Μια εβδομάδα παίζει το κείμενο στο μυαλό μου. Όχι ακριβώς, κατά μία μέρα λιγότερο. Το παρόν γράφεται Σάββατο απόγευμα και αναφέρεται στο απόγευμα της προηγούμενης Κυριακής. Έχει και λίγο αλκοόλ για «καύσιμο», πώς αλλιώς να γραφτούνε τέτοια κείμενα…

Πάμε λοιπόν.

Την προηγούμενη Κυριακή, ενώ βρίσκομαι σε αποσύνθεση στον καναπέ του σπιτιού μου, σε τέτοιο σημείο που έχω πήξει στο Netflix και διαβάζω ένα βιβλίο, το «Παλάτι του Φεγγαριού» του Πολ Όστερ για την ακρίβεια, και νιώθω πραγματικά μια Λαρισαία επιπέδου, δέχομαι ξαφνική πρόσκληση από φίλους να πάω στο «Δικαστικό». Αρχικά το αντιπαρέρχομαι· είμαι τόσο ωραία στο σπίτι μου εγώ, το βιβλίο μου και λίγη μουσική. Αλλά στο δεύτερο μήνυμα που έγραφε μόνο μια λέξη «Αργείς», τελικά δεν μπορώ να αντισταθώ….

Την ώρα που φτάνω στο «Δικαστικό» πετυχαίνω αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής μεταξύ της αλλαγής των τραγουδιών. Η σιωπή αυτή, έστω και για κλάσματα του δευτερολέπτου, κάνει την είσοδο μου στο χώρο πιο θεαματική. Δεν το φαντάζομαι, το βιώνω, το ζω. Αυτό σκέφτομαι, την θεαματικότητα της εισόδου μου, ασχέτως αν δεν την έχει προσέξει κανείς άλλος, όταν ξεκινά το «Καράβι το φεγγάρι»· καλά σκέφτομαι, ποιος dj σκέφτηκε να παίξει αυτό το τραγούδι του Μπάση από τους «Ψίθυρους Καρδίας» στις οχτώ το απόγευμα Κυριακής; Το σχολιάζω φτάνοντας στην παρέα. Για να πάρω την μη αναμενόμενη απάντηση… «το μαγαζί έχει live συναυλία». Ξέχασα αίφνης την κριτική μου για την επιλογή του τραγουδιού και αναγνώρισα το ότι η μπάντα έπαιζε τόσο καλά που δεν κατάλαβα ότι ήταν live. Σε λίγο μεταφερθήκαμε στον εσωτερικό χώρο. Σκέφτηκα πως θα περιέγραφα την ατμόσφαιρα αν έκανα ένα αφιέρωμα στο μαγαζί μετά από κάποια χρόνια που θα είχε κλείσει· όπως συνηθίζω άλλωστε… Συνειδητοποίησα ότι η απόσταση του χρόνου κάνει τα πράγματα πιο δελεαστικά. Πόσο περισσότερο, αναρωτιέμαι όταν βλέπω τον Στέλιο Μαλάκο να αιωρείται σχεδόν από το ταβάνι, να κάνει «παιχνίδι» με τον Φάνη Νικόπουλο; Τις Κυριακές από τις έξι και μετά παίζουν τα παιδιά live στο Δικαστικό, «Άντρες έτοιμοι για όλα» λέγεται το μουσικό σχήμα. Και μπράβο τους. Το κέφι που δημιουργούν είναι φοβερό, όπως η ενέργεια που μεταδίδουν στο χώρο, ακόμη και σε όσους διάβαζαν βιβλίο πριν στον καναπέ τους…

Η λοιπή παρέα είναι ήδη απογειωμένη. Πιο πριν ήταν στο Ten Doors που είχε live συναυλία με την Evita και τους Val Boys. Αυτή ξεκινά γύρω στις 4 το απόγευμα. Δεν υπάρχουν πολλά για να πεις, είναι ένα γνωστό επιτυχημένο σχήμα. Για πρώτη φορά όμως προσέχω ότι τα live μεταξύ των διαφορετικών μπαρ είναι σχεδόν συντονισμένα… την ώρα που τελειώνει το ένα, αρχίζει το άλλο. Ενδιαφέρον.

