To 1971 στην Πλατεία Ταχυδρομείου και συγκεκριμένα στο υπόγειο των 220 τ.μ. της Ασκληπιού 25 ανοίγουν οι Στάλες, η ντίσκο στο κέντρο της πόλης που λειτούργησε μέχρι το 1984 προσφέροντας στη νεολαία της εποχής στιγμές αξέχαστης διασκέδασης.

Νονά της διάσημης ντισκοτέκ ήταν η Κάκια Χαλίμαγια, η οποία είχε ζωγραφίσει στο χώρο κάποιες σταγόνες και έτσι εμπνεύστηκε και το όνομα. Το υπόγειο της Ασκληπιού ήταν γεμάτο με κουπέ των 14 ατόμων στα οποία κάθονταν τρεις, μπορεί και πέντε παρέες οι οποίες στο τέλος της βραδιάς κατέληγαν ως μία. Το εντυπωσιακό όμως στοιχείο του μαγαζιού ήταν η πίστα, η οποία ήταν φωτιζόμενη με πλακάκια από πολυεστέρα τα οποία αναβόσβηναν σε 1100 διαφορετικά φωτορυθμικά σχέδια ανάλογα με τη μουσική· κάτω από την πίστα έτρεχαν 3,5 χιλιόμετρα καλώδια για να υποστηρίξουν το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα…

Είναι η εποχή που στα κέντρα διασκέδασης της πόλης βγαίνουν αγόρια και κορίτσια και η πολιτική του ιδιοκτήτη της Θέμη Μητσιούλη είναι να μην επιτρέπεται η είσοδος σε αγόρια που δεν συνοδεύονταν από κοπέλες. Όλο αυτό γινόταν για να προστατευτούν τα κορίτσια από πειράγματα των αγοριών. Έτσι νιώθανε μεγαλύτερη ασφάλεια και οι γονείς που συχνά φέρναν και παίρναν τα παιδιά τους από τις Στάλες, αν και δεν ήταν σπάνια τα περιστατικά πατεράδες και μάνες – και με νυχτικά και ρόμπες – να μπαίνουν μέσα και τα ψάχνουν στην πίστα για να βρουν τις κόρες τους!

Για να αντιμετωπιστεί η αυστηρότητα των γονιών της εποχής σχετικά με την διασκέδαση των παιδιών τους, οι Στάλες άνοιγαν καθημερινά στις 6 το απόγευμα και μέχρι τις 7 το αργότερο είχαν γεμίσει. Τις καθημερινές είχε μέτριο κόσμο, αλλά τα Σαββατοκύριακα γινόταν ένας απίστευτος χαμός· ερχόταν κόσμος και από τα γύρω χωριά. Οι Στάλες δε, καθιέρωσαν το concept «ντίσκο… μετά την εκκλησία» καθώς κάθε Κυριακή οι πόρτες άνοιγαν στις 10:30 και μετά τον καθιερωμένο για την εποχή εκκλησιασμό ο νεαρόκοσμος κατέβαινε τα σκαλοπάτια και τις μέρες με ηλιοφάνεια για ένα δύο λεπτά μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια στο ημίφως, έβλεπε κανείς μόνο σκοτάδι…

Οι Djs που έπαιξαν στις Στάλες ήταν ο Σωτήρης Παπαναστασίου, που στη συνέχεια άνοιξε την ντίσκο Atomic, ο Σπύρος Βούλγαρος, ο Γιώργος Τζίκος και ο Βασίλης Βάιλας, ο οποίος πρωτόπαιξε στο μαγαζί στα δεκαπέντε του μετά από προσπάθειες να πείσει τον Θέμη Μητσιούλη να τον εμπιστευτεί λέγοντας την χαρακτηριστική ατάκα «άσε να πεθάνω πάνω στα πικάπ». Παίζανε μέχρι τις 12:30 ντίσκο και ποπ ξένα και ελληνικά – τραγούδια που πολλές φορές ακουγόταν για πρώτη φορά στις Στάλες, μια και πολύς κόσμος, κυρίως φοιτητές, στέλνανε στον Θέμη Μητσιούλη τα καινούργια δισκάκια που κυκλοφορούσαν, αλλά συχνά αργότερα ξεκινούσαν τα λαϊκά ελληνικά· μέχρι τσάμικο έχουν χορέψει οι Λαρισαίοι στις Στάλες

Ο Θέμης Μητσιούλης με τη σύζυγό του Άσπα, οι οποίοι γνωρίστηκαν στις Στάλες, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, μου περιγράφουν τι έγινε όταν αποφάσισαν να βάλουν προτζέκτορα μέσα στο μαγαζί που τραβούσε βίντεο και πρόβαλε live την εικόνα σε μια μεγάλη οθόνη. «Αρχικά, είμασταν προβληματισμένοι για το αν θα αρέσει στον κόσμο ή όχι. Την πρώτη βραδιά που θα λειτουργούσε, ανακοίνωσα στον κόσμο ότι θα τραβηχτεί βίντεο και όσοι δεν θέλουν να κατέβουν από την πίστα, αλλά δεν κουνήθηκε κανείς· προφανώς κανείς δεν ήξερε τι σημαίνει βιντεοσκοπώ… Όταν άρχισε η προβολή, όλοι τρελάθηκαν και φώναζαν μας παίρνει η κάμερα! Κάθε φορά δε, που έμπαινε το “Born to be alive” γινόταν χαμός από φωνές και χορό.

Οι Στάλες υπό την διεύθυνση του Θέμη Μητσιούλη λειτούργησαν μέχρι το 1984 και μετά το μαγαζί το πήραν ο Βασίλης Βάιλας με τον Τάσο Μπλέκο.

Δείτε φωτογραφίες:

Εύη Μποτσαροπούλου

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω