Μια άγνωστη ιστορία από την Πλατεία Εξαρχείων με πρωταγωνίστρια μια ηθοποιό που μας χάρισε εκπληκτικές στιγμές στην μεγάλη οθόνη

Έμεινε στην ιστορία ως «η καταραμένη ποιήτρια» των Εξαρχείων. Έπαιξε δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Οι… δαίμονές της την οδήγησαν σε μια ζωή μακριά από τα συμβατικά. Η Κατερίνα Γώγου, έφτασε μέχρι την Αντιτρομοκρατική ως ύποπτη συμμετοχής στην τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη»!

Έζησε τη ζωή της στα Εξάρχεια. Δίπλα σε αναρχικούς, τα «μαύρα πουλιά» που «όλο ταξιδεύουν, γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στα ποιήματά της.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 1980, μια σειρά γεγονότων την οδήγησαν στην Ασφάλεια να ανακρίνεται ως ύποπτη για μια εκ των επιθέσεων της «17 Νοέμβρη».

Κατερίνα Γώγου: Η ζωή της ένα παραμύθι

Γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του Ιουνίου του 1940. Ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι, με έντονο βλέμμα. Ανήσυχο πνεύμα, έδειξε από μικρή ηλικία την τάση της. Ήταν μόλις 5 ετών όταν άρχισε να παίζει σε θεατρικές παραστάσεις. Δεν άργησε να λάβει και τον τίτλο του «παιδιού θαύματος».

Έζησε στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Σπούδασε στην σχολή του Τάκη Μουζενίδη υποκριτική και τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα. Αν και ο πατέρας της, με τον οποίο έμενε μέχρι την εφηβεία, ήταν πολύ αυστηρός, ήταν εκείνος που την βοήθησε να ασχοληθεί με την υποκριτική. Από μικρή συμμετείχε σε θεατρικούς θιάσους και μόλις 12 ετών έκανε κινηματογράφο, στην ταινία ” Ο Άλλος”. Συνολικά έπαιξε σε 14 ελληνικές ταινίες και κέρδισε το 1988 το βραβείο ερμηνείας A’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία “Βαρύ Πεπόνι” που πρωταγωνίστησε, με σκηνοθέτη τον Παύλο Τάσιο.

Ο Παύλος Τάσιος έγινε ο σύντροφος της και απέκτησαν μαζί μία κόρη, την Μυρτώ. Στην προσπάθειά της να σώσει την κόρη της από τα ναρκωτικά, η ίδια παρασύρθηκε από αυτά.

Κατάφερε να κρατηθεί στην ζωή μέχρι τα 53 της χρόνια, ώσπου δεν άντεξε και το 1993 αυτοκτόνησε. Ως ηθοποιός συνήθως επιλεγόταν για τον ρόλο ενός ανέμελου κοριτσιού, γεμάτο τσαχπινιά. Δούλεψε σε παιδικούς θιάσους και συνέχισε σαν επαγγελματίας ηθοποιός σε θέατρο και κινηματογράφο. Ατίθαση στο “Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο”, χορός ασταμάτητος στο “Μια τρελή, τρελή οικογένεια”. Ίσως η υποκριτική να ήταν η δική της διέξοδος, για να ξεφύγει από τα προβλήματά της. Πρόκειται για μια γυναίκα με επαναστατικό πνεύμα, το οποίο εκφραζόταν έντονα μέσα από το ποιητικό της έργο.

Τα ποιήματά της πήγαζαν από το αντιεξουσιαστικό της πνεύμα, με το βλέμμα στραμμένο στις πορείες και τους αγώνες. Υπήρχε στο γράψιμο της μια οργή η οποία γεννούσε την ελπίδα.

Οι επαφές με τον αναρχικό χώρο

Η επαφή της Γώγου με τον αναρχικό χώρο ήταν καταλυτική. Ήταν σχέση ζωής. Από ηθοποιός που έπαιζε χαρούμενους ρόλους, μετατρέπεται σε μια οργισμένη ποιήτρια που μέσα από τα γραπτά της, αναβλύζει επαναστατικότητα.

Συμμετέχει σε κινητοποιήσεις αναρχικών και δε διστάζει να εκφράσει δημόσια την αλληλεγγύη της σε διωκόμενους όπως ο Κυριάκος Μαζοκόπος ή ο Μάκης Μπουκουβάλας που είχε συλληφθεί επειδή επειδή είχαν βρεθεί δακτυλικά του αποτυπώματα στη «γιάφκα» της οδού Καλαμά στα Σεπόλια που είχε συνδεθεί με την «Αντικρατική Πάλη» και τον Χρήστο Τσουτσουβή.

Η Γώγου παρά το γεγονός πως ήταν ένα ιδιαίτερα γνωστό πρόσωπο και μια αναγνωρισμένη ηθοποιός δεν δίσταζε να συχνάζει σε καταλήψεις στα Εξάρχεια, να διοργανώνει συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς ή ενάντια στην κρατική καταστολή.

Τα ποιήματά της ήταν γεμάτα από κοινωνικά μηνύματα. Έγραφε για τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Για όσους είχαν βρεθεί στο περιθώριο. Ταυτόχρονα πάλευε με τους δικούς της δαίμονες που την «έσπρωξαν» στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.

Η εκτέλεση των Πέτρου και Σταμούλη και η «εμπλοκή» της Γώγου

Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Ιανουαρίου του 1980. Νωρίς το βράδυ ο υποδιοικητής των ΜΑΤ, Παντελής Πέτρου φεύγει από το γραφείο του στην οδό Πειραιώς και με τον οδηγό του, αστυφύλακα Σωτήρη Σταμούλη, κατευθύνονται στο Παγκράτι όπου ήταν το σπίτι του πρώτου.

Στην οδό Στίλπωνος, ωστόσο, μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του Πέτρου, πέφτουν πάνω σε ενέδρα που τους είχαν στήσει μέλη της «17 Νοέμβρη». Τους πυροβολούν συνολικά 11 φορές με 45αρια πιστόλια. Ο Πέτρου δέχεται έξι από τις σφαίρες και χάνει τη ζωή του ακαριαία. Ο Σταμούλης δέχεται τις άλλες πέντε αλλά καταφέρνει να βγει από το αυτοκίνητο, δίνει σε μια περαστική τον ασύρματό του και της ζητά να ειδοποιήσει την αστυνομία. Λίγες ημέρες μετά θα υποκύψει στα τραύματά του.

Στο σημείο της εκτέλεσης βρίσκονται προκηρύξεις της «17Ν» με τίτλο «Φόλα στα κοπρόσκυλα των ΜΑΤ – Τα ΜΑΤ είναι οι βασανιστές του Καραμανλή». Αμέσως ξεκινάνε οι έρευνες της αστυνομίας. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες ανακρίνονται. Ένας από αυτούς μιλάει για τους εκτελεστές αλλά και για μια γυναίκα που συμμετείχαν στην ενέργεια.

Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, τους είπε πως η γυναίκα αυτή ήταν η Κατερίνα Γώγου, την οποία είδε να τρέχει προκειμένου να απομακρυνθεί από το σημείο. Μετά από λίγη ώρα μια ομάδα αστυνομικών πήγε στο σπίτι της Γώγου, έσπασε την πόρτα και σχεδόν σηκωτή την μετέφεραν στην Ασφάλεια όπου την ανέκριναν.

Κανείς δεν ξέρει αν πραγματικά υπήρξε ποτέ αυτή η μαρτυρία ή ήταν μια προσπάθεια να… τιμωρηθεί η Γώγου για τη δημόσια δράση της ενάντια στην αστυνομία. Το ζήτημα είναι πως μετά από πολύωρες και εξαντλητικές ανακρίσεις η Κατερίνα Γώγου αφέθηκε ελεύθερη διότι δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο σε βάρος της. Η μαρτυρία δεν βγήκε ποτέ από τα συρτάρια.

Η μήνυση στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1986, μάλιστα, έφτασε -σε μια άκρως συμβολική κίνηση- στο σημείο να κάνει… μήνυση στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Αντώνη Δροσογιάννη και τον τότε αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Νίκων Αρκουδέα, επειδή στις 28 Σεπτεμβρίου σε ροκ συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού, χτυπήθηκε άγρια από αστυνομικούς, σε επεισόδια που είχαν γίνει εκεί.

Όντας απόλυτα αυτοκαταστροφική είχε πάρει ένα δρόμο δίχως επιστροφή. Εγκατέλειψε τα πάντα. Ακόμα και τις αγαπημένες τις πολιτικές δράσεις. Έχασε κάθε νόημα για τη ζωή και το τέλος δεν άργησε να έρθει. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993, βρέθηκε νεκρή μέσα στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της στο Μεταξουργείο. Αιτία θανάτου, ένα «κοκτέιλ» από χάπια και αλκοόλ.

Το πρωινό εκείνης της ημέρας η Γώγου, είχε συναντηθεί με τον συγγραφέα Γιώργο Χρονά. «Ήταν περίπου 7:15 και μου είπε ‘’δεν σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα, βάλε μου να πιώ’’. Έβλεπε το μπουκάλι με το ουίσκι που ήταν πίσω από το κεφάλι μου και 7:15 το πρωί της έβαλα και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας μου είπε ‘’Φεύγω, πάω για κει’’» , περιγράφει ο ίδιος.

Πηγή

Περισσότερα Εδω