Μια νέα έκθεση της INTERPOL κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την έξαρση εξόρυξης χρυσού σε ολόκληρη την περιοχή της Κεντρικής Αφρικής.

Γνωστή για τα τεράστια κοιτάσματα ορυκτών πόρων της, η περιοχή της Κεντρικής Αφρικής βρέθηκε πρόσφατα στο στόχαστρο διεθνών ομάδων οργανωμένου εγκλήματος λόγω της εκτίναξης της τιμής του χρυσού στα ύψη, κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19.

Ενώ η εξόρυξη χρυσού αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Αφρικής, οι οικονομικές αβεβαιότητες που συνδέονται με την πανδημία, ώθησαν τους επενδυτές ανά τον κόσμο, να επενδύσουν σε χρυσό. Τον Αύγουστο του 2020, η τιμή του χρυσού έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα και συγκεκριμένα, στα 2.048 δολάρια ανά ουγκιά.

Ταυτόχρονα, η ζήτηση για άλλα ορυκτά της Κεντρικής Αφρικής, όπως τα «3T» – κασσίτερος, ταντάλιο και βολφράμιο – έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία λόγω της κατάρρευσης των διεθνών τιμών και των αυστηρότερων απαιτήσεων προμήθειας για τις εταιρείες αγοράς.

Παραδόξως, ενώ οι τιμές του χρυσού αυξάνονταν παγκοσμίως, το κλείσιμο των συνόρων και άλλα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, διατάραξαν τις αλυσίδες εφοδιασμού της εξόρυξης χρυσού, προκαλώντας πτώση των τιμών σε όλη την Αφρική έως και 50%. Στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία για παράδειγμα, οι τιμές του χρυσού στους τόπους εξόρυξης είχαν πέσει στο 50-60% της παγκόσμιας αγοράς.

Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «νέο πυρετό χρυσοθηρίας» σε περιοχές της Κεντρικής Αφρικής και ιδίως στον τομέα της μικρής κλίμακας εξόρυξης χρυσού (ASGM).

Προηγούμενοι «πυρετοί χρυσοθηρίας» στην περιοχή, συχνά συνοδεύονταν από αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας και σύμφωνα με τη νέα έκθεση της INTERPOL με τίτλο «Παράνομη εξόρυξη χρυσού στην Κεντρική Αφρική», η σημερινή έξαρση εξόρυξης δεν αποτελεί εξαίρεση.

«Οι πληροφορίες δείχνουν ότι η εξόρυξη χρυσού ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από εγκληματικές κοινοπραξίες που αποτελούνται από ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, διεφθαρμένους αξιωματούχους σε υψηλόβαθμες θέσεις, οικονομικούς παράγοντες και μη κρατικές ένοπλες ομάδες σε ζώνες συγκρούσεων», αναφέρει η έκθεση.

Αυτοί οι διάφοροι παράγοντες εργάζονται για να αποσπάσουν τη μέγιστη δυνατή αξία από την παράνομη εξόρυξη χρυσού, αποφεύγοντας παράλληλα την καταβολή οποιωνδήποτε φόρων εξαγωγής που θα ωφελούσαν την κυβέρνηση. «Ο περισσότερος χρυσός στην περιοχή παράγεται παράνομα, αποκρύπτεται από τις αρχές και εξάγεται λαθραία», σημειώνει η έκθεση.

Ο χρυσός που εξορύσσεται στην Κεντρική Αφρική συχνά μεταφέρεται λαθραία σε άλλες χώρες «διαμετακόμισης» στην Ανατολική ή Δυτική Αφρική και στη συνέχεια εξάγεται εκτός της ηπείρου. Μια τέτοια κερδοφόρα παράνομη ροή εσόδων έχει προσελκύσει διάφορους τύπους οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων ένοπλων αυτονομιστικών ή τρομοκρατικών παραστρατιωτικών ομάδων.

«Οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Κεντρική Αφρική, χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους ελέγχοντας τις περιοχές εξόρυξης χρυσού και τις διαδρομές λαθρεμπορίου, και εκβιάζοντας μέσω της παράνομης φορολόγησης», επισημαίνει η έκθεση της INTERPOL. «Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των παράνομων κερδών, πηγαίνει σε ομάδες οργανωμένου εγκλήματος».

Περιβαλλοντική καταστροφή

Ο χρυσός επιτρέπει στις ομάδες οργανωμένου εγκλήματος να ξεπλένουν παράνομα κέρδη και έχει εγγενή χαρακτηριστικά που αναζητούν οι εγκληματίες. Το εμπόρευμα έχει υψηλή και προβλέψιμη αξία, είναι εύκολο να διακινηθεί λαθραία και σχεδόν ανώνυμα.

Οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που εμπλέκονται στην παράνομη εξόρυξη και το λαθρεμπόριο χρυσού, συνδέονται επίσης με άλλες σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες, όπως η εμπορία ανθρώπων, το οικονομικό έγκλημα και η λαθροθηρία.

Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλείται από την παράνομη εξόρυξη χρυσού σε ολόκληρη την Κεντρική Αφρική. Οι μεταλλωρύχοι χρησιμοποιούν χημικές ουσίες όπως ο υδράργυρος και το κυάνιο, για την εξαγωγή χρυσού από το μετάλλευμα. Οι χημικές αυτές ουσίες είναι τοξικές ακόμη και σε μικρές δόσεις και μολύνουν τον αέρα, το έδαφος, το νερό και όλη τη ζωική και φυτική ζωή.

Στη Δημοκρατία του Κονγκό, για παράδειγμα, όπου εκτιμάται ότι απελευθερώνονται 15,9 κιλά υδραργύρου ετησίως, η εξόρυξη χρυσού είναι η «κύρια αιτία μόλυνσης του νερού, των ψαριών και άλλων προβλημάτων στη δημόσια υγεία» σύμφωνα με τις τοπικές αρχές.

Η έκθεση της INTERPOL εκπονήθηκε στο πλαίσιο του έργου ENACT, το οποίο επιδιώκει να βοηθήσει την αστυνομία στην Αφρική να υιοθετήσει προληπτικές στρατηγικές για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών και να ενισχύσει τις ερευνητικές δεξιότητες.

Το έργο ENACT χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υλοποιείται από την INTERPOL και το Ινστιτούτο Μελετών Ασφάλειας, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

ΠΗΓΗ: Interpol

Περισσότερα Εδω