Με ένα μακροσκελές κείμενο, η Ελένη Ψυχούλη συγκλονίζει για το πώς σώθηκε από την κακοκαιρία Daniel που «έπνιξε» το χωριό της, την Πλατανιά Πηλίου και κατέστρεψε τις περιουσίες τόσων ανθρώπων.
Η συγγραφέας και δημοσιογράφος γαστρονομίας αναφέρει στην Athens Voice ότι δάκρυσε βλέποντας το χωριό της από μακριά, όταν πια έφτασε στο Βόλο με το πλοίο που πήγε να τους πάρει. Κατά την άφιξή τους στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας, τούς έδωσαν μακαρόνια με κιμά και νερό και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της στην πόλη που εξακολουθεί να μην έχει νερό.
Ειδικότερα, η Ελένη Ψυχούλη γράφει: «Όταν σφύριξε το «Ελισάβετ» που θα μας έσωζε από την πηλιορίτικη καταστροφή για να μας πάει Βόλο, είχε ένα θλιβερό ψιλόβροχο πάνω από τα συντρίμμια. Λίγο ένιωσα κάτι από την καταστροφή της Σμύρνης. Το ανέβασμα από την ανεμόσκαλα, πάνω στο πλοίο απρόσμενη συνάντηση με τον αδελφό μου και δεκάδες γνωστούς που είχαν περισωθεί από άλλες παραλίες.
Καθώς το καράβι αποπλέει, κοιτάμε από μακριά το εγκαταλειμμένο χωριό, με τους λιγοστούς του πια κατοίκους που έμειναν να το ανασυντάξουν όπως όπως. Όλοι αγκαλιαζόμαστε, δακρύζουμε. Οι πονεμένες προσωπικές ιστορίες διαρκούν όσο οι 4 ώρες από ένα μαγικό ταξίδι, που το βιώσαμε σαν κρουαζιέρα, μετά από τόση φρίκη. Το νερό, μπορεί να ‘ναι εχθρός, μπορεί και ένα θεσπέσιο θαλασσινό τοπίο.
Οι δυο όψεις της ζωής, όσο οι άνθρωποι του πλοίου μας αγκαλιάζουν στοργικά, μας δίνουν από ένα μπουκάλι παγωμένο νερό, το πιο ανεκτίμητο δώρο, ένιωσα σαν κακομαθημένη στάρλετ που της χαρίζουν διαμαντοσμαραγδένιο περιδέραιο. Στην άφιξη μας μοίρασαν μακαρόνια με κιμά αλλά όλοι πέσαμε στο ψωμί, φρέσκο και μαλακό, με μάτια γουρλωμένα, αναφωνώντας «έχει φρέσκο ψωμάκι!». Λεωφορεία περίμεναν για διαφορετικές διαδρομές, ξενοδοχεία κλείστηκαν για τους εκατοντάδες τουρίστες, όλα έγιναν με μια οργάνωση που θύμιζε Ελβετία».
Στη συνέχεια, η Ελένη Ψυχούλη σημειώνει: «Φτάνοντας σπίτι, σπίτι της πόλης, διαμέρισμα, με τοίχους ασφαλείς και ασανσέρ, η ταλαιπωρία μου καθρεφτίστηκε στον καθρέφτη του σαλονιού και με είδα 10 χρόνια πιο γερασμένη. Είχε φως, ναι. Ήπια στις 10 το βράδυ τον πρώτο μου εσπρέσο μετά από μέρες, μου πέρασε ο πονοκέφαλος της στέρησης, έφαγα και φαγάκι ζεστό που είχε μαγειρέψει η μανούλα. Η προσγείωση ήρθε όταν χρειαστήκαμε μια εξάδα νερά και η ταλαιπωρία ήταν τεράστια για να καταφέρουμε να πλύνουμε πιάτα και κατσαρόλες, καθώς και όταν ήρθε η στιγμή να πάμε στο μπάνιο – χωρίς νερό η πόλη 4 μέρες τώρα.
Ξυπνάω βρόμικη, πλέον δεν αλλάζω ούτε ρούχα, τα μαλλιά μου ούτως ή άλλως τα κρατά ντούρα η απλυσιά σαν το στερεότερο τζελ, βγαίνω να δω τι παίζει στον κόσμο την επόμενη μέρα. Οι δρόμοι του κέντρου δεν προδίδουν το φοβερό της υπόθεσης, τα μαγαζιά ακόμη κλειστά, στα καφέ της παραλίας τα τραπέζια γεμάτα από παππούδια, πού και πού κάποιο μαγαζί ανοιχτό, βρίσκεις στοιχειωδώς κάτι έτοιμο να φας γιατί στο σπίτι και να μαγειρέψεις πώς θα πλύνεις το νοικοκυριό;
Ξαφνικά μια αναταραχή, όλοι τρέχουν σε κάποιο σημείο, στήνομαι κι εγώ στην τεράστια ουρά, ο Δήμος μοιράζει νερά, 2 εξάδες στον καθένα, στα σούπερ μάρκετ δεν υπάρχει νερό. Σκηνές που θυμίζουν συσσίτιο πολέμου, ο στρατός επιστατεί γιατί πάντα κάπου υπάρχει ο εξυπνάκιας».