Από το 2018 που Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Σεβασμιότατος κ. Ιερώνυμος (κατά κόσμον Παναγιώτης Νικολόπουλος) διεξάγει μια επιτυχημένη πορεία ως αρχηγός της Ιεροσύνης στην πόλη της Λάρισας, με έντονη δραστηριότητα και παρεμβάσεις σε ζητήματα της τοπικής κοινωνίας.
Απόφοιτος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Ιστορία του Δικαίου (Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο) από το Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν, γνώστης τεσσάρων ξένων γλωσσών, είναι ένας μορφωμένος και κυρίως έξυπνος και ετοιμόλογος άνθρωπος, ο οποίος αφενός δε διστάζει να ορθώσει ανάστημα με το δημόσιο λόγο του και αφετέρου διακρίνεται για το χιούμορ του και το επικοινωνιακό του ταλέντο.
Ο Σεβασμιότατος μιλά στο onlarissa.gr για την παιδική του ηλικία, την οικογένειά του, για άγνωστες πτυχές της ζωής του και την απόφασή του να ασχοληθεί με την Ιεροσύνη. Παράλληλα, τοποθετείται πάνω σε θέματα της επικαιρότητας και διαχρονικά ζητήματα της πίστης. Μιλά για τον ιδιότυπο αντικληρικαλισμό που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία τον οποίο αποκαλεί μια «ειδική μορφή ρατσισμού».
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Σεβασμιότατε, μέχρι να μπείτε στους κόλπους της Εκκλησίας, το 1997 σε ηλικία 26 ετών, πως θα περιγράφατε τη ζωή σας, την παιδική σας ηλικία και την οικογένειά σας; Ποια η σχέση σας με την Εκκλησία πριν την υπηρετήσετε;
Δόξα τω Θεώ, γεννήθηκα σε μια οικογένεια όπου κυριαρχούσε η αγάπη και η προθυμία των μελών της να συνδράμουν ο ένας τον άλλον. Κυρίαρχο πρόσωπο των παιδικών μου χρόνων, η γιαγιά, η μητέρα της μητέρας μου, παλαιά δασκάλα και διευθύντρια του δημοτικού σχολείου στη Μύκονο, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Από μικρό με έμαθε να διαβάζω και να αγαπώ τα βιβλία. Μεγάλωσα με ξαδέλφια μέσα στο σπίτι, καθώς έρχονταν από το χωριό για να σπουδάσουν ή να βρούν εργασία κι έτσι έμεναν μαζί μας για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Με τον τρόπο αυτό δεθήκαμε και ισχύει αυτό που λέμε ευρύτερη οικογένεια.
Ο πατέρας μου, δικηγόρος, κι η μητέρα μου, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, έβαζαν πάνω από όλα την μόρφωση και το ήθος των παιδιών τους. Ποτέ δεν λυπήθηκαν χρήματα για ο,τι είχε σχέση με μόρφωση, βιβλία, κλπ. Η Εκκλησία ήταν πάντα παρούσα. Από τις παιδικές προσευχές μέχρι τους κυριακάτικους εκκλησιασμούς, το κατηχητικό και τις χριστιανικές ομάδες, η ζωή είχε παντα νόημα, ελπίδα και προοπτική. Στην Ενορία μας, τον Άγιο Ελευθέριο Πεδίου Άρεως, υπηρετούσαν πάντα προβεβλημένοι Κληρικοί των Αθηνών με ουσιαστικό λόγο και έργο, γι’ αυτό και ήταν Ενορία εμβληματική.
Πότε αρχίσατε να σκέφτεστε να ασχοληθείτε με την Ιεροσύνη και πως το αποφασίσατε;
Δεν άρχισα ποτέ να σκέφτομαι την Ιερωσύνη. Η προοπτική ήταν πάντα μέσα μου. Δεν θυμάμαι περίοδο της ζωής μου που να μην το θεωρούσα δεδομένο ότι θα γίνω Κληρικός. Ή θα έβαζα το ράσο ή θα πέθαινα.
Θρήνησα την διάλυση της Κ.Ν.Ε. μετά την κατάρρευση των Κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, γιατί εξαιτίας της ιδεολογικής αντιπαράθεσης έμαθα Θεολογία.