Την ώρα που σκέφτομαι τα παραπάνω, τελειώνει το live στο Δικαστικό. Και τώρα; «Τώρα δεν πάω σπίτι» σκέφτομαι, η διαδικασία έχει ξεκινήσει… «Στο Jackon’s» είναι η απάντηση που παίρνω. Το Jackon’s έχει και αυτό live νωρίς τις Κυριακές τα βράδια, με ενημερώνουν. Ο Καμπακάκης Ηλίας με την Άννυ έπαιζαν την προηγούμενη Κυριακή. Στο Jackon’s λοιπόν… Όταν φτάνουμε, μας ενημερώνουν, οι υπεύθυνοι στην είσοδο αυτή τη φορά, ότι δεν μπορούμε να μπούμε. Επικρατεί μια αμηχανία… Λαρισαίοι τόσα χρόνια, στη νύχτα τόσα χρόνια, πως γίνεται να μην μπορούμε να μπούμε; Μας εξηγούν όμως ότι δεν χωράμε να μπούμε από την κεντρική είσοδο. «Μπορείτε, αν θέλετε, να σας βάλουμε από την πίσω πόρτα»… Είναι η ατάκα που πυροδοτεί την ατμόσφαιρα. Αναμενόμενο. «Υπάρχει πίσω πόρτα;» αναρωτιόμαστε όλοι… Ναι φυσικά, μας απαντούν και μας ζητάνε να τους ακολουθήσουμε. Μπαίνουμε στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, διασχίζουμε ένα διάδρομο, φτάνουμε στο τέλος, ανοίγει μια πόρτα δεξιά μας, βρισκόμαστε στον ακάλυπτο του Jackon’s, περνάμε ανάμεσα σε κιβώτια και άλλα συναφή, ανοίγει μια πόρτα και ξαφνικά βρισκόμαστε μέσα στο μαγαζί, απλά από την πίσω πλευρά και μπορούμε να προσεγγίσουμε το μπαρ από πίσω. Έχω ενθουσιαστεί. Τί καλύτερο θα μπορούσε να μου συμβεί μια Κυριακή βραδάκι; Στο μυαλό μου έρχονται διάφορες ιστορίες που έχουν λάβει χώρα στο εξωτερικό… τότε στο Βερολίνο που χτυπούσαμε ένα κουδούνι σε μια πόρτα κάτω από μια γέφυρα ή τότε που σε μια εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία χτυπούσαμε πάλι το κουδούνι, λέγαμε το παρασύνθημα όμως, ξεκλείδωναν, μπαίναμε και ξανακλείδωναν… ‘Η όπως τότε που ήμασταν σε ένα πολύ κυριλέ μπαρ-εστιατόριο στη Λυών, με βελούδινες κουρτίνες και σεπαρέ, που από κάποια στιγμή και έπειτα λειτουργούσε ινκόγκνιτο· οι κουρτίνες έκλειναν, η κεντρική είσοδος κλείδωνε, το μαγαζί έμοιαζε κλειστό. Όσοι όμως ήμασταν μέσα συνεχίζαμε να διασκεδάζουμε. Όταν θέλαμε να φύγουμε μας οδηγούσαν οι του καταστήματος σε μια υπόγεια στοά με θόλους δίπλα στις τουαλέτες, η οποία οδηγούσε σε μια έξοδο στην πίσω πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου που βρισκόταν το μαγαζί. Ένιωθες σαν να είχες συμμετάσχει σε κάτι ιδιωτικό, μυστικό, για λίγους και εκλεκτούς. Γινόσουν μέρος του αφηγήματος. Και σου άρεσε.

Έτσι συνέβη και στο Jackon’s. Από την πίσω πόρτα που μπήκαμε, βγήκαμε. Και η Λάρισα έμοιαζε διαφορετική…

Όλα είναι θέμα οπτικής τελικά. Και αυταπάτης.

Και η Λάρισα τις Κυριακές στη δίνει· την αυταπάτη και την εμπειρία, την διασκέδαση.

*Εξαιρετικά αφιερωμένο στον Ι.Α. (ή Γιώτα Α.)

Ε.Μ.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω