Πριν μπούμε στο κυρίως θέμα του παρόντος – τους Λαρισαίους και ό,τι δηλαδή τους εξοργίζει, τους εκνευρίζει, τους κάνει έξαλλους, τους «ανάβει τα λαμπάκια βρε αδερφέ» – θα έπρεπε να επιχειρήσουμε μια γεωγραφική, ανθρωπογραφική, κοινωνιολογική και, γιατί όχι, εθνολογική, πολιτισμική και ψυχαναλυτική χαρτογράφηση και ανάλυση;
Μάλλον όχι.
Τα ίδια πράγματα, για παράδειγμα, μπορούν να κάνουν έξαλλο έναν Λαρισαίο, έναν Αθηναίο, έναν Παριζιάνο, έναν Νεοϋορκέζο ή, πιο γενικά πάντα ενδεικτικά, έναν Έλληνα, έναν Ιταλό, έναν Σουηδό, έναν Γάλλο;
Παίζει ρόλο η πόλη, η χώρα, ή ήπειρος, η φυλή;
Οι Έλληνες, ας ξεκινήσουμε με εμάς, είμαστε, κατά κοινή ομολογία, γκρινιάρηδες. Από ότι φαίνεται σε όλες τις εποχές – τις ιστορικές, όχι τις κλιματικές, αν και σε αυτές δείχνει υπερβάλλον ζήλο – ο Έλληνας γκρινιάζει. Και ο Ιταλός όμως θεωρητικά το ίδιο κάνει. Και ο Γάλλος λένε είναι ένας Ιταλός σε κακή διάθεση… και πάει λέγοντας.
Πόσο πολύ τελικά απέχει ο εκνευρισμός ανά γεωγραφική και εθνογραφική κατανομή;
Προφανώς, όχι πολύ.
Δεν γίνεται να μην λάβουμε υπόψη ότι η ευερεθιστότητα και ο εκνευρισμός είναι ίδιον της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει, ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου, έθνους και λοιπών ιδιομορφιών. Όπως και ότι ο θυμός, αποτέλεσμα της ευερεθιστότητας, μπορεί να είναι υποκειμενικός λόγω της ψυχοσύνθεσης του ατόμου, αλλά κάλλιστα μπορεί να είναι και αντικειμενικός, προκαλούμενος από εξωγενείς παράγοντες, εξωτερικές συνθήκες που δυσκολεύουν λιγότερο ή περισσότερο τη διαβίωση και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου μέσα σε μια κοινωνία.
Για αυτό έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τα ειδικά χαρακτηριστικά της γκρίνιας και του θυμού των κατοίκων διαφορετικών χωρών και πόλεων.
Ο Λαρισαίος, που είναι και το θέμα μας, εκτός από τις κλασικές πηγές εκνευρισμού που μπορεί να νιώθει ένας κάτοικος ή επισκέπτης στις περισσότερες πόλεις, έχει μια βασική ιδιαιτερότητα. Την κυκλοθυμία.
Εν δυνάμει παντού όλοι οι πολίτες εκνευρίζονται για παράδειγμα με το κυκλοφοριακό, με το παρκάρισμα, με την ανεπαρκή καθαριότητα των δημοσίων χώρων, με τους κακοφτιαγμενους δρόμους, το μποτιλιάρισμα, τα πεζοδρόμια· με τους αγενείς συμπολίτες και δη όσους δουλεύουν σε υπηρεσίες, στην εστίαση, στα εμπορικά καταστήματα, ή αντιστρόφως με την αγένεια των πολιτών και των πελατών, αλλά εδώ σε μας όλα αυτά, όπως και πολλά άλλα προκαλούν μια ιδιάζουσα κυκλοθυμία.
Κλασικό παράδειγμα, για να γίνω κατανοητή, η οδός Παναγούλη, από το ύψος της πλατείας Ταχυδρομείου μέχρι την Κύπρου. Να παρκάρει κανείς ή όχι; Να βάλει ο Δήμος κολονάκια ή όχι; Ιδού η απορία. Και η πηγή τεράστιας, κυκλοθυμικής γκρίνιας και θυμού των Λαρισαίων.
