρεπε να λιάζεται απ’ όλες τις πλευρές, μετά τα ζεματίζαμε και τα τοποθετούσαμε σε κασάκια με φύλλα δάφνης, για να τα έχουμε τον χειμώνα. Αυτό γινόταν παραδοσιακά κάθε Αύγουστο», είπε ο Σκιαθίτης πλοίαρχος, για να συμπληρώσει: «Παλιότερα στο νησί είχαμε επάρκεια σε πολλά προϊόντα. Ακόμη και στάρι, ενώ φρούτα και λαχανικά δεν έλειπαν. Υπήρχαν άνθρωποι που καλλιεργούσαν. Βέβαια, πιο παλιά ήταν διαφορετική και η διατροφή μας. Κρέας τρώγαμε 4-5 φορές τον χρόνο. Ήταν ακριβό, δεν έφερναν ζώα από αλλού, μα δεν τα έσφαζες κι εύκολα. Τα είχες για παραγωγή, για το γάλα. Το κρέας δεν ήταν βασική τροφή. Τότε καταναλώναμε πολύ ψάρι, ήταν και πάμφθηνα. Έδινες ένα κιλό λάδι στον ψαρά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Μικρασιάτες και σου έδιναν ένα κιλό μπαρμπούνια. Τότε υπήρχαν οι ανταλλαγές».
Μνεία έκανε και για την καλλιέργεια της ελιάς, αναφέροντας δύο φωτογραφίες. «Σε μία απεικονίζεται ένας δρόμος, γεμάτος με δεκάδες βαρέλια, που θα γέμιζαν με ελαιόλαδο. Ποιος να τη δει και να το πιστέψει. Και μία άλλη ιδιαίτερη φωτογραφία, είναι σ’ ένα λιοτρίβι το 1967. Εκείνη τη χρονιά η σοδειά ήταν πολύ μεγάλη. Και μέχρι τις 21 Απριλίου πατούσαν ελιές. Εντελώς συμπτωματικά κάποιος σκέφτηκε να γράψει την ημερομηνία και ήταν τότε που έγινε το πραξικόπημα…».

Η αποθέωση του Σεφέρη
Οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, πνευματικά τέκνα της Σκιάθου, εξύψωσαν στα γραπτά τους τον τόπο τους. Όμως, εξίσου αποθέωσε τις ομορφιές της Σκιάθου και ο Γιώργος Σεφέρης. Η φωτογραφία του νομπελίστα ποιητή το 1930 στο Κάστρο είναι ιδιαίτερη, με τον Σεφέρη να γράφει εκτενώς για τη Σκιάθο στις «Μέρες», το ιδιωτικό-καλλιτεχνικό του ημερολόγιο. «Επισκέφτηκε το νησί το καλοκαίρι του ’30. Μάλιστα, του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο Σωτήρης Σταμέλος ή Τζαχείλας. Η οικογένειά του είχε έρθει από τη Νάουσα στη Σκιάθο, όταν οι Τούρκοι «πάτησαν» την πόλη το 1822. Εδώ είχε αλλάξει το επίθετό του σε Σταμέλος», κατέληξε ο Γιάννης Παρίσης, ο οποίος έκλεισε την κουβέντα με την ευχή να κυκλοφορήσει σύντομα και ο δεύτερος τόμος του λευκώματος, αφού στην κατοχή του έχει ακόμη πλούσιο φωτογραφικό υλικό, το οποίο σε κάθε περίπτωση αξίζει τον κόπο να δημοσιευθεί.

Χριστόφορος Σεμέργελης

Περισσότερα Εδω