Θρύλοι και μηθεύματα, ιστορίες που διηγούνται οι μεγαλύτεροι στα παιδιά και έχουν μείνει σαν παραμύθια για διήγηση μέσα στα χρόνια.
Ένας ανατριχιαστικός αστικός μύθος που αφορά τη Λάρισα και την περιοχή του Αλκαζάρ και τον Πηνειό:
“Κάποια καταχνιασμένα πρωινά στη Λάρισα, στη γέφυρα του Αλκαζάρ, φαίνονται δυο σκοτεινές μικρόσωμες σιλουέτες. Από μακριά, εύκολα μπορεί να τις μπερδέψει κανείς με παιδιά που έχουν σταματήσει για να κοιτάξουν το ποτάμι. Αν όμως τις πλησιάσεις, φαίνεται πως κάτι πάει στραβά με τα σουλούπια τους: εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό τους, υπάρχει μία τρύπα. Αν πας να τις αγγίξεις τότε οι δυο μορφές χάνονται σαν να τις πήρε ο αέρας.
Πολύς κόσμος έχει ψάξει για την ταυτότητα των δυο φασματικών αυτών παιδιών. Ιδίως τον περασμένο αιώνα πολλοί ερευνητές πάσχισαν, δίχως επιτυχία, να ταυτίσουν τις δυο σιλουέτες με διάφορα παιδιά που είχαν χαθεί ή πεθάνει κοντά στο σημείο αυτό του Πηνειού. Μα οι ιστορίες για τις μορφές αυτές χάνονται στο βάθος του χρόνου. Υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτές όχι μονάχα απ’ την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κι απ’ τους καιρούς του Βυζαντίου, μα τουλάχιστον απ’ την ελληνιστική περίοδο – σε έναν Ελληνικό Μαγικό Πάπυρο που μεταφράστηκε πρόσφατα, υπάρχει ευθεία αναφορά σε δυο παραποτάμιους ίσκιους με τη μορφή παιδιών.
Οι κάτοικοι της περιοχής ποτέ δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την προέλευση των μορφών – θεωρούν πως είναι σαν να ψάχνει κανείς την καταγωγή του ίδιου του ποταμού. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να θυμούνται διάφορες ιστορίες που έχουν να κάνουν με τις δυο σιλουέτες. Εδώ παραθέτουμε δυο απ’ αυτές:
«Μια φορά, αρχές του 1900, χαράματα Οκτώβρη, πέρασε απ’ τη γέφυρα εκείνη ένας γανωματής από τα Γρεβενά, καβάλα στην άμαξά του. Είδε μες στη μουχλιασμένη ομίχλη τις μορφές, τις πέρασε για παιδιά και τις λυπήθηκε η ψυχή του. Σταμάτησε και φώναξε ν’ ανέβουν στο κάρο που ήταν σκεπασμένο, να μη βρέχονται. Οι ίσκιοι πλησίασαν κι ο γανωματής ταράχτηκε σαν είδε πως δεν είχαν πρόσωπα, μα δεν του πήγαινε η καρδιά να τους αφήσει. Ανέβηκαν τα είδωλα στο κάρο και κούρνιασαν σιωπηλά εκατέρωθεν του τεχνίτη.
Εκείνα τα χρόνια, τα δρομάκια γύρω απ’ το φρούριο ήταν γεμάτα από χωροφύλακες που ήταν στην υπηρεσία των κοτζαμπάσηδων κι έστηναν καρτέρια, ιδίως τις ομιχλιασμένες μέρες. Με το που φάνηκε η άμαξα, τη σταμάτησαν, και σαν είδαν πως ο οδηγός δεν ήταν ντόπιος, πήραν απόφαση να τον λιανίσουν. Μια που κατάλαβε το σκοπό τους ο γανωματής, μια που πύκνωσε η ομίχλη τόσο που δεν έβλεπες ούτε στους δέκα πόντους. Μέσα στην καταχνιά ακουγόταν μονάχα κάτι ρουφηχτά συρσίματα, λες και πέρναγαν θεόρατα σκουλήκια. Λίγα λεπτά αργότερα, μόλις καθάρισε η ατμόσφαιρα, ο γανωματής είδε τα ρούχα των χωροφυλάκων κατάχαμα, αδειανά από σώματα. Κι εξίσου άφαντοι είχαν γίνει κι οι ίσκιοι των παιδιών.
Τα ρούχα των χωροφυλάκων ακόμη μπορεί να τα δει κανείς αν ξέρει σε ποια πόρτα της γειτονιάς να χτυπήσει.»
«Πριν κάποιους αιώνες, γινόταν πλάι στο ποτάμι πανηγύρι που συνέπιπτε με την πρώτη καταχνιά του φθινοπώρου και κράταγε μια νύχτα και μια μέρα. Ήταν της Παρασκευής η γιορτή, της τρομερής αγίας με τα μυτερά νύχια που ζει και παφλάζει μες στα νερά. Μια χρονιά πέρασε απ’ το πανηγύρι ο επίσκοπος του Βόλου και ταράχτηκε απ’ όσα είδε να συμβαίνουν τη νύχτα πλάι στο ποτάμι. Με το που ξημέρωσε, αναθεμάτισε τον τόπο και κίνησε τον δρόμο της επιστροφής, απειλώντας πως θα γύρναγε με στρατό να ξορκίσει το μέρος τούτο. Μα δεν έκανε τρία βήματα, κι ένιωσε πίεση στους ώμους του – οι δυο απρόσωπες σκιές ήρθαν και κούρνιασαν απάνω του, μια σε κάθε μεριά, και τον βάρυναν με λόγια κρυφά έτσι που ο επίσκοπος αλάφιασε και πήδηξε μες στο ποτάμι όπου και χάθηκε. Το μόνο που βρήκαν στην όχθη ήταν το αριστερό του μάτι, που ακόμη το έχουν στον κρυφό ναό της Αγίας Παρασκευής που είναι κάτω απ’ το ποτάμι.»
* Από τη σελίδα Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις