Ο James (Δημήτρης) Μπαμπανίκος το 1964, σε ηλικία μόλις 8 χρονών φεύγει με την οικογένειά του από το χωριό του Παραποτάμου Λάρισας και μεταναστεύει στο Μόντρεαλ του Καναδά ψάχνοντας ένα καλύτερο αύριο.
Η περίπτωσή του είναι μία από τις χαρακτηριστικές του δεύτερου μεταναστευτικού κύματος που πραγματοποιήθηκε μετά τον Β ́ Παγκόσμιο πόλεμο – διήρκεσε ανάμεσα στο 1960-1972 – τόσο προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά όσο και προς την Αυστραλία. Το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, όπως και το πρώτο – από το 1903 έως το 1917 – στηριζόταν σε οικονομικά κίνητρα με εξαίρεση μέρος αυτού κατά τα έτη 1969-1971, που οφείλεται σε πολιτικούς λόγους (δικτατορία).Το 2000 είχαν καταγραφεί στις ΗΠΑ 1.153.300 κάτοικοι των οποίων ο ένας τουλάχιστον γονέας ήταν Έλληνας.
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Ο James Μπαμπανίκος, σπούδασε μηχανολόγος αλλά δεν του άρεσε ποτέ. Εκείνος από μικρός έλκονταν από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, αλλά οι σπουδές του έπρεπε, για την οικογένειά του που έψαχνε για τα παιδιά της τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη και άνετη ζωή, να κινηθούν ανάμεσα στην ιατρική, τη νομική και μηχανολογία. Εκείνος επέλεξε την μηχανολογία. Μετά από τρία χρόνια έκανε σπουδές επικοινωνίας στο Concordia University του Καναδά, παίρνοντας ένα δεύτερο πτυχίο. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα στο χώρο της Σκηνοθεσίας που οδήγησε το μικρό Δημήτρη από τον Παραπόταμο, το χωριό των 50-60 σπιτιών, να είναι σήμερα αναπληρωτής Κοσμήτορας στο Τμήμα Media Production, Management and Technology στο Πανεπιστήμιο της Φλώριντα.
«Η διαδρομή ήταν συγκλονιστική. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς έφτασα εδώ. Μήπως είναι όνειρο; Τώρα ξέρω πως δεν αρκεί μόνο το ταλέντο· χρειάζεται πολύ δουλειά και κυρίως πολύ πειθαρχία»….
Πολύ μεγάλη η διαδρομή, James, από τον Παραπόταμο στο Πανεπιστήμιο της Φλώριντα… Πως ξεκίνησαν όλα;
Θα το ξεκινήσω λίγο ανάποδα… Όταν έπρεπε να κάνω μια παρουσίαση της δουλειάς μου και του βιογραφικού μου για να συστηθώ στο Πανεπιστήμιο της Φλώριντα κατά τη διαδικασία πρόσληψής μου, μου ζητήσανε να παρουσιάσω και κάποιες φωτογραφίες. Διάλεξα μία από Παραπότομο, όταν ήμουν μικρός με τα αδέρφια μου. «Ξεκίνησα από αυτό το μικρό χωριό στην Ελλάδα, όπου τα 50-60 σπίτια δεν είχαν ρεύμα, νερό και οι τουαλέτες ήταν σε εξωτερικό χώρο. Κάποιοι μου είχαν πει ότι στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν τουαλέτες μέσα στα σπίτια…· η ιδέα μου φαινόταν ασύλληπτη και αηδιαστική τότε. Όταν πήγαμε στην Αθήνα για να πάρουμε το πλοίο για το Μόντρεαλ πάτησα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα κουμπί και άναψε το φως. Δεν μπορούσα να το πιστέψω… Αυτό το μικρό παιδί από την Ελλάδα, τώρα είναι εδώ και διεκδικεί μια θέση στο Πανεπιστήμιό σας» με θυμάμαι να λέω…
Γιατί εγκατέλειψες τη Μηχανολογία; Η Σκηνοθεσία ήταν πάντα το όνειρό σου;
Η οικογένεια μου ήταν πολύ φτωχή και αυτό συνέχισε και στο Μόντρεαλ. Όταν έφτασα στην ηλικία για το πανεπιστήμιο ήξερα ότι ήθελα να γράφω μικρά θεατρικά έργα και ιστορίες, μου άρεσε πάντα μικρός η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, αλλά δεν τολμούσα να πω στους δικούς κάτι τέτοιο. Έπρεπε να σπουδάσω κάτι σοβαρό που να μου εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Απέρριψα την ιατρική και τη νομική, γιατί καταλάβαινα ότι τα επαγγέλματα αυτά ήταν πολύ απαιτητικά σε αφοσίωση και χρόνο και διάλεξα την μηχανολογία. Πίστευα ότι θα έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο για να γράφω τις ιστορίες μου… Δούλεψα τρία χρόνια ως μηχανολόγος αλλά δεν μου άρεσε καθόλου. Τότε αποφάσισα να πάρω ένα δεύτερο πτυχίο πάνω στην επικοινωνία από το Concordia University του Καναδά. Μετά έκανα ένα Master πάνω στο Broadcasting and Film Production στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα και επέστρεψα στο Μόντρεαλ όπου έμεινα για 4 χρόνια γράφοντας μικρά σενάρια.
