Ο πόλεμος στην Ουκρανία απαιτεί δύο διαφορετικές απαντήσεις, λένε οι ειδικοί: μια άμεση και μια πιο μακροπρόθεσμη. Η πρώτη ήταν η οπλική ενίσχυση του Κιέβου και η ενίσχυση της ανατολικής πλευράς της Ευρώπης με 250.000 άνδρες.
Η δεύτερη απάντηση είναι γεωστρατηγική: η γέννηση ενός «νέου ΝΑΤΟ», σημειώνει η ιταλική εφημερίδα «Reppublica». Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στις Βρυξέλλες με τους υπουργούς Εξωτερικών δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Ο γενικός γραμματέας, ο Νορβηγός Γενς Στόλτενμπεργκ, παρουσίασε ένα λεγόμενο «non paper» το οποίο ουσιαστικά επαναπροσδιορίζει τα σύνορα και τους στόχους του ΝΑΤΟ, υπό το πρίσμα της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι εκτός από τα 30 κράτη-μέλη του Συμφώνου, στη σύνοδο ήταν παρόντες άλλοι οκτώ «σύμμαχοι»: τέσσερις Ευρωπαίοι, τρεις εκ των οποίων συνορεύουν με τη Ρωσία (Σουηδία, Φινλανδία, Γεωργία και Ουκρανία) και τέσσερις από την Ασία-Ειρηνικό (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία). Το ΝΑΤΟ, λοιπόν, ενώ δεν συμμετέχει άμεσα στη σύγκρουση, είναι παρόν και προσφέρει την υποστήριξή του στην κυβέρνηση Ζελένσκι. «Ο πόλεμος», εξήγησε ο Στόλτενμπεργκ πριν από τη σύνοδο, «μπορεί να διαρκέσει μήνες, ακόμη και χρόνια. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για μακρά αντιπαράθεση».
Αυτό είναι λοιπόν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το δυτικό μέτωπο. Στο δείπνο – στο οποίο επίκεντρο της συζήτησης ήταν η Ουκρανία – η συζήτηση επικεντρώθηκε στη βοήθεια προς το Κίεβο και τι είδους απάντηση θα πρέπει να δοθεί στο Κρεμλίνο. «Θα δώσουμε δέκα αντιαρματικά συστήματα για κάθε ρωσικό τανκ», ανακοίνωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μπλίνκεν. Αλλά πάνω από όλα έγινε λόγος για τη στρατιωτική ενίσχυση της Ανατολικής Ευρώπη. Στο πρώην σοβιετικό μπλοκ (ξεκινώντας από τη Βαλτική, την Πολωνία και τη Ρουμανία) οι μεταφορές μέσων και στρατευμάτων θα αυξηθούν μέχρι να φτάσουν στην παρουσία σχεδόν 250.000 ανδρών. Ενας αριθμός όχι τυχαίος, διπλάσιος από αυτόν που έστειλε ο Πούτιν στην προσπάθεια εισβολής στην Ουκρανία. Το σκεπτικό ήταν ότι αυτή η σύγκρουση αντιπροσωπεύει μια πρόκληση που επηρεάζει την «παγκόσμια ασφάλεια». Δεν είναι πλέον μόνο ένα τοπικό ή ευρωπαϊκό ζήτημα.
Ενδεικτικό της αλλαγής της φύσης της σύγκρουσης, ήταν το γεγονός ότι προστέθηκε στην ημερήσια διάταξη ένα αίτημα (που ζητήθηκε από τους συμμάχους της Ανατολικής Ευρώπης) για τερματισμό της συμφωνίας που υπογράφηκε με τη Μόσχα το 1997, βάσει του οποίου είχε ιδρυθεί το «Μόνιμο Συμβούλιο» ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Αυτή η συμφωνία, που υπογράφηκε πριν από 25 χρόνια και περιελάμβανε απαγόρευση εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στα εδάφη του πρώην σοβιετικού μπλοκ, θεωρείτο ένα είδος θαλάμου αποσυμπίεσης με το Κρεμλίνο.
Η προσοχή στράφηκε επίσης στα σύνορα του ΝΑΤΟ και την παγκόσμια προοπτική του. «Η Φινλανδία και η Σουηδία», επισήμανε ο Στόλτενμπεργκ, «πρέπει να αποφασίσουν εάν θα ζητήσουν ή όχι ένταξη. Εάν το κάνουν, όντας πολύ στενοί εταίροι του ΝΑΤΟ, η διαδικασία θα επιταχυνθεί». Είναι προφανές ότι οι δύο σκανδιναβικές χώρες ζουν, λόγω γεωγραφικού ζητήματος, σε συναγερμό για την κλιμάκωση της έντασης. Ομως η προοπτική του δυτικού μετώπου δεν είναι μόνο αυτή. Ο κόσμος αλλάζει και η Συμμαχία θέλει να προσαρμοστεί. Το σχέδιο που σχεδιάστηκε πριν από 25 χρόνια είναι πλέον ανεπαρκές και στην πραγματικότητα το βλέμμα είναι στραμμένο προς τα ανατολικά. Μια ήταν η φόρμουλα που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο κατά τη συνάντηση του ΝΑΤΟ: «συστημική αντιπαλότητα με την Κίνα». Η οποία, μάλιστα, δεν κρύβει την εγγύτητά της με τη Μόσχα.
Υπάρχουν επίσης οι τέσσερις σύμμαχοι από την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, σημάδι ότι η Ατλαντική Συμμαχία στοχεύει σε αυτό που ορίζεται ως «παγκόσμια προβολή του ΝΑΤΟ».
Στην τροχιά Μόσχας και Πεκίνου
Ο νέος «εχθρός» διαμορφώνεται στην τροχιά Μόσχας – Πεκίνου και η άμυνα μπορεί να οργανωθεί μόνο προς αυτή την κατεύθυνση. Η παρουσία της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας είναι πράγματι άνευ προηγουμένου. Η Ιαπωνία ξεκινά αμυντικές επενδύσεις για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Δεκέμβριο ανακοίνωσε δαπάνη άνω των 6 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, η ισορροπία που δημιουργήθηκε στη Γιάλτα πριν από 77 χρόνια φαίνεται ότι είναι προορισμένη να μη διαρκέσει.