Του Σπύρου Αμπελάκη
Ήταν το ματς της χρονιάς για την ΑΕΚ. Σύμφωνα με λεγόμενα ανθρώπων της, στη ρεβάνς του Κυπέλλου Ελλάδος με τον ΠΑΟΚ η ομάδα του Γιαννίκη θα έπαιζε το τελευταίο της χαρτί, τον τελευταίο φετινό στόχο της, το τρόπαιο το οποίο παρεμπιπτόντως ουκ ολίγες φορές της έχει στερήσει στο πρόσφατο παρελθόν η ομάδα του Λουτσέσκου. Και με τον τρόπο που αγωνίστηκε φρόντισε να θυμίσει, ακόμη και στους πιο αισιόδοξους, τους λόγους για τους οποίους έφτασε να ξύνει τον πάτο του βαρελιού τον τελευταίο καιρό.
Μια πρόκριση επί του ΠΑΟΚ θα ήταν απλώς μια αναλαμπή, που θα κάλυπτε προσωρινά τα συσσωρευμένα αγωνιστικά προβλήματα της φετινής ΑΕΚ. Για τα οποία σίγουρα δεν ευθύνεται μόνο ο Αργύρης Γιαννίκης, αλλά ο κάκιστος προγραμματισμός του περσινού καλοκαιριού με τις πολλές μεν, αλλά όχι τόσο ποιοτικές μεταγραφές που επιχείρησε η «Ενωση» υπό από το κράτος της απογοήτευσης μετά τον ταπεινωτικό αποκλεισμό από την Βελέζ. Εκτός των ομολογουμένως ποιοτικών παικτών που πήρε, Στάνκοβιτς, Τσούμπερ και Αραούχο (ίσως και ο Άμραμπαντ), οι υπόλοιποι δεν μπορούν να βοηθήσουν στις θέσεις που «πονάει» αγωνιστικά η ΑΕΚ. Ακόμη και οι Βράνιες, Τζαβέλας που απέκτησε για το κέντρο της άμυνας δείχνουν ότι δεν μπορούν να φέρουν την απαραίτητη ηρεμία και σιγουριά στα μετόπισθεν.
Ωστόσο με αυτό το υλικό έκανε το ξεκίνημα στον πάγκο ο Γιαννίκης, που ήταν αρκούντως ενθαρρυντικό με μια σειρά θετικών αποτελεσμάτων, φέρνοντας χαμόγελα και αισιοδοξία για τη συνέχεια που όμως σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ανάλογη.
Μετά από 4 σχεδόν μήνες στον πάγκο της ΑΕΚ, και μεσολαβούσης της επέκτασης του συμβολαίου του, ο Αργύρης Γιαννίκης με τις επιλογές του προκαλεί ερωτηματικά ακόμη και όσους πίστευαν εξαρχής σε αυτόν: Κακή διαχείριση αγώνων, πειραματισμοί σε περίοδο όπου η σταθερότητα είναι το ζητούμενο, ακατανόητες αλλαγές κατά τη διάρκεια αγώνων, όπως π.χ. με τον Άρη στο «Βικελίδης», όπου στις καθυστερήσεις αντικατέστησε τον εξαιρετικό Λιβάι Γκαρσία, μόνιμο «εφιάλτη» για την άμυνα του αντιπάλου, και σε μομέντουμ όπου η ΑΕΚ πίεζε για την ανατροπή, με αμυντικό (Βράνιες).
Από τον Γιαννίκη και με τις συνθήκες που ήρθε στην ΑΕΚ κανείς δεν περίμενε θαύματα. Δεν επέλεξε αυτός τους παίκτες που ήρθαν, ούτε έκανε την προετοιμασία. Η επιλογή ενός προπονητή προερχόμενος από μικρότερη ομάδα για να αναλάβει τα ηνία μιας μεγαλύτερης ομάδας ήταν εξαρχής ένα ρίσκο, αλλά στην περίπτωση Γιαννίκη, η «Ενωση» πίστεψε και πιστεύει σε αυτόν, έναν νέο, αξιόλογο, φέρελπι Έλληνα προπονητή με απτά δείγματα της δουλειάς του από το πρόσφατο παρελθόν. Και για να απαλλαγεί από κάθε άγχος, του επέκτεινε η διοίκηση το συμβόλαιο για να δουλέψει απερίσπαστος.
Τα αποτελέσματα δυστυχώς, σε αυτή την περίοδο τουλάχιστον, δεν τον δικαιώνουν, ούτε οι επιλογές του. Κακή ανασταλτική λειτουργία, παίκτες που συχνά χάνουν την αυτοσυγκέντρωσή τους, κακή ψυχολογία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, σωστού πλάνου και καθαρού μυαλού σε κρίσιμες στιγμές αγώνων, όπως πχ με τον ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ, όπου η ΑΕΚ δέχθηκε δύο γκολ στις καθυστερήσεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και από την ίδια θέση!
Αυτό που προέχει αυτή στη στιγμή στο «κιτρινόμαυρο στρατόπεδο» είναι η ηρεμία, καθώς ακολουθούν ακόμη πιο δύσκολα παιχνίδια, όπως αυτό της προσεχούς Κυριακής με τον Ολυμπιακό στο Νέο Φάληρο. Το πρωτάθλημα μπορεί να έχει χαθεί ουσιαστικά, αλλά η ΑΕΚ παλεύει πια για ένα καλό πλασάρισμα στα πλέι οφ για την έξοδο στην Ευρώπη, ο μοναδικός πια στόχος που καταλήγει να έχει τέτοια περίπου περίοδο τα τελευταία χρόνια.
Και συμβαίνει αυτό διότι κάθε χρόνο επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη. Η ΑΕΚ κάθε χρόνο κάνει πολλές μεταγραφές, αλλά η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι γίνονται χωρίς σχέδιο και προοπτική, ίσως και με άγνοια, με πιο τρανό παράδειγμα την περίπτωση του Νταντσένκο, όπου αποκτήθηκε ως δεξί μπακ και τελικά αποδείχθηκε ότι παίζει δεξί χαφ!
Το περσινό καλοκαίρι η «Ενωση» απέκτησε 13 παίκτες, εκ των οποίων μόλις 3-4 αποδεικνύεται ότι μπορούν να βοηθήσουν ποιοτικά την ομάδα, ενώ απομένει να δούμε και το μοναδικό απόκτημα της χειμερινής περιόδου, τον Σουηδό Φράνσον, στο κέντρο που η ΑΕΚ έχει άμεση ανάγκη από ενίσχυση με δεδομένη την έλλειψη και του Γαλανόπουλου.
Είναι απορίας άξιον πως το τεχνικό επιτελείο της ΑΕΚ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι το κέντρο πάσχει από έλλειψη δημιουργικών παικτών, πλην του Πέτρου Μάνταλου και του Σιμάνσκι και με δεδομένη την απουσία λόγω τραυματισμού του Γαλανόπουλου. Ο Γέβτιτς ακόμη προσπαθεί να κερδίσει θέση βασικού, ο ομολογουμένως καλός και ικανός Άμραμπαντ δείχνει να έχει παρασυρθεί στη γενική μετριότητα τον τελευταίο μήνα, ενώ ο Λε Ταλέκ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά στο κέντρο, ενώ ανασταλτικά είναι αμφίβολο πόσο μπορεί να βοηθήσει, με πιο νωπό παράδειγμα τον τρόπο που «έχασε» τον Κούρτιτς στην ισοφάριση του ΠΑΟΚ χθες στο ΟΑΚΑ.
Με τόσες πολλές αποτυχημένες μεταγραφές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ίσως θα πρέπει να αναρωτιούνται στην ΑΕΚ αν πρώτα πρέπει να γίνουν μεταγραφές, και ηχηρές μάλιστα, σε επίπεδο παραγόντων και τεχνικού επιτελείου, και δεν αναφερόμαστε μόνο στον προπονητή.
Η διοίκηση της «Ενωσης» δηλώνει συνεχώς τη στήριξή της στο πρόσωπο του Αργύρη Γιαννίκη, και καλά πράττει εφόσον πιστεύει σε αυτόν. Εξάλλου το διάστημα που κάθεται στον πάγκο της ομάδας είναι πολύ μικρό για να κριθεί, πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχει αναλάβει εξαρχής. Ούτε μπορεί κανείς να αποκλείσει άλλωστε μια αγωνιστική «μεταμόρφωση» της ομάδας το επόμενο διάστημα, που θα κλείσει τα στόματα πολλών αμφισβητιών του.
Αν όμως έχει αρχίσει να αμφιβάλλει ότι μπορεί να δημιουργήσει ο 42χρονος προπονητής την ομάδα που επιθυμεί ο ίδιος, η διοίκηση και ο κόσμος της ομάδας, που σε λίγο καιρό θα μπει στο νέο της γήπεδο, τότε θα πρέπει να σκεφθεί και να κρίνει από τώρα αν μπορεί να είναι αυτός που θα μπορεί να εμπνεύσει, να βγάλει το 100% από κάθε παίκτη, να δώσει όραμα και προοπτική για το μέλλον, και κυρίως να του εμπιστευτεί η διοίκηση εν λευκώ από το καλοκαίρι και για τα επόμενα χρόνια το χτίσιμο της ομάδας που θα μπει στην «Αγιά Σοφιά».
Ο Αργύρης Γιαννίκης εκπροσωπεί τη νέα γενιά Ελλήνων προπονητών που προσπαθούν να αποδείξουν ότι αξίζουν της προσοχής και της εμπιστοσύνης των μεγάλων ομάδων, ότι μπορούν να αντέξουν στην πίεση του πρωταθλητισμού εφόσον στηριχθούν σωστά με έμψυχο υλικό και τους δοθεί η απαραίτητη πίστωση χρόνου για να αφήσουν το δικό τους «αποτύπωμα» με τη δουλειά τους.