Στην Αμερική κάθε χρόνο γράφονται περί τις 50.000 σενάρια κάθε χρόνο από τα οποία μόλις τα 800 περίπου τελικά γυρίζονται. Κατάλαβα ότι οι πιθανότητες είναι πολύ μικρές και αποφάσισα να κάνω τα δικά μου έργα αποκλειστικά μόνος μου· έγραφα τα σενάρια, έκανα τη σκηνοθεσία και το μοντάζ και αναλάμβανα επίσης την παραγωγή.
Ακολούθησε το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, όπου παράλληλα δίδασκα και ένα μάθημα σκηνοθεσίας. Μετά επέστρεψα και πάλι στο Μόντρεαλ, όπου συνειδητοποίησα ότι δεν άντεχα να υποφέρω άλλο το κρύο. Ήταν θυμάμαι Ιανουάριος και είχε -35C, ενώ στο Τέξας μία μέρα πριν πίναμε καπουτσίνο έξω. Εκείνη την περίοδο ο ένας αδερφός μου είχε φύγει από το Μόντρεαλ για να επιστρέψει στην Ελλάδα και ο άλλος είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Κατάλαβα πως και για μένα το Μόντρεαλ είχε τελειώσει… Άρχισα να ψάχνω δουλειά στο νότιο τμήμα των ΗΠΑ και βρέθηκα στη Φλώριντα που το Πανεπιστήμιό της είναι το 5ο καλύτερο στην Αμερική και το 3ο καλύτερο στον τομέα της επικοινωνίας.
Ακολούθησε μια πλούσια παραγωγή έργων, κυρίως ταινιών μικρού μήκους…
Το Πανεπιστήμιο της Φλώριντα είναι ερευνητικό. Η δική μου έρευνα ήταν τα έργα μου, περίπου 20 μέχρι τώρα, τα οποία όμως για να μετρήσουν ως δημιουργική δραστηριότητα πρέπει να βραβεύονται και να παίρνουν μέρος σε Φεστιβάλ. Κατάφερα να πάρω προαγωγή σε Κοσμήτορας χωρίς να γράψω ούτε ένα άρθρο!
Το πρώτο σου έργο ασχολείται με θέμα της μετανάστευσης; Είναι ξεκάθαρα βιωματικό;
Όλα τα έργα μου ασχολούνται με σοβαρά κοινωνικά θέματα, αλλά το πρώτο μου έργο το “Goodbye Soctrates” ασχολείται με τους μετανάστες στο Μόντρεαλ, όπως ήταν και η δική μου οικογένεια. Σε αυτό εμφανίζονται σε πλάνα φωτογραφίες με τους γονείς μου και την οικογένεια μου.
Το έργο μου αυτό παρουσιάστηκε και στην Αθήνα στο Κινηματογραφικό Μουσείο της Αθήνας, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να παρευρεθώ.
Ήταν το πιο βιωματικό από όλα. Πάντα όταν γράφεις κάτι έχει βιωματικά στοιχεία, αλλά δεν μπορώ να χαρακτηρίσω τα έργα μου βιωματικά. Η έμπνευση μπορεί να έρθει από οπουδήποτε ανά πάσα στιγμή….
Η ιδέα για το «Coming Home», το έργο σου που απέσπασε τα περισσότερά βραβεία, πως προέκυψε;
Είχα διαβάσει ένα άρθρο στους New York Times για τους στρατιώτες που επέστρεφαν στην Αμερική και δεν μπορούσαν να επανενταχθούνε κοινωνικά και μου ήρθε η ιδέα. Το γύρισα σε δύο μέρες με budget 700 δολάρια. Πρωταγωνίστησε ένα συνεργάτης μου, Καθηγητής Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο της Φλώριντα. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο Φεστιβάλ της Κορέας και της Βουδαπέστης και κέρδισε βραβεία στην Αμερική.
Μιλά για ένα στρατιώτη ο οποίος επιστέφει ξαφνικά στο σπίτι του στην Αμερική ένα βράδυ. Ανεβαίνοντας στο δωμάτιο του βλέπει στο κρεβάτι του ένα ζευγάρι και πιστεύει πως είναι η γυναίκα του με τον εραστή της. Σκοτώνει τον εραστή, κρύβει το πτώμα και επιστρέφει κατάκοπος το πρωί και πάλι σπίτι του. Βλέπει τη γυναίκα του να μπαίνει μετά τη βραδινή της βάρδια και συνειδητοποιεί ότι αυτός που σκότωσε δεν ήταν ο εραστής της, αλλά ο σύζυγος της καλύτερής της φίλης, το ζευγάρι που προσφέρθηκε να διανυκτερεύσει σπίτι τους για να φροντίσει το μωρό τους όσο η σύζυγός του έκανε βραδινή βάρδια στη δουλειά της….
Μ΄ αρέσει το στοιχείο της ανατροπής στα έργα μου, ειδικά στο τέλος. Στις ταινίες μικρούς μήκους τέτοιες ανατροπές είναι πολύ σημαντικές. Βέβαια, δεν ξεκινάω να γράψω κάτι με στόχο την ανατροπή, αλλά καθώς αναπτύσσω την αρχική ιδέα στο μυαλό μου με το εργαλείο του “What if…” που χρησιμοποιώ συχνά με τους φοιτητές μου, δηλαδή τι θα γινόταν αν… προκύπτει συχνά κάτι που δεν το περιμένεις ούτε ο ίδιος πόσο μάλλον το κοινό. Έτσι οι ιστορίες γίνονται πιο ασυνήθιστες και απολαυστικές…
Πως σου φαίνεται ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος;
Ομολογώ ότι δεν παρακολουθώ στενά την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Τουλάχιστον στο βαθμό που θα ήθελα… Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Τορόντο το 1993 που συμμετείχε η ταινία του «Το Μετέωρο βήμα του Πελαργού» σε ένα πάρτι που γινόταν προς τιμήν του και με κάλεσαν.
Ο Λάνθιμος, για παράδειγμα δεν μου αρέσει πάρα πολύ, δεν είναι του στυλ μου…
Πιστεύεις ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου είναι η χρηματοδότηση;
Έχω μάθει να δουλεύω παραγωγές με πολύ χαμηλά budget, οπότε θεωρώ ότι το θέμα της χρηματοδότησης είναι υπερεκτιμημένο και πολλές φορές χρησιμοποιείται σαν άλλοθι. Αν δεν έχεις χρήματα, θα αναγκαστείς να σκεφτείς πιο δημιουργικά…
Για παράδειγμα, όπως είπα και παραπάνω, το έργο μου ο «Coming Home» κόστισε 700 δολάρια. Πραγματικά, δεν ξέρω αν είχα budget 100.000 δολαρίων αν θα έκανα κάτι διαφορετικά…
Επίσης, σε ένα άλλο έργο μου το “Kathrin’s Story” – το οποίο βγήκε σε δύο εκδοχές, διάρκειας 58’ λεπτά για την τηλεόραση και 81’ για τα φεστιβάλ – είχα μια συνολική επιχορήγηση από 52.000 δολάρια από δύο οργανισμούς. Το γύρισα με τα εργαλεία του Πανεπιστημίου και με τη συμμετοχή φοιτητών μου. Κέρδισε το βραβείο της καλύτερης παραγωγής της χρονιάς για το 1999 στο PBS, που είναι κάτι αντίστοιχο με την ελληνική ΕΡΤ. Το δεύτερο βραβείο πήρε ένα μια παραγωγή από την Καλιφόρνια που είχε budget 1.000.000 δολάρια… Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το αποτέλεσμα και η καλλιτεχνική αξία ενός έργου δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την χρηματοδότηση και τον προϋπολογισμό του.
Τέλος, σου δίνει μεγάλη καλλιτεχνική ανεξαρτησία το να κάνεις τις δικές σου παραγωγές ή παραγωγές με χαμηλό budget. Οι επενδυτές, όπως και να το κάνουμε, πάντα έχουν λόγο και επηρεάζουν… Βέβαια, αν βλέπεις τον κινηματογράφο ως μέσο για να βγάλεις χρήματα, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Εγώ προσωπικά, όταν κάνω ένα έργο και το τελειώσω, θέλω να πάω στο επόμενο. Δεν με ενδιαφέρει να καταναλώσω χρόνο ενδιάμεσα για να το πουλήσω…
Έρχεσαι συχνά στην Ελλάδα; Πως σου φαίνεται η Λάρισα;
Έρχομαι σχεδόν κάθε καλοκαίρι και κάθομαι αρκετό καιρό. Έχω συγγενείς και φίλους και στην Αθήνα και στη Λάρισα. Η Λάρισα με εντυπωσιάζει. Όλο αυτό το σκηνικό με τους πεζοδρόμους, τα καφέ, το συνονθύλευμα του κόσμου και η ζωντάνια του κέντρου είναι κάτι που στην Αμερική δεν υπάρχει. Δεν το περίμενα, να μου αρέσει τόσο πολύ η Λάρισα…
Συμβαίνει επίσης κάτι περίεργο με τη Λάρισα και τις ρίζες μου. Μερικές φορές νιώθω ότι ξεπερνάει τη σύμπτωση… Για να γίνω κατανοητός, κάποια στιγμή έκανα ένα εξάμηνο διδασκαλίας σε Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη και το απίστευτο ήταν ότι ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου μου είπε ότι η μητέρα του ήταν από τη Λάρισα, από την οποία έφυγε μικρή με τις ανταλλαγές πληθυσμών που έγιναν τότε!
Επίσης, γνώρισα εντελώς τυχαία και όχι στη Λάρισα, τον Λαρισαίο πιανίστα Γιάννη Αχυρόπουλο που ζει στο Παρίσι, με το οποίο έχουμε γίνει φίλοι και έχουμε συνεργαστεί σε αρκετές παραγωγές μου. Η επαφή μας έγινε τυχαία όταν εγώ ήμουν στη Φλώριντα και εκείνος στο Παρίσι ενώ και οι δύο καταγόμαστε από τη Λάρισα. Με εντυπωσιάζει, είναι σαν να βρίσκεις τη Λάρισα παντού…
…
*Ο James (Δημήτρης) Μπαμπανίκος εργάζεται ως συγγραφέας/σκηνοθέτης σε βίντεο και ταινίες από το 1984. Έχει λάβει επιχορηγήσεις παραγωγής από την Independent Television Service, the National Educational Telecommunication Association, the Florida Arts Council, καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Κινηματογράφου του Καναδά.
Η δουλειά του περιλαμβάνει τα έργα: Portrait of an Actor (2017, 25:00, documentary), Fred Turns Fifty (2016, 20:00, comedy), Pillow Talk (2015, 12:00, drama); By The Way, Meet Vera Stark (2014, 11:00, drama); Coming Home (2013, 25:00, drama); Table for Two (2013, 15:00, drama); Make Believe (2012, 25:00, TV sit-com pilot); The Wedding Ring (2011, 15:00, drama), Somewhere Beyond (2009, 47:00, drama); Santa Rules (2007, 25:00, drama); A Second Chance (2004, 75:00, drama); Catherine’s Story (1999, 81:00, drama); The Science Directorate (1999, 6:00, corporate); Color My World: The Arts in Medicine (1998, 57:30, documentary); C.P. Cavafy: From Ithaca to Tarpon Springs (1996, 29:50, documentary); The Death of a Bachelor (1995, 25:00, drama); and Goodbye, Socrates (1992, 37:00, drama).
Το έργο του Dr Μπαμπανίκου έχει προβληθεί σε διάφορους εθνικούς και διεθνείς χώρους και τα projects του έχουν κερδίσει πολλά βραβεία σε διάφορους διαγωνισμούς παραγωγής. Ο Dr Μπαμπανίκος εντάχθηκε στη σχολή του Τμήματος Παραγωγής, Διαχείρισης και Τεχνολογίας (Department of Media Production, Management, and Technology) της Φλόριντα το 1993 και διδάσκει μαθήματα στο τμήμα της παραγωγής.
Εκπαίδευση:
Ph.D., University of Texas at Austin
M.A., Broadcasting and Film Production, University of Iowa
Bachelor, Mechanical Engineering, Concordia University, Montreal, Canada