Σπουδάσατε Νομική και εν συνεχεία φοιτήσατε στη Θεολογική Σχολή. Πως ήσασταν ως φοιτητής; Ενεργό μέλος της φοιτητικής κοινότητας και της κοινωνικής ζωής της νεολαίας όπως την έχουμε συνηθίσει ή πιο αποστασιοποιημένος και εσωστρεφής;
Με το που μπήκα στην Νομική Σχολή τον Σεπτέμβριο του 1989 ξεκίνησα να δραστηριοποιούμαι στην Ενορία μου ως Κατηχητής. Θυμάμαι το έγγραφο αναθέσεως έργου Κατηχητή υπογεγραμμένο από τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Σεραφείμ, το οποίο μου επέδωκε ο τότε υπεύθυνος Ιερεας νεότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και νυν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος. Ταυτόχρονα με παρεκάλεσαν κι ανέλαβα κατηχητικό και στη γειτονική Ενορία της Κοιμήσεως Θεοτόκου Τουρκοβουνίων. Αυτά τα Σάββατα, γιατί τις Κυριακές είχα ενεργή ανάμειξη στις χριστιανικές νεανικές ομάδες του Συλλόγου Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Δράσεως «Ο Μέγας Βασίλειος». Όλα αυτά σήμαιναν φοβερή προετοιμασία για την διδασκαλία, την οργάνωση εορτών, εκδρομών, το καλοκαίρι κατασκηνώσεων κλπ.
Ταυτόχρονα ενταγμένος στη Χριστιανική Φοιτητική Δράση (Χ.Φ.Δ.) και την Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (Σ.Φ.Ε.Β.Α.), όπου συντόνιζε τα πράγματα η σπουδαία προσωπικότητα του μακαριστού Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού.
Αυτά σήμαιναν συμμετοχή σε όλα τα συλλαλητήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Σ.Φ.Ε.Β.Α. για τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών και εναντίον του καθεστώτος Χότζα, εναντίον του Νόμου Τρίτση για την ανάμειξη του Κράτους στη διοίκηση της Εκκλησίας, έντονους διαλόγους στο Πανεπιστήμιο, ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά και σεβασμός στον όποιο διαβασμένο απέναντι. Ταυτόχρονα βαθιές φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα κι έχουν ξαφνιάσει στην πορεία της ζωής. Για παράδειγμα όταν ήμουν συνυπεύθυνος σε φοιτητικό Κύκλο Μελέτης Αγίας Γραφής το 1992, γνώρισα ως φοιτητή τον τότε Κωνσταντίνο Ιατρού, ο οποίος σήμερα ως π. Κύριλλος πλέον, είναι ο Ιεροκήρυκας της Ιεράς μας Μητροπόλεως.
Τι δεν ξέρει το ευρύ κοινό από την προσωπική σας πορεία που θα προκαλούσε έκπληξη;
Δεν ξέρω τι προξενεί έκπληξη στο ευρύ κοινό.
Πάντως εν όψει και των προηγουμένων, αλλά και της τεράστιας τεχνολογικής εξέλιξης, έχουν αλλάξει οι εποχές ιδίως στα πανεπιστήμια, γι’ αυτό και τρομάζω με αυτό που συναντώ σήμερα.
Για παράδειγμα, θρήνησα την διάλυση της Κ.Ν.Ε. μετά την κατάρρευση των Κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, γιατί εξαιτίας της ιδεολογικής αντιπαράθεσης έμαθα Θεολογία. Έπρεπε να πηγαίνω διαβασμένος σε πολλά για να μπορώ να αντικρούσω τα πλέον απίθανα. Τότε στα αμφιθέατρα γίνονταν δυναμικές συζητήσεις και δεν τολμούσες να λάβεις τον λόγο αν δεν ήσουν διαβασμένος. Οι ΔΑΠίτες έπαιζαν στα δάχτυλα από αρχές Κεϋνσιανισμού μέχρι κοινωνικό φιλελευθερισμό, οι ΠΑΣΠίτες ήξεραν με κάθε λεπτομέρεια τα διάφορα σοσιαλιστικά συστήματα ανά τον κόσμο και ασκούσαν και κριτική, άσε οι ΚΝίτες. Σήμερα οι φοιτητικές παρατάξεις είναι για να οργανώνουν μόνο πάρτυ και να μοιράζουν τα φοιτητικά πάσα.
Όταν διαλύθηκε η Κ.Ν.Ε. έσπευσα να καταλάβω ένα μεγάλο ταμπλώ που είχε στον πρώτο όροφο της νομικής κι έβαζα άρθρα από το περιοδικό της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης και από το περιοδικό της Πειραικής Εκκλησίας, που τότε είχε μεγάλη δυναμική. Το ίδιο ταμπλώ ήθελε να το πάρει κι η Δ.Α.Π., η οποία μου δημιουργούσε προβλήματα, οπότε αναγκάστηκα να καταφύγω στα «μεγάλα μέσα». Ένα από τα ενεργά στελέχη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ήταν παλιά μαζί μου στο Κατηχητικό, η δε μητέρα του άνθρωπος της Εκκλησίας. Μόλις του εξήγησα τι πρόβλημα είχα… προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει. Έτσι, ένα διάστημα, το ταμπλώ της Εκκλησίας στη νομική το φύλαγαν οι αναρχικοί!
Μετά από τρία χρόνια στην Λάρισα, πως σας φαίνεται η πόλη και οι Λαρισαίοι; Ποια η δυναμική της Λάρισας; Ποια τα «προτερήματα» και ποια τα «ελαττώματα» των Λαρισαίων;
Σοβαρά τώρα; Έχουν ελαττώματα οι Λαρισαίοι;
Πόσο ενεργή και πόσο ουσιαστική βρίσκετε τη σχέση των Λαρισαίων με την εκκλησία; Στο παρελθόν, την πόλη απασχόλησαν μεγάλες αντιπαραθέσεις που αναπτύχθηκαν σε μέρος του ποιμνίου της σχετικά με τους Μητροπολίτες και πρόσφατα είχαμε μεγάλες αντιδράσεις στο πρόσωπό σας από πιστούς αντιεμβολιαστές…
Μια βασική διευκρίνιση. Άλλο τα γεγονότα των ετών 1989-1996 κι άλλο τα τωρινά.
Τότε υπήρχε μια φοβερά αγαθή διάθεση για την Εκκλησία, γι’ αυτό κι η μαζικότητα στις εκδηλώσεις. Άλλο το ότι κάποιοι ελάχιστοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, εκμεταλλεύθηκαν την καλή διάθεση των πολλών και έκαναν ακρότητες, οι οποίες δυσφήμισαν την πόλη και τον λαό της κι έκαναν μέχρι και τον μακαριστό Προκάτοχό μου Θεολόγο να αντιδράσει και να καταδικάσει τέτοιες συμπεριφορές. Αποτέλεσμα αυτών των ακροτήτων ήταν οι πολλοί να απογοητευτούν και να είναι έκτοτε διστακτικοί προς ο,τι εκκλησιαστικο.
Ως προς τα τωρινά, όχι και «μεγάλες αντιδράσεις» οι 48 έξω από το επισκοπείο, οι οποίοι μετά τα σοκολατάκια έγιναν 30 κι οι οποίοι μετά τις ευχαριστίες για την διαφήμιση και το χαμόγελο εξαφανίστηκαν… Ιδίως, όχι «πιστοί»! Αποδεδειγμένα εκτός Εκκλησίας η συντριπτική πλειοψηφία. Τα έχουμε ξαναπεί… Εγώ στην Λάρισα εισπράττω πολλή αγάπη και μεγάλο σεβασμό. Τρέμω μήπως δεν επαρκέσω και δεν ανταποκριθώ στην εμπιστοσύνη των ανθρώπων.
Έχετε τραβήξει πάνω σας τα βλέμματα του κόσμου και του Τύπου, σε πανελλήνιο επίπεδο, με τη θέση σας για τους εμβολιασμούς και με εν γένει με το δημόσιο λόγο σας. Είναι θέμα χαρακτήρα ή οπτικής για το πως πρέπει να ασκείται η Ιεροσύνη;
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Τα ίδια έλεγα πάντα και ήμουν ευτυχισμένος που μπορούσα και εφάρμοζα το «λάθε βιώσας». Απλά τα Μέσα Ενημέρωσης έπεσαν επάνω μου, καθώς οι αγαπητοί μου αντιεμβολιαστές με διαφήμισαν και τώρα η ταλαιπωρία μου είναι να προσπαθώ να αποφεύγω τα φώτα της δημοσιότητας και τις συνεντεύξεις.
Η Ιερωσύνη άσκείται μόνο θυσιαστικά. Γι’ αυτό όποιος δεν είναι έτοιμος να κακοπάθει για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, να υβριστεί, να προπηλακιστεί, να συκοφαντηθεί, ακόμη και να χύσει το αίμα του για την Πίστη και την αλήθειά της, τότε δεν κάνει για το ράσο. Όποιος νομίζει ότι θα γίνει Κληρικός κι οι άνθρωποι θα του λένε μπράβο, μάλλον πρέπει να ξυπνήσει γιατί κοιμάται βαθειά. Υπάρχει ένας ιδιότυπος αντικληρικαλισμός στην ελληνική κοινωνία κι αυτό είναι ειδική μορφή ρατσισμού.