Καταρχάς πρέπει να πούμε ότι σε αυτό το τμήμα της Παναγούλη το παρκινγκ απαγορεύεται. Αλλά ο Λαρισαίος το θεωρεί εξαιρετική λύση για μια σύντομη στάθμευση. Να αγοράσει ένα φάρμακο από τα φαρμακεία της περιοχής. Να ανέβει λίγο σε ένα ιατρείο. Να κατεβάσει ή πάρει το παιδί του από το Γαλλικό Ινστιτούτο ή κάποιο φροντιστήριο, γιατί όχι, και μπαλέτο. Να αγοράσει την μπάλα ποδοσφαίρου ή τη στολή που ο πιτσιρικάς κοντεύει να κάνει κρίση υστερίας για να την πάρει. Να πάρει η νεαρά ή και όχι Λαρισαία ένα κραγιόν, μια μάσκαρα, ένα contouring βρε παιδί μου! Τα βράδια δε, της Παρασκευής και του Σαββάτου δεν υπάρχει πιο hot μέρος για να παρκάρει κανείς και η σύντομη στάθμευση επιμηκύνεται ανάλογα με τα ποτά που θα πιει ο πρωταγωνιστής μας, κι ας έχει αλκοτέστ στα ψαράδικα.
Και δώστου γκρίνια για την απαράδεκτη κατάσταση στην Παναγούλη. Και δώστου νεύρα με την δημοτική αρχή οι Λαρισαίοι. Οι λοιποί. Οι νομοταγείς ή οι άτυχοι που δεν βρήκαν και εκείνοι να παρκάρουν. Και όλοι οι υπόλοιποι που ενδόμυχα θα ήθελαν να μπορούν να τολμήσουν να κάνουν το ίδιο, αλλά….
Τι να κάνει ο Δήμος; Να βάλει κολονάκια. Σε μια φυσιολογική πόλη το θέμα θα λυνόταν εκεί. Αλλά φευ! Ο Λαρισαίος ξαφνικά τρελαίνεται που δεν μπορεί πια να κάνει μια σύντομη ή και παρατεταμένη στάθμευση. Η προηγούμενη δημοτική αρχή κατηγορήθηκε και γιατί τα έβαλε τα κολονάκια και γιατί τα έβγαλε. Μήπως ήταν προεκλογική περίοδος; Και η νέα κατηγορείται που τα έβαλε, γιατί τα υποσχέθηκε!
Ας μην αναφερθούμε δε στα κολονάκια, τα άλλα, αυτά που μπλοκάρανε την είσοδο των αυτοκινήτων στους πεζοδρόμους. Ένα πολυδιαφημισμένο κόνσεπτ για να αποτρέψει τους Λαρισαίους να κυκλοφορούν οδικώς μέσα στο πεζοδρομημένο κέντρο, γεγονός που έκανε έξαλλους τους Λαρισαίους τόσα χρόνια. Μπήκαν τα κολονάκια, αλλά έλα που κάποια σήκωσαν αυτοκίνητα στον αέρα. Έλα που ταξιδιώτες δεν μπορούσαν να φτάσουν στα πάρκινγκ των ξενοδοχείων. Έλα που οι μόνιμοι κάτοικοι σε πεζοδρόμους δεν είχαν πρόσβαση αν η πολυκατοικία τους δεν διέθετε πάρκινγκ. Πώς να κουβαλήσουν ψώνια από το σουπερμάρκετ; Πώς να κουβαλήσουν βαλίτσες όταν πάνε ή γυρίζουν από διακοπές; Πώς να κουβαλήσουν οι γονείς τα κοιμισμένα μωρά στο καθισματάκι του αυτοκινήτου; Γρίνια λοιπόν και πάλι γκρίνια. Βγήκαν τα κολονάκια. Ε και; Σταμάτησαν να γκρινιάζουν οι παραπάνω και ξανάρχισαν όλοι οι άλλοι!
Το θέμα των πεζοδρόμων, άλλωστε, στη Λάρισα είναι μια πονεμένη ιστορία. Είναι καλό το πεζοδρομημένο κέντρο ή μήπως δεν έχουν αφήσει δρόμο για δρόμο. Που θα πάνε τα αυτοκίνητα; Και γιατί περνάνε από τους πεζοδρόμους, εκτός από αυτοκίνητα – το θέμα νομίζω εξαντλήθηκε παραπάνω – ποδήλατα, μηχανάκια και κυρίως μηχανάκια που οδηγούν οι courier! Ανεπίτρεπτο! Αλλά έλα που τα περισσότερα μαγαζιά που υποστηρίζουν delivery βρίσκονται μέσα στους πεζοδρόμους… Έλα που όταν είσαι σπίτι σου και έχεις παραγγείλει καφέ, πίτσα, σουβλάκια και τα συναφή εκνευρίζεσαι αν ο ντελιβεράς αργήσει… Τον ντελιβερά με το μηχανάκι, ως γνωστόν, τον κοιτάς με μίσος μόνο όταν περπατάς στην αγορά, την πεζοδρομημένη κατά πλειοψηφία, ή όταν πίνεις αραχτός το καφεδάκι, το τσιπουράκι ή το ποτάκι σου στα απλωμένα παντού τραπέζια των καφέ και των εστιατορίων.
Και να που φτάσαμε στα τραπεζοκαθίσματα. Αυτή την σταθερή αφορμή γρίνιας, δυσφορίας και λαρισαϊκού θυμού. Κυκλοθυμικού βεβαίως. Γέμισαν οι πεζόδρομοι και τα πεζοδρόμια με τραπεζοκαθίσματα. Δεν χωράς να περάσεις. Με τα πόδια, το ποδήλατο, το μηχανάκι, το αυτοκίνητο, δεν παίζει κανένα ρόλο! Απλά δεν χωράς. Κι αν συμβεί κάτι; Πως θα περάσει το περιπολικό ή το ασθενοφόρο; Έλα ντε… Αλλά έλα που αυτά τα αναρωτιέσαι όταν κυκλοφορείς ή, εδώ είναι εντυπωσιακό, όταν κάθεσαι σε κάποιο από αυτά. Γιατί ήσουν τυχερός. Διαφορετικά, αν είχες ξεποδαριαστεί να βρεις τραπέζι ή σταντ και ο καταστηματάρχης δεν σε εξυπηρετούσε θα γινόσουν έξαλλος! Δηλαδή σε ποιους βγάζουν επιπλέον τραπέζια, μόνο στους γνωστούς και τους επιφανείς;
Έλεος με όλους αυτούς, τους άλλους, τους δήθεν, τους κοσμικούς, που είναι γεμάτη η πόλη!
Δεν κοιτάμε τα χάλια που έχουν οι δρόμοι, οι κανονικοί και αυτοί της ήπιας κυκλοφορίας – πολύ τις μοδός -, που δεν βρίσκεις να παρκάρεις πουθενά, τα πεζοδρόμια, τα γεμάτα παγίδες, που δεν μπορεί να περάσει ένα καρότσι μωρού ή αναπηρικό… Δεν κοιτάμε που είναι πάντα όλα σκαμμένα. Γιατί ως γνωστόν τα έργα υποδομής, τα έργα ανάπλασης του αστικού χώρου, και αυτά που κάνουν οι υπηρεσίες δημοτικές και ιδιωτικές πρέπει να γίνουν ως δια μαγείας. Αφού γίνει ο κυκλικός κόμβος, μπουν τα λουλούδια και τα γλυπτά στα παρτέρια, αφού περάσουν οι οπτικές ίνες, αφού οι δρόμοι γίνουν πιο ήπιοι και άλλοι πεζοδρομηθούν, λες ωραία έγινε η πόλη. Αλλά που; Μόνο στο κέντρο. Οι άλλοι είμαστε πολίτες δεύτερης κατηγορίας! Και πότε ξεκίνησαν; Προεκλογικά. Και πότε τελείωσαν; Καθυστερημένα. Και πως έγιναν; Τσαπατσούλικα.
Πραγματικά έλεος.
Δεν είναι πόλη να ζει κανείς. Και μάλιστα με τέτοιο κλίμα. Γκρινιάζουμε για τη ζέστη, τη ζέστα εννοώ, γκρινιάζουμε για τη βροχή, για το κρύο, άσε άμα χιονίσει… χάος, χάλια, χαλασμός! Άντε να έχει λιακάδα, ωραίος καιρός για τσίπουρα· άντε να έχει συννεφιά, ωραίος καιρός για τσίπουρα. Και με βροχή ακόμα καλύτερα. Και ο καφές στη Λάρισα είναι παντός καιρού. Πως να βρεθείς και να συζητήσεις για όλα αυτά που σε κάνουν έξαλλο άλλωστε; Με κάθε τρόπο θα βρεθείς, και με ζέστη και με κρύο, γιατί έτσι κάνει ο Λαρισαίος. Ο Λαρισινός· ο φερτός, όπως όλοι μας, όπως λέει και ο αγαπητός Ψύρρας…
…
Πριν κλείσουμε το παρόν, και αφού τρολάραμε αρκετά τους Λαρισαίους, δεν γίνεται να μιλήσουμε για γκρίνια και να μην αναφερθούμε στα παράδοξα αυτής, της γκρίνιας και της ευερεθιστότητας, που σαφώς και δεν είναι μόνο λαρισαϊκά χαρακτηριστικά.
Ο ευερέθιστος και ο ήδη εκνευρισμένος είναι επιρρεπής σε οτιδήποτε· οτιδήποτε μπορεί να τον εκνευρίσει ξανά, αυτό κατά βάθος το ξέρει και η γνώση αυτή, έστω η κρυφή παραδοχή, τον εκνευρίζει περισσότερο. Γιατί ο εκνευρισμένος τύπος ξέρει ότι οι ισχυρισμοί του εναντίον του κόσμου είναι αβάσιμοι ή τουλάχιστον υπερβολικοί, και αυτό, επίσης, τον ενοχλεί περισσότερο· τον κάνει έξαλλο! Είναι σαν ο ίδιος ο εκνευρισμός, ως οντότητα, να υποψιάζεται πάντα ότι είναι γελοίος. Επίσης, ο εκνευρισμένος ξέρει ότι πρέπει να ηρεμήσει· και να μην το υποψιάζεται αυθορμήτως, έρχονται όλοι οι άλλοι να του το υπενθυμίσουν, να του πουν να πάρει βαθιές ανάσες, να κάνει υπομονή, να μετρήσει μέχρι το δέκα…. Αλλά έλα που όλα αυτά τον κάνουν να εκνευριστεί ακόμα περισσότερο!
Και να τος ο φαύλος κύκλος!
Άσε που σε σύγκριση με πιο πολιτισμικά αναγνωρισμένες διαθέσεις όπως ο θυμός, η απελπισία, η χαρά, ο τρόμος ή η μελαγχολία, ο εκνευρισμός έχει λάβει ελάχιστη προσοχή. Αυτό λένε κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι· ότι ο εκνευρισμός είναι το πιο μικρό αδελφάκι του θυμού, είναι ένας ανεπαρκής θυμός.
Με αυτή την απαξίωση του εκνευρισμού είχε ασχοληθεί και ο Νίτσε – οξύθυμος και ο ίδιος από τη φύση του – θεωρώντας ότι κανείς δεν έδινε σημασία σ’ αυτή την ανθρώπινη κατάσταση, ακριβώς επειδή ήταν πολύ επιφανειακή. Μήπως, όμως, αυτό που κρύβεται εκεί στην επιφάνεια, είναι αυτό το πιο βαθύ που δεν κατανοούμε για τον εκνευρισμό, το αδερφάκι του θυμού;
*Φωτό εξωφύλλου: Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image
Εύη Μποτσαροπούλου
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις