Αβάσταχτος είναι ο πόνος της Γεωργίας, της μητέρας του Τάσου Μπερδέση, που δολοφονήθηκε πριν λίγες μέρες. Η είδηση που σόκαρε την πόλη αλλά και το πανελλήνιο, για εκείνη είναι ένα «καρφί» που δεν θα φύγει από πάνω της, μια πληγή που θα αιμορραγεί για πάντα.
Οι κραυγές της στην κηδεία του διακεκριμένου πυγμάχου θύμιζαν σκηνές αρχαίες τραγωδίας, ενώ η επόμενη μέρα χωρίς το παιδί της είναι ένας εφιάλτης.
Μόνη της παρηγοριά ο τρίχρονος εγγονός της, τον οποίο μάλιστα ο Τάσος Μπερδέσης είχε βαπτίσει. Για εκείνον και τα άλλα δύο της παιδιά προσπαθεί να φανεί δυνατή και να αντέξει. «Μου κάνει εντύπωση, από ένστικτο μάλλον, δεν τον ζητάει όπως παλιά. Κοιτάει μόνο τις φωτογραφίες του» λέει στο thebest.gr, την ώρα που έχει το παιδί στο πλάι της..
«Αυτές τις μέρες έχουμε δεχθεί πολλή αγάπη και συμπαράσταση από όλο τον κόσμο. Αλλά δεν είμαι καθόλου καλά ψυχολογικά, ο πόνος δεν περνάει, όσο περνάνε οι μέρες, μεγαλώνει» λέει με τρεμάμενη φωνή…
Η ίδια περιγράφει το παιδί της και θυμάται τις όμορφες στιγμές και την αγάπη που μοιράστηκαν…
“Μας πρόσεχε, μας προστάτευε πάντα. Λόγω της καραντίνας δεν τον είχα επισκεφθεί στην Αθήνα, στο νέο του σπίτι. Είχαμε κανονίσει να πάω, δεν πρόλαβα. Ήταν πάντα χαρούμενος. Με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο να τον ξεματιάσω. Μιλούσε με βιντεοκλήση με τον μικρό του ανιψιό.
Ποτέ δεν μου είχε πει ότι φοβόταν κάτι. Δεν φοβόταν τίποτα. Από μικρός έτσι ήταν. Ο θάνατος του πατέρα του, όταν ήταν στην εφηβεία, του είχε κοστίσει. Μετά από αυτό ήθελε να προσφέρει στην οικογένεια ό,τι καλύτερο μπορούσε. Πολλοί λένε τα καλύτερα γιατί όντως βοηθούσε κόσμο όπως μπορούσε, ακόμα και σε ιδρύματα. Υπάρχουν κι άλλοι που λένε τα αντίθετα, δεν με ενδιαφέρει γιατί εγώ ξέρω ποιος ήταν ο Τάσος, και όχι επειδή είναι παιδί μου. Ήταν για όλους «παρών». Ήθελε να φτιάχνει, έκανε όνειρα και δεν ήθελε να μας λείπει τίποτα. Ήταν πανέξυπνος. Μας έκανε αστεία, ερχόταν καμιά φορά μέσα στη νύχτα και έφερνε λουλούδια. Αυτές οι εικόνες είναι που μένουν”.
“Κοινωνούσε, έχουμε του κόσμου τα λαδάκια, από όλα τα μοναστήρια. Λίγες μέρες πριν μου τον σκοτώσουν πήγε από το σπίτι μας στην Πάτρα, με τα πόδια, ως τον Άγιο Νικόλαο, στα Σπάτα. Ήταν οι τελευταίες μέρες που περάσαμε μαζί. Μετά έφυγε, είχε προπονήσεις και θα πήγαινα να τον δω στην Αθήνα. Θα ξεκινούσε δουλειά σε ένα γυμναστήριο.
Είχε γίνει άλλος άνθρωπος, είχε ηρεμήσει και ήταν καλά. Είχε μία καλή κοπέλα εδώ και δύο χρόνια, τον πρόσεχε, τον «μάζευε» …
Μπορεί να είχε εμπλακεί σε κάποια πράγματα, τσακωμούς, όμως δεν θα αφαιρούσε μία ζωή ποτέ. Ο άνθρωπος φαίνεται από το πρόσωπο. Είχε κατηγορηθεί για πολλά, δε θα ξεχάσω όμως, μέσα στο δικαστήριο, η εισαγγελέας, τον κοίταξε και του είπε: « Τι δουλειά είχες με όλους αυτούς; Εσύ έχεις ένα αγγελικό πρόσωπο» (σ.σ. τους συγκατηγορούμενους), Υπήρξε αναστάτωση μέσα στην αίθουσα, άρχισαν να βρίζουν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι.
Τους βοηθούσε όλους δεν κοίταγε τον εαυτό του. Εγώ βέβαια νιώθω ποιοι ήταν οι καλοί φίλοι και ποιοι δεν είναι. Κάποιοι που έρχονται και με γλυκοχαιρετάνε, και δεν είναι πραγματικοί φίλοι τους καταλαβαίνω, και δεν θέλω επαφές. Υπάρχουν κάποιοι που δεν έχουν εμφανιστεί και ίσως έχω παράπονο, αλλά δε θέλω να το συζητήσω”.
Όπως αναφέρει, «η έννοια μου τώρα είναι να βρεθούν οι ένοχοι και να πληρώσουν. Το παιδί μου δεν θα γυρίσει πίσω αλλά θα ήθελα να δω ποιος τόλμησε, πισώπλατα, να του κάνει αυτό που του έκανε. Από την αστυνομία δεν ξέρω τίποτα προς το παρόν σε σχέση με τις έρευνες. Δεν έχω τη δύναμη να ρωτάω. Έχω κλείσει τηλέφωνα και τηλεόραση. Δεν θέλω να ακούω».
Πηγή: Thebest.gr