Ποιος ο ρόλος της Εκκλησίας σε εποχές κρίσης όπως η περίοδος της πανδημίας που διανύουμε;
Ποιος ο ρόλος της Εκκλησίας πάντα; Αν ξέρεις, ή καλύτερα βιώνεις, το γιατί υπάρχει η Εκκλησία, τότε η ερώτηση αυτή είναι περιττή. Αν δεν το ξέρεις, η όποια απάντηση είναι μάταιη.
Τι σας ενοχλεί περισσότερο με τον τρόπο που ασκείται η Ιεροσύνη στην Ελλάδα;
Η εξ αρχής κακή διάθεση ορισμένων εναντίον των Κληρικών. Ο,τι και να κάνουμε, κάποιοι δεν παραδέχονται τίποτε κι επιμένουν να βλέπουν φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν.
Σοβαρά τώρα; Έχουν ελαττώματα οι Λαρισαίοι;
Στο βιβλίο «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» στο οποίο περιλαμβάνονται οι οχτώ επιστολές δημόσιας αλληλογραφίας που αντάλλαξαν μεταξύ τους ο Ουμπέρτο Έκο και ο Καρδινάλιος Κάρλος Μαρία Μαρτίνι, όπως αυτές δημοσιεύτηκαν από τη σειρά Μονοπάτια που εγκαινίασε στις 22-3-1995 το ιταλικό περιοδικό Liberal, οι δύο άνδρες συνομιλούν για θέματα που άπτονται της επαναθεμελίωσης του σύγχρονου ανθρώπου και διαχρονικά ζητήματα της πίστης. Η δημόσια αλληλογραφία ανάμεσα στον Καρδινάλιο και τον φιλόσοφο και συγγραφέα προκάλεσαν μεγάλη απήχηση στο κοινό και τον Τύπο και εν συνεχεία παρεμβάσεις από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Πιστεύετε ότι τέτοιοι δημόσιοι διάλογοι έχουν «χώρο» στην Ελλάδα; Πόσο ανάγκη τους έχουμε στη σύγχρονη κοινωνία;
Συνήθως αποφεύγω να σχολιάζω θέματα που αφορούν στους Ρωμαιοκαθολικούς γιατί είναι θρησκευτικό σύστημα και όχι Εκκλησία. Πάντως στο βιβλίο που μνημονεύσατε, ο διάλογος ήταν μεταξύ δύο συνειδητών Ρωμαιοκαθολικών που εκπροσωπούσαν διαφορετικά ρεύματα εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τίθενται αντίστοιχοι παράμετροι. Έπειτα ο διάλογος ίσως να ήταν και λίγο σικέ…
Όσο για την Ελλάδα, πως να αποκτήσουν χώρο τέτοιοι διάλογοι, όταν τα ποσοστά όσων διαβάζουν έστω αθλητικά, είναι…
Πώς βλέπετε τελικά το μέλλον της Εκκλησίας στην Ελλάδα;
«Πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄,18). «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.» (Ἑβρ. ιγ΄,8). (σ.σ. Η πρώτη ρήση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου που σημαίνει ότι ο Άδης, δηλαδή το σκότος, δε θα υπερισχύσει της Εκκλησίας. Η δεύτερη περιλαμβάνεται στην ιγ’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Εβραίους, στους οποίους λέει πως ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος πάντοτε, δεν αλλάζει, ο ίδιος ήταν στο παρελθόν, ο ίδιος είναι τώρα και ο ίδιος θα είναι στους απέραντους αιώνες).
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
*Ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Ιερώνυμος (κατά κόσμον Παναγιώτης Νικολόπουλος) είναι Έλληνας μητροπολίτης στην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου της Eκκλησίας της Ελλάδος από το 2018.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971, με καταγωγή από την Ηλεία και τη Μύκονο.[3] Είναι απόφοιτος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Έχει αποκτήσει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Ιστορία του Δικαίου (Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο) από το Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν. Ομιλεί την ελληνική, αγγλική, γερμανική, ολλανδική και τουρκική γλώσσα.
Εκάρη μοναχός στις 7 Δεκεμβρίου 1997 στην Ιερά Μονή Αντινίτσης Φθιώτιδος και διάκονος επτά μέρες αργότερα. Στις 6 Δεκεμβρίου 2000, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Λαμία και αυθημερόν χειροθετήθηκε σε Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε σε διάφορες ενορίες της Λαμίας και της Αθήνας, όπως επίσης και ως γραμματέας στην Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος, την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και την Εκκλησία της Ελλάδος. Υπήρξε μέλος διαφόρων συμβουλίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και εθελοντής παραγωγός στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος.