Ξεκίνησαν σήμερα Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο οι καταθέσεις μαρτύρων για την υπόθεση του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά.
Πρώτος κατέθεσε ο αστυνομικός που πρώτος μπήκε στο σπίτι της οικογένειας. “Όταν φτάσαμε στο σημείο είδαμε τη γειτόνισσα. Κρατούσε το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση και ακουγόταν ένας άντρας με πνιχτή φωνή και μας καλούσε σε βοήθεια. Το ένα παραθυρόφυλλο ήταν βγαλμένο στο πάτωμα. Όλα ήταν σαν ψαγμένα. Ακούσαμε τη φωνή να ζητά να ανέβουμε πάνω. Τότε είδαμε ένα μεγάλο σκυλί νεκρό να κρέμεται στην κουπαστή. Καταλάβαμε ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Οι άλλοι χώροι ήταν επίσης ακατάστατοι, μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο και είδαμε το κρεβάτι ευθεία μπροστά, το θύμα ξαπλωμένο μπρούμυτα, φαινόταν ότι ήταν νεκρή, και τον κατηγορούμενο αριστερά από το κρεβάτι, στο πάτωμα, δεμένος χειροπόδαρα, τα χέρια και τα πόδια μαζί ενωμένα” είπε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε:
“Είδαμε την κοπέλα δεμένη ήταν νεκρή. Ο κατηγορούμενος κάτω από το κρεβάτι. Ήταν δεμένος. Τα πόδια του δεμένα μεταξύ τους. Τα χέρια μεταξύ τους και όλα μαζί σε εμβρυακή στάση. Είχε ταινία στο στόμα και τα μάτια. Είδαμε το μωρό πάνω στο σώμα της μαμάς του. Η γυναίκα ήταν πισθάγκωνα. Πρώτα λύσαμε το λαιμό και τα χέρια και μετά πήρα το μωρό από πάνω της. Όταν λύθηκε ο κατηγορούμενος έκατσε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ακουμπάει τη γυναίκα σε κατάσταση να δει τι έχει συμβεί. Την κουνούσε και ρωτούσε αγάπη μου είσαι καλά; Έκανε κάποιες ενέργειες, έμοιαζε ότι βρισκόταν σε σοκ και μου ζήτησε να πάρει το μωρό αγκαλιά. Του το έδωσα. Οι κινήσεις του μας φαίνονταν άγαρμπες και κουνούσε το μωρό σαν κούκλα και προσπαθούσαμε να τον ηρεμήσουμε και να τον απομακρύνουμε“.
Ο αστυνομικός χαρακτήρισε περίεργη τη συμπεριφορά του 33χρονου που έμοιαζε σοκαρισμένος με την πρώτη ματιά, αλλά αργότερα όταν σκέφτηκε όσα εγιναν, υποστήριξε πως του έμοιαζε με θέατρο.
“Ήταν λίγο περίεργο. Είπαμε ότι ήταν πολύ σοκαρισμένος ή πολύ ψύχραιμος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια αντίδραση. Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του ή η έλλειψη αντίληψης κατάστασης. Θεωρήσαμε ότι είναι σε σοκ και δεν ήθελε να πάρει το παιδί αγκαλιά. Έπρεπε κάποιος να πάρει το παιδί. Μου ζήτησε λίγο χρόνο να πάρει τους γονείς του. Τους πήρε τελικά να έρθουν να το πάρουν” ανέφερε ο μάρτυρας και περιέγραψε τι αντίκρυσε φτάνοντας στο σημείο.
Πρόεδρος: Το παιδί είχε καταλάβει τι είχε συμβεί;
Αστυνομικός: Όχι δεν έκλαιγε ήταν σιωπηλό. Η γυναίκα ήταν δεμένη πισθάγκωνα με κάποιο ύφασμα και είχε περασμένο και ένα δεύτερο ύφασμα σαν ζακέτα. Όταν λύθηκε ο κατηγορούμενος έκατσε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να σκουντάει τη γυναίκα, σε κατάσταση ότι τι έχει συμβεί. Του είπαμε ότι έχει τελειώσει, είναι νεκρή. Έκανε κάποιες ενέργειες ότι βρισκόταν σε σοκ και ζήτησε να πάρει το μωρό αγκαλιά. Του το έδωσα αλλά επειδή οι κινήσεις του φαίνονταν άγαρμπες και κουνούσε το μωρό δεξιά αριστερά σαν κούκλα, σαν σε κατάσταση θρήνου, του το πήρα από τα χέρια.
Προέδρος: Δηλαδή πως ήταν;
Αστυνομικός: Είπαμε και με τους άλλους συναδέλφους, ότι είτε είναι πολύ σοκαρισμένος είτε είναι πολύ ψύχραιμος.
Πρόεδρος: Δηλαδή είδατε μια συμπεριφορά ακραία;
Αστυνομικός: Έχουμε ξαναδεί συγγενείς θυμάτων, δεν έχουμε όμως δει ξανά τέτοια αντίδραση.
Πρόεδρος: Τι σας έκανε εντύπωση δηλαδή;
Αστυνομικός: Η ψυχραιμία ή η έλλειψη αντίληψης της κατάστασης.
“Αρχίσαμε να συζητάμε αυτό που είδαμε και το πρώτο που συζητήσαμε είναι ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Το παράθυρο ήταν άθικτο, ήταν σαν να έχει βγει και αφεθεί στο πάτωμα. Στο ισόγειο υπήρχε μια κάμερα βγαλμένη και σπασμένη. Υπήρχε πληκτρολόγιο για συναγερμό, δεν ξέρω αν λειτουργούσε” ανέφερε.
Σχετικά με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο και τη συμπεριφορά του τη στιγμή που έφτασε η αστυνομία, σχολίασε: “Μας έκανε εντύπωση που είπε ότι πήρε τηλέφωνο με τη μύτη αφού ήταν δεμένος με τα χέρια μπροστά. Μας είπε ότι χτύπησε το κομοδίνο, έπεσε το κινητό και κατάφερε με τη μύτη να καλέσει την αστυνομία. Όταν το σκεφτήκαμε με ηρεμία ήταν σα να έπαιζε κάποιος θέατρο. Εκείνες τις στιγμές έμοιαζε σαν να μη καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Έμοιαζε σε κατάσταση σοκ. Δεν έκλαψε όταν του είπα ότι η γυναίκα του είναι νεκρή και μου ζήτησε να κρατήσει το μωρό“.
«Ένταση» μεταξύ Αναγνωστόπουλου και αστυνομικού – μάρτυρα
Μετά την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα ο κατηγορούμενος θέλησε να παρέμβει, τονίζοντας ότι είχε συνεχώς το παιδί του στην αγκαλιά του και του το παρέδωσε μόνο για δύο λεπτά, προκειμένου να κατέβουν με ασφάλεια τη σκάλα.
“Το περιστατικό είναι γραμμένο σε υψηλή ανάλυση στο κεφάλι μου. Εγώ είμαι αυτός που σας έφερα κάτι να βάλετε για να μην κρυώνετε και σας έφερα τα παπούτσια σας και σας έδωσα το τηλέφωνο για τους γονείς σας. Το μωρό δεν το πήρατε καθόλου στην αγκαλιά σας. Μετά ήρθε το ΕΚΑΒ αλλά δεν θυμάμαι ποιος το παρέδωσε” απάντησε ο μάρτυρας.
Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος σχολίασε ότι όταν ήρθε το ΕΚΑΒ ήταν στο περιπολικό με το παιδί. “Κατεβαίνοντας στις σκάλες και στρίβοντας το τελευταίο κομμάτι είπατε ότι δεν είχα καμία αντίδραση όταν είδα το σκυλάκι. Είτε δεν με είδατε, είτε ήταν άλλος συνάδελφος γιατί όταν το είδα το σκυλάκι μου με συγκράτησε. Περιγράφετε μια απάθεια που δεν ήταν έτσι” πρόσθεσε.
“Δεν είδα κάποια αντίδραση από εσάς. Εγώ δηλώνω την απάθεια και τη ψυχρότητα σε ένα τέτοιο σκηνικό και υποκειμενικά πως θα αντιδρουσα εγώ με ένα νεκρό σκύλο, τη νεκρή γυναίκα και το μωρό επάνω της” σχολίασε ο αστυνομικός.
“Αν αυτός ο άνθρωπος που είδατε ήταν σε κατάσταση σοκ που μόλις διαλύθηκε η ζωή μπροστά του;” ρώτησε ο κατηγορούμενος.