Μπορεί να πέρασε αρκετός καιρός, αλλά ακόμη κάνω τη σύνδεση ανάμεσα στην σημερινή μέρα, την Κυριακή του Πάσχα και το Tango…
Επί δώδεκα χρόνια, όπου και να ψήναμε το αρνί, το βράδυ θα πηγαίναμε στον Πλαταμώνα για να είμαστε εκεί όταν το Tango θα άνοιγε εγκαινιάζοντας την τρέχουσα καλοκαιρινή σεζόν. Η βραδιά του opening σταδιακά απέκτησε ένα έντονο συμβολισμό για τους Λαρισαίους που σηματοδοτούσε την αλλαγή της εποχής και την μετάβαση από τη χειμερινή νυχτερινή διασκέδαση στην θερινή, από την πόλη στη θάλασσα. Οι κρατήσεις ξεκινούσαν είκοσι μέρες πριν και η προσδοκία για το χαρακτηριστικό ραντεβού δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα κάθε φορά εκρηκτική.
Το Tango βέβαια, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία μόνο βραδιά. Ήταν ολόκληρο concept. Ήταν καλοκαίρια ολόκληρα μιας άλλης εποχής, ήταν απίστευτη διασκέδαση… Ήταν στέκι. Άνοιξε για πρώτη φορά στις 13 Μαΐου του 1995 και μεσουράνησε στον Πλαταμώνα μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007.
Ρεπορτάζ: Εύη Μποτσαροπούλου
Décor που θύμιζε club στο Παρίσι, αμπαζούρ με μεταξωτά υφάσματα, καναπέδες, κάδρα με χρυσές κορνίζες, Coco Chanel No5 στις τουαλέτες, μαξιλάρες και κεριά στο δρόμο, φρέσκα φρούτα σε ποσότητες, χαρτοπετσέτες να πετιούνται στον αέρα, Cesaria Evora και Μαρινέλα. Ο Αντώνης σε αυτή την “one man show” κατάσταση και μια λαοθάλασσα κόσμου να κλείνει κάθε βράδυ την χαρακτηριστική στροφή του δρόμου…
«Δούλευα ένα καλοκαίρι στη Ρόδο και εκεί υπήρχε ένα μαγαζί που λειτουργούσε με το ίδιο όνομα και βασίλευε η ελευθερία, ο αυθορμητισμός και η τρέλα. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα να δημιουργήσω ένα concept στον Πλαταμώνα με βασικό στόχο να προσφέρω χαρά. Ήθελα να μην προσαρμόσω το μαγαζί στις ανάγκες των πελατών, αλλά να δημιουργώ καινούργια πράγματα για τον πελάτη· ο πελάτης άλλωστε, για μένα, είναι η «Αυτού Μεγαλειότης»… Όταν δούλευα παλιότερα στον Πλαταμώνα είχα διαπιστώσει ότι υπήρχαν μεν μαγαζιά, αλλά λειτουργούσαν με συγκεκριμένο κόσμο. Εγώ ήθελα να κάνω ένα μαγαζί για όλους» μου εξηγεί πως ξεκίνησαν όλα ο Αντώνης Μακροβασίλης. Μιλά για την μεγαλύτερη «καψούρα» του όπως λέει χαρακτηριστικά, το «παιδί» της οικογένειας του.
Προφανώς, το Tango υπήρξε καψούρα και πολλών άλλων πλην του Αντώνη. Ήταν πάντα τόσος πολύς ο κόσμος, που δεν εξηγείται διαφορετικά. Επί σειρά ετών συγκεκριμένες παρέες είχαν τα ίδια τραπέζια ρεζερβέ. Τα Σαββατόβραδα δε, το πιο συνηθισμένο ήταν να ακούς τον Αντώνη να λέει «δυστυχώς δεν έχουμε ούτε τραπέζι, ούτε σκαμπό, ούτε σταντ». Υπήρχαν 477 θέσεις καθήμενων και θεωρητικά το μαγαζί χωρούσε άλλους 200 ορθίους. Υπήρξε δε βραδιά, που όλο το μαγαζί, και οι 477 θέσεις ήταν ήδη ρεζερβέ. Γινόταν επίσης διπλά και τριπλά ρεζερβέ κατά τη διάρκεια μιας νύχτας. Και ο κόσμος, παρόλο που δεν έβρισκε να καθίσει κάπου, παρέμενε εκεί και έπινε το ποτό στο δρόμο και τελικά το Tango εξυπηρετούσε περί τις 2000 άτομα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία όπου κάποιοι ένα βράδυ πήραν ένα τραπέζι και το έβαλαν στο δρόμο ανάμεσα στη λαοθάλασσα και η Τροχαία τους έκοψε πρόστιμο του ΚΟΚ για παράνομο παρκάρισμα!
Το μπαρ, όπως ήταν στημένο κατά μήκος των παραθύρων, δημιουργούσε μια αμεσότητα και μια εγγύτητα στο έξω και το μέσα. Το καλοκαίρι του 2000 με την ανακαίνιση που έγινε στο Tango, έγινε μια στροφή στη φιλοσοφία του μαγαζιού που εστίασε στον εσωτερικό χώρο. Ο κόσμος φαινόταν ότι προτιμούσε να βρίσκεται μέσα όταν ξεκινούσε το κέφι. Διαμορφώθηκε λοιπόν έτσι ο χώρος ώστε να υπάρχει μια lounge ατμόσφαιρα με την κατάλληλο φωτισμό και μουσική, που όταν η μουσική άλλαζε να μπορούσε να σε ξεσηκώσει.
Η μουσική στο Tango ήταν αδιαμφισβήτητα ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της επιτυχίας του.
Μουσικά το μαγαζί στήθηκε από τον Αντώνη μαζί με τον DJ Θοδωρή Ζιάκα, το γνωστό Teo. Πηγαίνανε σε άλλες πόλεις και ψάχνανε μουσικές που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού. Μουσικές που να περιέχουν διάφορα όργανα με φυσικούς ήχους… μπόγκο, κιθάρα, ακορντεόν, σαξόφωνο. Ο Teo έπαιξε Cesaria Evora που την ανακάλυψε σε ένα ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ2. Στο Tango έπαιξε ο DJ Γιώτης, πρώην ντραμίστας του Παύλου Σιδηρόπουλου, που είχε το δισκάδικο Rock 100 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλη ήταν και η εμπλοκή Μιχάλη Πανταρτζή από το Billboard. Την μουσική ταυτότητα του Tango συνέχισε ο Βασίλης Κανάκης.
Η απογείωση βέβαια στην ατμόσφαιρα του μαγαζιού ερχόταν όταν ξεκινούσε η ελληνική μουσική. Ο Αντώνης πήγαινε στα club των Αθηνών και σε ένα σημειωματάριο κατέγραφε τα ελληνικά τραγούδια που γινότανε μόδα στο Villa Mercedes για παράδειγμα και αλλού. Αυτό που όμως που κατάφερε να κάνει το Tango ήταν να επαναφέρει στη διασκέδαση των Λαρισαίων κομμάτια και τραγουδιστές του παρελθόντος.
Είναι κάποια κομμάτια δε, που έχουν συνδεθεί απόλυτα με το Tango… Άννα Βίσση με το «Όσο έχω φωνή» και το «Ο τελευταίος χορός», Αλέκα Κανελίδου με το «Πόσο γλυκά με σκοτώνεις», Μαρινέλα με το «Πάρτο φεγγάρι και κάντο βέρα μου» που είχε γίνει το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Μόλις το άκουγες, ήξερες τι θα ακολουθήσει… Γιάννης Πάριος με «Φταίμε κι οι δυο» και το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου», Σοφία Βόσσου και Ανδρέας Μικρούτσικος με το «Θα ναι σαν να μπαίνει η Άνοιξη», Γιάννης Πουλόπουλος με το «Φίλε έλα απόψε που πονάω»…
Σε σχέση με την ελληνική μουσική, δεν εστιάζανε στην μεγάλη επιτυχία του κάθε δίσκου μόλις κυκλοφορούσε, αλλά εντοπίζανε κάποιο άλλο τραγούδι και το περνούσανε στον κόσμο· μετά από δύο μήνες γινόταν επιτυχία. Όταν θέλανε δε, να «περάσουν» ένα τραγούδι, ο Αντώνης, ο Teo και ο μπάρμαν Κώστας Γαλανόπουλος, είχανε συνεννοηθεί εκ των προτέρων, και μόλις έμπαινε κάνανε show. Σε ειδικές περιπτώσεις για μεγαλύτερη έμφαση, ανεβαίνανε στην ταράτσα δέκα άτομα και από διαφορετικά σημεία πετούσανε άπειρες χαρτοπετσέτες… Υπήρχε και ο Ζήσης που έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε Τόλη Βοσκόπουλο…
Κατά καιρούς έχουν συμβεί απίστευτες ιστορίες… Παραμονή Δεκαπενταύγουστου έγινε φάρσα για βόμβα στο μαγαζί. 800 άτομα περιμένανε μία ώρα στις γραμμές και δεν φεύγανε μέχρι να έρθει η Αστυνομία και να ελέγξει το χώρο. Επί τρεις μέρες, μου λέει ο Αντώνης, ερχόταν πελάτες για να πληρώσουν.. «ήπιαμε τρία ποτά και δεν πληρώσαμε μέσα στο χαμό που δημιουργήθηκε…» του λέγαν. Ήταν όντως πολύ έντονη και προσωπική η σχέση όλων μας μαζί του που τον θυμάμαι κάθε βράδυ επί χρόνια να γυρίζει γύρω γύρω στο μαγαζί για να εξυπηρετήσει τον καθένα που του ζητούσε κάτι. Ο Αντώνης τελικά κατάφερε να κάνει ένα μαγαζί για όλους, καθώς όλοι από τους μικρούς μέχρι τους μεγάλους νιώθανε ξεχωριστοί και σημαντικοί…
Κάθε χρονιά του Tango δε, ήταν αφιερωμένη σε ένα θέμα. Θυμάμαι τη χρονιά με το αφιέρωμα στα γυναικεία παπούτσια που μου δημιουργούσε συνειρμούς με τις ταινίες του Αλμοδόβαρ, αλλά και με τη Ράτκα στην Αθήνα με τη χαρακτηριστική κόκκινη γόβα να δεσπόζει στο χώρο. Άλλα θέματα ήταν η γυναίκα, η κύηση… από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση.
Κάπως έτσι δημιουργούνταν τα concept του Αντώνη που κάθε χρόνο μόλις έκλεινε το μαγαζί έψαχνε την νέα σύλληψη και την κυοφορούσε μέχρι να την εφαρμόσει την επόμενη σεζόν. «Κάθε χρόνο, μόλις κλείναμε για χειμώνα, ξεκινούσα να σκέφτομαι την επόμενη χρονιά. Έκανα ταξίδια στο εξωτερικό και προσπαθούσα να εμπνευστώ από αυτά που έβλεπα. Διάσημα club του Μιλάνου υπήρξαν συχνά εφαλτήρια για το σχεδιασμό της επόμενης σεζόν. Πάντα ήθελα να υπάρχει ένα καινούργιο concept ώστε ο κόσμος, οι πελάτες μου, να βρουν κάτι καινούργιο. Όλο αυτό ο Μάριος Κορδίλας κατάφερνε να το περάσει μέσα από τα γραφιστικά του σχέδια και να αναδείξει το τρέχον concept».
Αυτό που γινόταν σαν σήμερα, κάθε Κυριακή του Πάσχα, το Tango άνοιγε τότε για να κάνει το προσωπικό Ανάσταση και Πάσχα στο σπίτι του με τις οικογένειές του, επαναλαμβανόταν και στο party σε κάθε τέλος σεζόν το προτελευταίο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου.
Το Tango δεν είχε μόνο concept. Είχε ψυχή. Είχε τον Αντώνη Μακροβασίλη.
*Η οικογένεια Μακροβασίλη ξεκίνησε την πορεία της χώρο της εστίασης και της διασκέδασης, από το Tango στον Πλαταμώνα και συνέχισε με το ιστορικό Φίλιον στη Λάρισα. Ακολούθησε το Club Rooms. Τα τελευταία χρόνια, ο Αντώνης και Θανάσης Μακροβασίλης συνεχίζουν την επιτυχημένη πορεία τους με καταστήματα Farnese σε διάφορα σημεία της πόλης.