Στη μεταπολεμική Λάρισα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, τότε που ο πληθυσμός της ήταν πιο μικρός και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, έδρασαν στο κέντρο της πόλης κάποιοι μικροπωλητές, πλανόδιοι και μη, και κάποιοι «γραφικοί» οι οποίοι υπήρξαν τεράστιες μορφές της τοπικής κοινωνίας και οι παλιότεροι θα τους θυμόνται ακόμη.
Αυτές οι μορφές της παλιάς Λάρισας σκιαγραφούν την ανθρωπογεωγραφία μιας πόλης και μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια… και που για τους νεότερους φαντάζει σαν σκηνές από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία… σαν σκηνές από το «Λίζα και η Άλλη» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να φωνάζει για την πραμάτεια της «τσατσάρες, τσιμπιδάκια φιλέ για τα μαλλιά»…
Αποτελούσαν μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής κάστας, της φτωχολογιάς, που έκανε επαγγέλματα που πλέον έχουν εξαφανιστεί, τον λούστρο, τον κουλουρά, τον παγωτατζή… οι οποίοι αναμειγνύονταν με τη μεσαία και την αστική τάξη καθημερινά.
Μερικοί από αυτούς υπήρξαν ιδιαίτερες περσόνες, οι γραφικοί της πόλης, που οι Λαρισαίοι τους γνώριζαν με τα μικρά τους ονόματα, τους έκαναν πλάκα με καλή διάθεση γιατί ταυτόχρονα με κάποιο τρόπο τους αγαπούσαν να τους θεωρούσαν μέρος της ζωντάνιας της παλιάς Λάρισας.
«Η πόλη που δεν έχει «τρελούς» ή τύπους έχει χάσει την ψυχή της» έγραψε ο ψυχίατρος και συγγραφέας Μάκης Λαχανάς στο βιβλίου «Η πόλις» που αποτελεί μια μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας.
Για κάποιες από αυτές τις προσωπικότητες έγραψε εκτός από τον Μάκη Λαχανά και ο Τάσος Πουλτσάκης σε άρθρα του στην «Ελευθερία».
Ο φωτογράφος Μίμης Γκουσκούνης έκανε τα πορτραίτα δέκα εξ αυτών, τα οποία για πολλά χρόνια κοσμούσαν τους τοίχους στο τσιπουράδικο του Σπανού στην Πλατεία Λάου. Τα αρχείο του ανήκει πλέον στον εγγονό του και επίσης φωτογράφο Δημήτρη Γκουσκούνη, ο οποίος παραχώρησε στο onlarissa.gr τρεις φωτογραφίες… του Φιλιππάκου του λούστρου, του Αλέκου του κουλουρά και του γνωστού Μάχου ή Φον Τελεμάκ.
Φιλιππάκος ο λούστρος
Ο Φιλιππάκος ήταν λούστρος που τον έβρισκες πάντα στην κεντρική Πλατεία.
Βερνίκωνε και γυάλιζε τα παπούτσια των περαστικών με το κασελάκι του, που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών. Ο πελάτης άπλωνε το πόδι του στη βάση απ’ το κασέλι και όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν…
«Στην κεντρική πλατεία, εκεί που σήμερα βρίσκονται τα στέγαστρα της αφετηρίας-στάσης των αστικών λεωφορείων, ήταν παρατεταγμένοι οι λούστροι με τα καλαίσθητα κασελάκια τους, οι οποίοι, χτυπώντας τα με τις βούρτσες τους, καλούσαν τους περαστικούς για ένα περιποιημένο βάψιμο-γυάλισμα των σκονισμένων παπουτσιών τους. Θυμάμαι μερικούς τύπους απ’ αυτούς, όπως τον Φιλιππάκο, τον Α…τα…τα και τον… οικότροφο της Λέσχης των Αξιωματικών, τον Ταξίαρχο, με την μακριά στρατιωτική Χλαίνη, χειμώνα-καλοκαίρι, να διαπληκτίζεται με τους λούστρους» γράφει σχετικά ο Τάσος Πουλτσάκης σε άρθρο του στην «Ελευθερία».
Αλέκος ο κουλουράς
Ο Αλέκος ο κουλουράς ήταν πλανόδιος πωλητής κουλουριών τότε που στη Λάρισα δεν υπήρχαν street café και πολυτελείς φούρνοι…
Κυκλοφορούσε στους εμπορικούς δρόμους της πόλης με μια τάβλα για κουλούρια, η οποία ισορροπούσε στο κεφάλι του πάνω σε ένα χοντρό υφασμάτινο στεφάνι. Είχε μια τεράστια, άσχημη φαλάκρα…. Όταν κάποιος περαστικός ζητούσε κουλούρι, σήκωνε το χέρι του και το έπιανε δεξιοτεχνικά από την τάβλα στο κεφάλι του χωρίς να χάσει την ισορροπία του.
Τους κουλουράδες ή κουλουρτζήδες τους αποκαλούσαν εκείνη την εποχή και σιμιτζήδες από την τούρκικη λέξη «σιμίτ». Το κύριο εμπόρευμά τους ήταν το κουλούρι Θεσσαλονίκης, με δακτυλιοειδές σχήμα και πολύ σουσάμι.
Μάχος ή Φον Τελεμάκ
Ο Μάχος υπήρξε η πλέον γραφική φυσιογνωμία της πόλης. Ο ψυχίατρος και συγγραφέας Μάκης Λαχανάς τον συμπεριέλαβε στον κεφάλαιο «Ο Αγάλου» στο βιβλίο του «Η πόλις».
Παραθέτουμε αυτούσια κάποια αποσπάσματα, καθώς περιγράφουν με λεπτομέρειες τον Μάχο ή τον Φον Τελεμάκ για τους Λαρισαίους, Τηλέμαχο για τον Λαχανά που τον γνώριζε από την παιδική του ηλικία, καθώς η οικογένειά του Τηλέμαχου, ο πατέρας του ήταν γιατρός μαιευτήρας, μετακόμισε σε ένα τρίπατο σπίτι στην οδό Ισχομάχου, στη γειτονιά που μεγάλωσε ο Μάκης Λαχανάς.
«Και τα τρία παιδιά ήταν προικισμένα. Βέβαια ο Τηλέμαχος ήταν λιγάκι παραπροικισμένος. Ήταν διαρκώς αντιρρησίας και θα έλεγα και καβγατζής. Θύμωνε εύκολα, αποσύρονταν από τα παιχνίδια και απομονώνονταν. Ανέβαινε πάνω στο τρίτο πάτωμα, που ήταν χωρίς έπιπλα, κι εκεί είχε εγκαταστήσει το βασίλειο των φαντασιώσεών του. Μάθαινε με ευκολία γλώσσες, χωρίς βέβαια σύστημα, κι είχε και ένα βιολί. Πολλές φορές έμενε πάνω στο τρίτο πάτωμα σχεδόν ολόκληρη τη μέρα γρατζουνώντας φρικτά το βιολί του (…) Έπειτα για να μας εντυπωσιάσει, ντυνόταν κάπως παράξενα. Κρεμούσε διάφορα πράγματα από τα ρούχα του και μας μιλούσε ατελείωτα με τα δικά του γερμανικά. Κυριαρχούσε η λέξη «φαφλούχτεν», μπορεί και να μην ήξερε την έννοιά της, του άρεσε όμως ο σκληρός ήχος της λέξης.
Αργότερα αυτές οι εμφανίσεις γινόταν και στο Γυμνάσιο. Τότε άρχισε να γίνεται δραματική η κατάσταση. Οι μαθητές τον προγκάριζαν, τον ερέθιζαν, του έκανα διάφορες πλάκες, του έπαιρναν τα μετάλλια που είχε κρεμασμένα, – που τα βρισκε τόσα μετάλλια; Στην τάξη διαμαρτύρονταν στον καθηγητή, αυτός βρισκόταν σε δύσκολη θέση να απαντήσει στις παράξενες ερωτήσεις του, τελείωνε το μάθημα και άντε πάλι απ΄ την αρχή με τον Τηλέμαχο. Ήταν αυτός και κανείς άλλος, που είπε ότι ονομάζεται «Φον Τελεμάκ», είχε προφανώς ανακαλύψει ότι το «Φον» ήταν τίτλος ευγενείας στη Γερμανία. Κι έκτοτε έμεινε· «Φον Τελεμάκ».
Αργότερα άρχισε να μην μπαίνει στην τάξη. Καθόταν στο προαύλιο ή μονολογούσε ή έκανε κουβέντα με τους περαστικούς, συζητούσε καλά, είχε μυαλό ξυράφι. Κι όσα μαθαίναμε εμείς στο σχολείο έπειτα τα διάβαζε σπίτι του κι ήταν έτοιμος να μας τα πει, να μας κάνει ερωτήσεις, να συμπληρώσει. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, προσπάθησε να κολλήσει σε αυτούς, γιατί το πάθος του ήταν τα γερμανικά. Αυτοί στην αρχή τον πήραν στα σοβαρά, έπειτα όμως τον απόδιωξαν. Επέστρεψε στο προαύλιο του Γυμνασίου, δεν έμπαινε στην τάξη.
Ντυνόταν με πολύχρωμα ρούχα, φορούσε μετάλλια και γενικά η προσωπικότητά του άρχισε να «αποδομείται». Στο σπίτι δεν του έδινα σημασία. (…) Ο «Φον Τελεμάκ» όδευε προς την ψύχωση, χωρίς όμως ίχνος επιθετικότητας. Αμύνονταν μονάχα, όταν τα παιδιά, και οι μεγάλοι ακόμα, του ρίχνονταν. Όταν πέρασαν τα χρόνια, παγιώθηκε η κατάστασή του, ήταν ο «Φον Τελεμάκ», έγινε αποδεκτός στις παρέες, τον κερνούσαν κρασί, ποτά, έλεγε έξυπνες αρλούμπες, οι άλλοι γελούσαν, έσπαζαν πλάκα. Του ΄δωσαν κι άλλα επίθετα και ο Τηλέμαχος πάχυνε, ασχήμυνε, φορούσε χοντρά, μυωπικά γυαλιά, ήταν κοντός, και γυρόφερνε μόνος του προς γενική τέρψη των λογικών.
Καθιερώθηκε πλέον σαν τύπος της πόλης. Το πιστεύω ακράδαντα. Η πόλη που δεν έχει «τρελούς» ή τύπους έχει χάσει την ψυχή της. Ο Τηλέμαχος ήταν ένα κομμάτι της ψυχής της πόλης. Τώρα η πόλη δεν έχει τρελούς ούτε τύπος να περιφέρονται στην αγορά. Η πόλη έχει χάσει την ψυχή της. Η πόλη έχει τέσσερις ψυχιατρικές κλινικές. Αρκετές για να φιμώσουν την ψυχή της πόλης. Πότε πέθανε ο Τηλέμαχος; Ήταν συνομήλικός μου. Πάντως έφυγε, Ησύχασε. Κι ο κόσμος ησύχασε».
Εύη Μποτσαροπούλου