Ένας χρόνος συμπληρώνεται αύριο από τη μέρα που ο «κακός» του ελληνικού κινηματογράφου Ανέστης Βλάχος έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κενό και σκορπώντας θλίψη τόσο στην οικογένειά του όσο και σε όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Με αφορμή τη συμπλήρωση του ενός χρόνου από τον θάνατό του, ο εγγονός του Ανέστης θέλησε να τιμήσει τη μνήμη του κάνοντας μια μακροσκελή ανάρτηση στον λογαριασμό του στο facebook και δημοσιεύοντας μερικά από τα μηνύματα που έλαβε για τον παππού του τα οποία μαρτυρούν την ποιότητα του χαρακτήρα και της ψυχής του.
Διάβασε παρακάτω ολόκληρη την ανάρτηση του εγγονού του Ανέστη Βλάχου
Την Τρίτη, 23 Αυγούστου 2022, συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημέρα που ο Ανέστης Βλάχος έφυγε απ’ αυτή τη ζωή για την όντως ζωή. Σκεφτόμουν όλες αυτές τις ημέρες, πως θα μπορούσα να σκιαγραφήσω το προφίλ αυτού του ανθρώπου, βγαίνοντας από το στενό πλαίσιο της συγγενικής σχέσης.
Ήρθε στο νου μου τότε η πληθώρα συγκινητικών μηνυμάτων, που είτε είχαν αποδέκτη εμένα, είτε κάποιο άλλο πρόσωπο της οικογενείας μας, είτε αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο εις μνήμη του. Έτσι, με σεβασμό πάντοτε στην ιδιωτικότητά τους, προτίμησα ν’ αφήσω τους συντάκτες τους να μιλήσουν εκείνοι για το πρόσωπό του και για το πώς βίωσαν εκείνοι την επαφή μαζί του. Πάρα πολλά τα μηνύματα, πάμπολλες οι αναφορές. Δεν ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και να δημοσιευτούν όλα, αν και θα το ήθελα κάποια στιγμή να γίνει.
Σταχυολόγησα λοιπόν κάποια κατά την ταπεινή μου κρίση και τ’ αναρτώ όπως απεστάλησαν ή δημοσιεύτηκαν, χωρίς μετατροπές. Δεν χρειάζεται ρετουσάρισμα ο καρδιακός λόγος. Εις ό,τι με αφορά, θ’ αρκεστώ στους στίχους του Φίλιππου Γράψα, από ένα τραγούδι που έγραψε για τον Στέλιο Διονυσίου, με αφορμή το πέρασμα στην αιωνιότητα του πατέρα του δευτέρου, Στράτου: «Κι εγώ πάνω στα χνάρια του σε δύσκολη πορεία, με όνομα βαρύ σαν ιστορία». Αιωνία σου η μνήμη!
Τα μηνύματα:
«Όταν ήμουν ταχυδρόμος και είχα την περιοχή της Πλατείας Βικτωρίας, κάθε μέρα τον έβλεπα και πάντα είχε να πει μια καλή κουβέντα για μένα. Με κέρναγε πορτοκαλάδα και ήξερα την ώρα που θα τον βρω στο γωνιακό καφενείο. (Ήθελα κι εγώ να του μιλάω)».
«Κάναμε γυρίσματα στη Κόνιτσα για μια ταινία, κάθε μέρα ψώνιζε τρόφιμα, ρούχα κ. α. και τα πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα στους δεκάδες κρατούμενους Αλβανούς (ήταν το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης). Γύριζε πάντα με τα μάτια υγρά. Άνθρωπος!!!».
«Θυμάμαι τον Ανέστη Βλάχο διευθυντή στην κατασκήνωσή μου! Τον φοβόμουν τόσο, που ούτε που πλησίαζα τη γραμματεία. Μέχρι, που μια μέρα, βγαίνοντας από την πισίνα, ανακαλύπτω πως μου έχουν κλέψει τις σαγιονάρες. Άρχισα να κλαίω ασταμάτητα, με λυγμούς και να ζητάω τη μαμά μου. Τότε εκείνος γλυκός και τρυφερός, ήρθε να με ηρεμήσει, με πήγε αγκαλιά μέχρι τη γραμματεία και μου χάρισε ένα άλλο ζευγάρι. Από τότε τον αγάπησα και πήγαινα κάθε πρωί να τον καλημερίσω Ακόμα θυμάμαι τα μουσταρδί παντοφλάκια… Καλό ταξίδι υπέροχε… κακέ!».
«Καλημέρα. Συλλυπητήρια για τον εξαίρετο παππού σου! Μια ανθρώπινη όσο και τρυφερή ιστορία για τον παππού που πρέπει να γνωρίζεις! Για χρόνια πήγαινα τα παιδιά μου στην κατασκήνωση του Δήμου Αθηναίων. Εκεί βρήκα και τον παππού σου, κ. Ανέστη Βλάχο. Κάποια ημέρα έπιασε φωτιά εκεί κοντά… Δύο τη νύχτα έφτασα εκεί (εργαζόμουν σε εφημερίδα τότε και πήγα αφού σχόλασα), αναστατωμένη και αποφασισμένη να άρω τον πρώτο σε ηλικία γιό μου που ήταν εκεί. Ο άλλος μικρότερος ακολούθησε κι αυτός τον ίδιο δρόμο για τις κατασκηνώσεις του Δήμου. Μίλησα με τον θυρωρό κι αμέσως εμφανίστηκε ο κ. Ανέστης… ξάγρυπνος παρακολουθούσε την πορεία της φωτιάς σε παρακείμενη περιοχή… Μιλήσαμε και όλος τρυφερότητα μου είπε: Μανούλα, δεν θα σου τον δώσω, δεν θα τον αναστατώσω, δεν θα τον ξυπνήσω. Όμως, θα έλθεις μέσα μαζί μου, να πιούμε καφεδάκι να σε κεράσω πρωϊνό, να μείνουμε μαζί ξάγρυπνοι και θα σε ξεναγήσω στην περίφραξη της κατασκήνωσης να δεις την πυροπροστασία που έχουμε! Όντως, έμεινα έκθαμβη: σε πολύ κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο, υπήρχαν πυροσβεστικά με το ανάλογο πλήρωμα… καθώς και σχεδόν ΟΛΟ το προσωπικό της κατασκήνωσης περιπολούσε μη τυχόν και πεταχτεί από μακριά κάποιο κουκουνάρι και πιάσει φωτιά η κατασκήνωση!!! Και ο εξαίρετος, τρυφερός και γλυκός κ. Ανέστης, όταν είδε πως ησύχασα και ξεκίνησα να φύγω μου είπε: είδες μανούλα, προστατεύουμε τα παιδιά καλύτερα από τα δικά μας!!! Θεωρώ πως όφειλα να σε ενημερώσω για αυτή την τρυφερή σκηνή που διαδραματίστηκε μεταξύ εμού και του κ. Ανέστη κάποια χρονιά μεταξύ του 1978-80!!!! Ευχαριστώ και καλό του Παράδεισο…».
«Με την αγάπη των Αθηναίων δημοτών, εξελέγη πρώτος σε σταυρούς δημοτικός σύμβουλος, με τον αείμνηστο Δήμαρχο Αθηναίων Δημήτρη Μπέη. Ο Ανέστης Βλάχος, ως Αντιδήμαρχος για το Πράσινο, για δύο τετραετίες, έβαλε τη σφραγίδα του στην Αθήνα και πέτυχε να τον μνημονεύουν 4 δεκαετίες αργότερα, κάτοικοι και δημοσιολογούντες, χωρίς να έχει βρεθεί ακόμα κάποιος να τον ξεπεράσει σε όραμα και ελπίδα. Καλό δρόμο να έχεις».
«Ο Ανέστης Βλάχος ανήκε σε μια γενιά Ελλήνων που ήξερε ότι η δουλειά φέρνει προκοπή και ότι στην τεμπελιά και στην ρουφιανιά αξίζει μόνον περιφρόνηση».
«Τέτοιοι άνθρωποι δεν χάνονται ποτέ. Όταν η ελληνική κοινωνία ξαναγυρίσει στις αρχές και τις αξίες που αποστάτησε ο κινηματογράφος θα προβάλει συνέχεια τον Ανέστη που εκπροσωπούσε όλες τις πτυχές μιας κοινωνίας που αγωνίζονταν να αναστηθεί από τις ίδιες της τις στάχτες. Άξιος και αθάνατος».
«Ο Ανέστης ανήκε στην μετεμφυλιακή γενιά που ανδρώθηκε στα δύσκολα χρόνια, που αγωνιζόταν να επιβιώσει ψάχνοντας για δουλειά, πάλευε για περισσότερη Δημοκρατία, ήθελε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη σε ακηδεμόνευτη Πατρίδα. Ήταν αυτή η περήφανη άδολη γενιά των Λαμπράκηδων, του 114…. κι ο Ανέστης ήταν ένας από αυτούς. Μετά την μεταπολίτευση και την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ το 74 ερχόταν συχνά στον Άγιο Δημήτριο να δει τον πατέρα μου (ήταν από του πρώτους εργοδότες του και συνοδοιπόρους του), για συμβουλές, για υλικά, για υπεργολαβίες και πολλή πολιτική κουβέντα, μου έλεγε…
«Γαμβρούλη, κάτσε μαζί μας να μάθεις πως με τον Αντρέα θα αλλάξουμε την Ελλάδα, θα κάνουμε περήφανους Έλληνες». Στις 21 Απριλίου του 1975, όταν με είδε πιτσιρικά κρεμασμένο πάνω στην μάνδρα (είχαμε πάει ως Γυμνάσιο) απέναντι από την Αμερικάνικη πρεσβεία μου ‘πε «Γαμβρούλη το ξέρει ο πατέρας σου, θα μας χτυπήσουν, φύγε για το σπίτι γρήγορα…»
Την άλλη ημέρα ήρθε από το μαγαζί δήθεν για να φέρει εισιτήρια στον θεατρόφιλο πατέρα μου, πιο πολύ από ενδιαφέρον για εμένα μετά τα επεισόδια. Παράμερα με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή του με ρωτά «σε χτύπησαν; Το ξέρει ο πατέρας σου; συμφώνησε;»
Δεν με χτύπησαν, μην ανησυχείτε, δεν του κρύβω τίποτα… Από τότε όταν κι όπου συναντιόμαστε είχαμε μια σχέση αλληλοεκτίμησης που κράτησε μέχρι το 2004, όσο ζούσε ο πατέρας μου, μετά χαθήκαμε ως σύντροφοι, όπως πολλοί και πολλά άλλα. Μετά το συνέδριο του 1996 ερχόταν στην εργασία μου στην Α’ Κεφαλαίου στην Λυκούργου να με δει. Έμαθα από τον Μυτιληνιό καφετζή ότι πήγαινε στο Δημαρχείο που στέκονταν οι ελαιοχρωματιστές για αναζήτηση δουλειάς και βοηθούσε παλιούς γνωστούς του, γεροντάκια, από το υστέρημά του».
«Καλημέρα ήθελα να σας πω πως ο παππούς σας μου έσωσε την ζωή στην Ύδρα. Θα πνιγόμουν. Από ψηλά με είδε και φώναξε να με βοηθήσουν. 1977 θα ‘ταν. Ήμουν με την σχολή μου εκεί. Πάντα το συζητώ γιατί από τότε δεν μπορώ να το ξεπεράσω μια και τρελαίνομαι για μπάνιο».
«Είχα τη χαρά και την τιμή να έχω πολλές και συχνές φιλικές, συντροφικές συναντήσεις και συνομιλίες μαζί του. Αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη γιατί τη θεωρούσε ότι έχει μια ανεπιτήδευτη λαϊκότητα, σαν κι αυτή που κι ο ίδιος επιθυμούσε για τον εαυτό του. Μου έλεγε: “Λευτέρη, οι ρόλοι του “κακού” δείχνουν σε όλους πόσο σημαντικό είναι το Ενάρετο” (και – σκέφτομαι- ότι στους ηθοποιούς, νέους και μεγαλύτερους, έδειχναν πόσο μεγάλο ταλέντο ήταν ο ίδιος) !!».