Πάει μία δεκαετία από τότε που το ξενοδοχείο «Ολύμπιος Ζεύς», ένα καλοκαιρινό θέρετρο – στολίδι της Ραψάνης δέχθηκε τον τελευταίο του επισκέπτη, κλείνοντας για πάντα τις πύλες του και αποτελώντας έκτοτε «φάντασμα» αυτού που ήταν κάποτε.

Το onlarissa.gr απευθύνθηκε και συνομίλησε με κατοίκους της περιοχής, τη γραμματεά του Μορφωτικού Συλλόγου Ραψάνης, κ. Ευαγγελία Βλαχοστέργιου και τον πρόεδρο, κ. Αστέριο Παζάρα, οι οποίοι μοιράστηκαν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του ξενοδοχείου, τις αιτίες που το οδήγησαν στην παρακμή, αλλά και τις ενέργειες της τοπικής κοινωνίας στην προσπάθειά της να δώσει στο μέρος νέα ζωή, που δυστυχώς ωστόσο οδηγούνται διαρκώς σε αδιέξοδο.

Της Ζωής Μπουρουτζή 

Το «ονειρεμένο» ξενοδοχείο στο βουνό 

Όπως περιγράφει η κ. Βλαχοστέργιου σε κείμενό της, που δημοσιεύθηκε στη σελίδα του Μορφωτικού Συλλόγου Ραψάνης στο facebook, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 παρόλο που η περιοχή άρχιζε σιγά σιγά να γνωρίζει μείωση στον μόνιμο πληθυσμό της, εξακολουθούσε όμως να αποτελεί ελκυστικό καλοκαιρινό προορισμό. Αυτό το γεγονός είναι που προσέλκυσε τον επιχειρηματία, Φίλιππο Τσόκανο, ο οποίος, αν και χωρίς ρίζες από την περιοχή, αποφασίζει να δώσει ζωή στο όνειρό του, ένα δικό του ξενοδοχείο στο βουνό.

Χτίζει λοιπόν το ξενοδοχείο «Ολύμπιος Ζεύς», το οποίο, όντας «δίπλα σ’ ένα καταπράσινο πευκοδάσος, σε ύψωμα 600μ. και σε μια έκταση 5.000τ.μ. περίπου, έδινε τη δυνατότητα στον επισκέπτη να απολαύσει μια πανοραμική θέα απέναντι, προς το δάσος των Αγίων Θεοδώρων, αλλά και να απλώσει τη ματιά του μέχρι το Θερμαϊκό κόλπο, στο Αιγαίο».

«Όπως μας αφηγείται κατά τη συνάντηση μας στις 28 Νοεμβρίου του 2019, ο Χρήστος Τσόκανος, γιος του ενός από τους ιδιοκτήτες του Ξενοδοχείου, του Φίλιππου Τσόκανου», περιγράφει η κ. Βλαχοστέργιου, «το ξενοδοχείο είχε πάρα πολλή κίνηση ειδικά τα Σαββατοκύριακα, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, και το καλοκαίρι, με επισκέπτες κυρίως από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και άλλες πόλεις. Ήταν επίσης το ορμητήριο πολλών κυνηγών, οι οποίοι διέμεναν εκεί κατά την κυνηγητική περίοδο.

Στο χτίσιμο του ξενοδοχείου δούλεψαν πολλά μαστόρια από τη Ραψάνη, αλλά και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, πολλοί κάτοικοι του χωριού εργάστηκαν σ’ αυτό. Λειτουργούσε επίσης εστιατόριο, με τις κουζίνες να βρίσκονται στο υπόγειο, ενώ η προμήθεια του ψωμιού, των κρεάτων και του κρασιού γινόταν από μαγαζιά του χωριού. Βέβαια, παρόλο που υπήρχε εστιατόριο στο ξενοδοχείο, οι πελάτες συχνά κατέβαιναν για φαγητό στις ταβέρνες της πλατείας».

Η πώληση στο Τ.Υ.Π.Ε.Τ. και τα χρόνια της ακμής για τη Ραψάνη

Το Ξενοδοχείο λειτούργησε το 1984 και μετέπειτα πουλήθηκε στο Τ.Υ.Π.Ε.Τ., το Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας, τον Ασφαλιστικό Φορέα δηλαδή των εργαζομένων και των συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζα, που είχε ως αποτέλεσμα, όπως εξηγεί η κ. Βλαχοστέργιου, την βελτίωση των εγκαταστάσεών του.

«Το Ξενοδοχείο αρχικά διέθετε 40 δωμάτια, αλλά όταν ήρθε στην ιδιοκτησία της Τράπεζας προστέθηκαν άλλα 20, ενώ παράλληλα έγιναν εργασίες για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, τσιμεντοστρώθηκε τμήμα του κοινοτικού δρόμου, κατασκευάστηκε προστατευτικό τοιχίο κατά μήκος του Κοινοτικού Γυμναστηρίου, ενώ τη νύχτα φωτιζόταν από ισχυρούς προβολείς. Τα εγκαίνια έγιναν στις 30 Δεκεμβρίου του 1984».

Στα χρόνια που λειτούργησε προσέφερε πολλά στην τοπική κοινωνία, τόνωσε την τοπική οικονομία, απασχολώντας τους ντόπιους σε θέσεις εργασίας, ενώ «το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Υ.Π.Ε.Τ. αθλοθέτησε βραβεία για τους πρωτεύσαντες μαθητές του Δημοτικού Σχολείου και υποσχέθηκε να φιλοξενεί τέσσερα άπορα παιδιά ηλικίας 8-15 ετών στις θερινές εγκαταστάσεις του Διόνυσου Αττικής για 20 μέρες. Παράλληλα κατά τη λειτουργία του υπήρξε ένα πλέγμα σχέσεων με την τοπική κοινότητα σε ότι αφορά τον πολιτιστικό τομέα, μια και στον μεγάλο χώρο που διέθετε, διοργανώνονταν χοροί με ορχήστρα, αλλά και άλλες εκδηλώσεις».

Το ξενοδοχείο έκλεισε τις «πύλες» του το 2014, βάζοντας φρένο σε ένα σημαντικό κομμάτι του τουρισμού της Ραψάνης και «κλείνοντας» μια ολόκληρη εποχή για τον τόπο. Οι Γενικές Συνελεύσεις του Τ.Υ.Π.Ε.Τ. δεν απέδωσαν ποτέ σε αποφάσεις και ενέργειες συντήρησης και ανακαίνισης, με αποτέλεσμα οι εγκαταστάσεις του να έχουν αφεθεί έκτοτε στο έλεος του καιρού και του χρόνου.
«Είχαν πει ότι ο κόσμος προτιμά τα παραθαλάσσια θέρετρα, σιγά σιγά άρχισαν να αραιώνουν οι επισκέψεις και τελικά έκλεισε», αναφέρει ο πρόεδρος της Ραψάνης, κ. Αστέριος Παζάρας.

«Η τοπική κοινωνία προβληματίζεται μεν, αλλά παραμένει στον προβληματισμό», σημειώνει και η κ. Βλαχοστέργιου. «Ο προηγούμενος πρόεδρος της Ραψάνης, ο κ. Ζήλος είχε κάνει κάποια κίνηση με τον τότε Δήμαρχο, απευθύνθηκαν στον κ. Νταβέλη για να το διαμορφώσουν ως γηροκομείο. Κάποια τέτοια πληροφορία είχαμε, αλλά η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε.

Υπήρξαν κατά καιρούς δηλαδή προσπάθειες, χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ανήκει στο Ταμείο των Υπαλλήλων, οι οποίοι επανειλημμένως στις συνελεύσεις τους, από ό,τι είχα βρει, έκαναν νύξη ότι το κτήριο αυτό τους στοιχίζει πάρα πολλά χρήματα, εκατομμύρια δηλαδή και παραμένει έτσι, δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν. Δεν θέλουν, δεν μπορούν; Δεν ξέρω. Οπότε και η τοπική κοινωνία κάνει μεν προσπάθειες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τα τελευταία μάλιστα δύο, τρία χρόνια δεν ξαναέγινε κάποια αναφορά ή κινητοποίηση».

«Η τοπική κοινωνία θέλει να δουλέψει το ξενοδοχείο, σίγουρα θα μπορούσε να φέρει ανάπτυξη στη Ραψάνη», προσθέτει ο κ. Παζάρας.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της κ Βλαχοστέργιου εδώ.

Φωτογραφίες: Καλλιόπη Γαζέτα

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω