Το 2015, έξι στους 10 ιστότοπους στη Μιανμάρ που είχαν τη μεγαλύτερη εμπλοκή στο Facebook προέρχονταν από έγκυρα μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με στοιχεία του CrowdTangle, ενός εργαλείου που διαχειρίζεται το Facebook. Ένα χρόνο αργότερα, το Facebook προσέφερε παγκόσμια πρόσβαση στα Instant Articles, ένα πρόγραμμα που  μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι εκδότες για να κερδίζουν χρήματα από το περιεχόμενό τους.

Το 2017, μόνο δύο από τους 10 κορυφαίους εκδότες στο Facebook στη Μιανμάρ ήταν έγκυροι ενώ το 2018 δεν είχε μείνει κανείς. Αντ’ αυτού, όλη η εμπλοκή προερχόταν από ιστοσελίδες με ψευδείς ειδήσεις και clickbait. Σε μια χώρα όπου το Facebook είναι συνώνυμο του διαδικτύου, το περιεχόμενο αυτό κατέκλυσε και άλλες πηγές πληροφόρησης.

Η κρίση κορυφώθηκε στις 25 Αυγούστου 2017 όταν ο «Στρατός Σωτηρίας των Ροχίνγκια του Αρακάν» επιτέθηκε οπλισμένος σε ομάδες στρατού της Μιανμάρ και σκότωσε 12 αστυνομικούς. Ο στρατός της Μιανμάρ ξεκίνησε μια καταστολή, στοχοποιώντας το σύνολο της κοινότητας των Ροχίνγκια και προωθώντας αντιμουσουλμανική προπαγάνδα, με αποτέλεσμα οι ψευδές ειδήσεις που εκμεταλλεύονταν το δημόσιο συναίσθημα να γίνονται viral, όπως για παράδειγμα ότι οι μουσουλμάνοι ήταν οπλισμένοι και ότι έρχονταν να σκοτώσουν.

Ακόμη και σήμερα δεν είναι σαφές αν οι ψευδείς ειδήσεις προέρχονταν κυρίως από πολιτικούς φορείς ή από φορείς με οικονομικά κίνητρα. Όπως και να έχει, ο μεγάλος όγκος των ψευδών ειδήσεων και των clickbait αναζωπύρωσε τις εθνοτικές και θρησκευτικές εντάσεις. Μετατόπισε την κοινή γνώμη και κλιμάκωσε τη σύγκρουση, η οποία τελικά οδήγησε στο θάνατο 10.000 Ροχίνγκια, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, και στον εκτοπισμό 700.000 άλλων.

Το 2018, έρευνα των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι η βία κατά των Ροχίνγκια συνιστά γενοκτονία και ότι το Facebook είχε διαδραματίσει «καθοριστικό ρόλο» στις θηριωδίες που σημειώθηκαν. Μήνες αργότερα, το Facebook παραδέχτηκε ότι δεν είχε κάνει αρκετά «για να βοηθήσει να αποτραπεί η χρήση της πλατφόρμας για την υποκίνηση της βίας εκτός διαδικτύου».

Τις τελευταίες εβδομάδες, οι αποκαλύψεις των Facebook Papers, μια συλλογή εσωτερικών εγγράφων που παρέδωσε στο Κογκρέσο και σε μια κοινοπραξία ειδησεογραφικών οργανισμών η μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος Φράνσις Χόγκεν, επιβεβαίωσαν αυτό που οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών έλεγαν εδώ και χρόνια. Η ενίσχυση του εμπρηστικού περιεχομένου στο Facebook με τη βοήθεια των αλγόριθμων, σε συνδυασμό με την αποτυχία του να δώσει προτεραιότητα στην διαχείριση περιεχομένου εκτός των ΗΠΑ και της Ευρώπης, έχει τροφοδοτήσει την εξάπλωση της ρητορικής μίσους και της παραπληροφόρησης, αποσταθεροποιώντας επικίνδυνα χώρες σε όλο τον κόσμο.

Ωστόσο υπάρχει ένα κρίσιμο κομμάτι που λείπει από αυτή την ιστορία. Το Facebook δεν ενισχύει απλώς την παραπληροφόρηση αλλά τη χρηματοδοτεί κιόλας.

Μια έρευνα του MIT Technology Review, η οποία βασίζεται σε συνεντεύξεις εμπειρογνωμόνων, αναλύσεις δεδομένων και έγγραφα που δεν συμπεριλήφθηκαν στα Facebook Papers, διαπίστωσε ότι το Facebook και η Google δίνουν εκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις για να χρηματοδοτήσουν ιστοσελίδες clickbait, συμβάλλοντας έτσι στην υποβάθμιση των οικοσυστημάτων πληροφόρησης σε όλο τον κόσμο.

Η ανατομία μιας φάρμας clickbait

Το Facebook ξεκίνησε το πρόγραμμα Instant Articles το 2015 με μερικούς αμερικανούς και ευρωπαίους εκδότες. Το πρόγραμμα, σύμφωνα με την εταιρεία, θα βελτίωνε τους χρόνους φόρτωσης των άρθρων και θα δημιουργούσε μια βέλτιστη εμπειρία χρήστη.

Έτσι τουλάχιστο το παρουσίασε η εταιρεία. Αυτή η κίνηση όμως έφερε διαφημιστικά έσοδα από τη Google. Πριν από τα Instant Articles, τα άρθρα που δημοσιεύονταν στο Facebook ανακατευθύνονταν σε ένα πρόγραμμα περιήγησης, όπου άνοιγαν στον ιστότοπο του ίδιου του εκδότη. Ο πάροχος διαφημίσεων, συνήθως η Google, εισέπραττε στη συνέχεια από τυχόν προβολές ή κλικ σε διαφημίσεις. Με το νέο σύστημα, τα άρθρα θα άνοιγαν απευθείας στην εφαρμογή του Facebook και ο χώρος των διαφημίσεων θα ανήκε στη δημοφιλή πλατφόρμα. Εάν ένας συμμετέχων εκδότης χρησιμοποιούσε το διαφημιστικό δίκτυο του Facebook, το οποίο ονομάζεται Audience Network, η εταιρεία θα μπορούσε να προβάλλει διαφημίσεις στα άρθρα του εκδότη και να λάβει ένα ποσοστό 30% από τα έσοδά του.

Το πρόγραμμα Instant Articles απογοήτευσε γρήγορα τους μεγάλους εκδότες. Γι’ αυτούς, τα έσοδα δεν ήταν αρκετά υψηλά σε σύγκριση με άλλες διαθέσιμες μορφές νομισματοποίησης. Αυτό όμως δεν ίσχυε για τους εκδότες του Παγκόσμιου Νότου (τις περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας, της Αφρικής και της Ωκεανίας), τους οποίους το Facebook άρχισε να δέχεται στο πρόγραμμα το 2016. Το 2018, η εταιρεία ανέφερε ότι κατέβαλε 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε εκδότες και προγραμματιστές εφαρμογών (οι οποίοι μπορούν επίσης να συμμετέχουν στο Audience Network). Μέχρι το 2019, το ποσό αυτό ανερχόταν σε αρκετά δισεκατομμύρια.

Από νωρίς, το Facebook πραγματοποίησε ελάχιστο ποιοτικό έλεγχο στους τύπους των εκδοτών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Ο σχεδιασμός της πλατφόρμας δεν τιμωρούσε επαρκώς τους χρήστες για τη δημοσίευση πανομοιότυπου περιεχομένου σε όλες τις σελίδες του Facebook και στην πραγματικότητα επιβράβευε τη συμπεριφορά αυτή. Η ανάρτηση του ίδιου άρθρου σε πολλαπλές σελίδες μπορούσε να διπλασιάσει τον αριθμό των επισκεπτών και να δημιουργήσει έσοδα.

Οι φάρμες clickbait σε όλο τον κόσμο χρησιμοποίησαν αυτό το στοιχείο προς όφελός τους και συνεχίζουν να το κάνουν ακόμη και σήμερα. Οι εκδότες Clickbait εμφανίστηκαν στη Μιανμάρ μέσα σε μια νύχτα. Με το σωστό ελκυστικό περιεχόμενο, θα μπορούσαν να φέρουν χιλιάδες δολάρια το μήνα σε έσοδα από διαφημίσεις- 10 φορές το μέσο μηνιαίο μισθό- που θα λάμβαναν απευθείας από το Facebook.

Ένα εσωτερικό έγγραφο της εταιρείας, που ανέφερε για πρώτη φορά το MIT Technology Review τον Οκτώβριο, δείχνει ότι το Facebook γνώριζε το πρόβλημα ήδη από το 2019. Ο συγγραφέας, ο πρώην επιστήμονας δεδομένων του Facebook Τζεφ Άλλεν, διαπίστωσε ότι αυτές ακριβώς οι τακτικές είχαν επιτρέψει σε clickbait φάρμες στη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσσοβο να προσεγγίσουν σχεδόν μισό εκατομμύριο Αμερικανούς ένα χρόνο πριν από τις εκλογές του 2020. Οι φάρμες είχαν εισχωρήσει στο Instant Articles και στο Ad Breaks, ένα παρόμοιο πρόγραμμα νομισματοποίησης για την εισαγωγή διαφημίσεων σε βίντεο του Facebook. Κάποια στιγμή, έως και το 60% των domains που είχαν εγγραφεί στα Instant Articles χρησιμοποιούσαν τακτικές spam όπως και οι φάρμες clickbait. Ο Άλεν, που δεσμεύεται από συμφωνία εμπιστευτικότητας με το Facebook, δεν σχολίασε την έκθεση.

Εν τω μεταξύ, η εταιρεία παρουσίασε περισσότερα προγράμματα νομισματοποίησης για να προσελκύσει νέες πηγές εσόδων. Εκτός από τα Ad Breaks για τα βίντεο, υπήρχε το IGTV Monetization για το Instagram και διαφημίσεις In-Stream Ads για τα βίντεο.

«Είδαμε μια απερίσκεπτη ώθηση για την αύξηση των χρηστών και τώρα βλέπουμε μια απερίσκεπτη ώθηση για την αύξηση των εκδοτών», δήλωσε η Βικτουάρ Ρίο, μια ερευνήτρια ψηφιακών δικαιωμάτων που μάχεται κατά των βλαβών που προκαλούνται από τις πλατφόρμες στη Μιανμάρ και σε άλλες χώρες του Παγκόσμιου Νότου.

Το MIT Technology Review διαπίστωσε ότι το πρόβλημα συμβαίνει πλέον σε παγκόσμια κλίμακα. Χιλιάδες επιχειρήσεις clickbait έχουν ξεφυτρώσει, κυρίως σε χώρες όπου οι πληρωμές του Facebook παρέχουν μεγαλύτερη και σταθερότερη πηγή εισοδήματος από άλλες μορφές διαθέσιμης εργασίας. Επίσης, δεν περιορίζονται μόνο στη δημοσίευση άρθρων. Δημοσιεύουν βίντεο και διαχειρίζονται λογαριασμούς στο Instagram, τους οποίους εκμεταλλεύονται άμεσα ή χρησιμοποιούν για να αυξήσουν την επισκεψιμότητα στους ιστότοπούς τους.

(AP Photo/Jeff Chiu, File)

Ο ρόλος της Google στην παραπληροφόρηση

Η Google επίσης χρηματοδοτεί την παραπληροφόρηση. Το πρόγραμμά της AdSense τροφοδότησε τις φάρμες με έδρα τη Β. Μακεδονία και το Κόσσοβο που στόχευαν το αμερικανικό κοινό κατά την προετοιμασία των προεδρικών εκλογών του 2016. Το AdSense συνεχίζει να δίνει κίνητρα σε νέους εκδότες clickbait στο YouTube να δημοσιεύουν ψευδές περιεχόμενο.

Πολλές φάρμες clickbait κερδίζουν σήμερα χρήματα τόσο με τα Instant Articles όσο και με το AdSense. Καθώς οι αλγόριθμοι του Facebook και του YouTube ενισχύουν ό,τι είναι ελκυστικό για τους χρήστες, έχουν δημιουργήσει ένα οικοσύστημα πληροφοριών όπου το περιεχόμενο που γίνεται viral στη μία πλατφόρμα, συχνά ανακυκλώνεται στην άλλη για να μεγιστοποιηθεί η διανομή και τα έσοδα.

«Αυτοί οι εκδότες δεν θα υπήρχαν αν δεν υπήρχαν οι πλατφόρμες», είπε η Ρίο.

«Αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν είναι υγιές», πρόσθεσε.

Ο εκπρόσωπος της Meta, Τζο Όσμπορν, αμφισβήτησε τα βασικά ευρήματά της ομάδας του ΜΙΤ και δήλωσε ότι «ανεξάρτητα από αυτό, έχουμε επενδύσει στη δημιουργία νέων λύσεων που βασίζονται σε ειδικούς και είναι επεκτάσιμες σε αυτά τα πολύπλοκα ζητήματα εδώ και πολλά χρόνια και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε».

Η Google επιβεβαίωσε ότι η συμπεριφορά παραβίαζε τις πολιτικές της και έκλεισε όλα τα κανάλια του YouTube που εντόπισε το MIT Technology Review ότι διέδιδαν παραπληροφόρηση. «Εργαζόμαστε σκληρά για να προστατεύσουμε τους θεατές από clickbait ή παραπλανητικό περιεχόμενο σε όλες τις πλατφόρμες μας και έχουμε επενδύσει σημαντικά σε συστήματα που έχουν σχεδιαστεί για να αναδεικνύουν τις έγκυρες πληροφορίες», δήλωσε η εκπρόσωπος του YouTube, Άιβι Τσόι.

Οι φάρμες clickbait δεν στοχεύουν μόνο χρήστες στις χώρες όπου βρίσκονται. Οι νεότεροι εκδότες έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειάζεται να κατανοούν ούτε το τοπικό πλαίσιο μιας χώρας ούτε τη γλώσσα της για να μετατρέψουν την πολιτική οργή σε εισόδημα.

Το MIT Technology Review συνεργάστηκε με τον Άλλεν, ο οποίος τώρα ηγείται ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που ονομάζεται Integrity Institute και διεξάγει έρευνες σχετικά με την κατάχρηση της πλατφόρμας, για να εντοπίσει πιθανούς εκδότες clickbait στο Facebook. Η ομάδα επικεντρώθηκε σε σελίδες που λειτουργούν από την Καμπότζη και το Βιετνάμ -δύο από τις χώρες όπου οι επιχειρήσεις clickbait εξαργυρώνουν τώρα την κατάσταση στη Μιανμάρ.

Η ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα του CrowdTangle και τις λίστες εκδοτών του Facebook, που περιλαμβάνουν τους εκδότες που είναι εγγεγραμμένοι σε προγράμματα νομισματοποίησης. Ο Άλλεν ανέπτυξε έναν προσαρμοσμένο αλγόριθμο ομαδοποίησης για να εντοπίσει σελίδες που δημοσιεύουν περιεχόμενο με ιδιαίτερα συντονισμένο τρόπο και απευθύνονται σε ομιλητές γλωσσών που χρησιμοποιούνται κυρίως εκτός των χωρών όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, ανέλυσε ποιες ομάδες είχαν τουλάχιστον μία σελίδα εγγεγραμμένη σε πρόγραμμα νομισματοποίησης ή προωθούσαν έντονα περιεχόμενο από σελίδα εγγεγραμμένη σε τέτοιο πρόγραμμα.

Βρήκε πάνω από 2.000 σελίδες και στις δύο χώρες που λειτουργούσαν σαν clickbait. Αυτός ο αριθμός ίσως είναι μικρότερος, επειδή το CrowdTangle δεν παρακολουθεί όλες τις σελίδες του Facebook. Πολλές από αυτές έχουν εκατομμύρια ακολούθους και πιθανότατα προσελκύουν ακόμη περισσότερους χρήστες. Στην έκθεσή του για το 2019, ο Άλλεν διαπίστωσε ότι το 75% των χρηστών που εκτέθηκαν σε clickbait περιεχόμενο από φάρμες που λειτουργούν στη Β. Μακεδονία και το Κόσσοβο, δεν είχαν ακολουθήσει ποτέ καμία από τις σελίδες. Το σύστημα συστάσεων περιεχομένου του Facebook το είχε προωθήσει στις ροές ειδήσεων τους.

Όταν το MIT Technology Review έστειλε στο Facebook έναν κατάλογο αυτών των σελίδων και μια λεπτομερή εξήγηση της μεθοδολογίας του, ο Όσμπορν αποκάλεσε την ανάλυση «λανθασμένη». Ενώ ορισμένες σελίδες μπορεί να ήταν στις λίστες των εκδοτών μας, πολλές από αυτές δεν έβγαζαν πραγματικά χρήματα στο Facebook, είπε.

Πράγματι, οι αριθμοί αυτοί δεν δείχνουν ότι όλες αυτές οι σελίδες είχαν διαφημιστικά έσοδα. Αντίθετα, πρόκειται για μια εκτίμηση- με βάση τα δεδομένα που έχει δημοσιοποιήσει το Facebook- του αριθμού των σελίδων που σχετίζονται με εκδότες clickbait στην Καμπότζη και το Βιετνάμ κια που κερδίζουν χρήματα στην πλατφόρμα.

Ο Όσμπορν επιβεβαίωσε επίσης ότι οι περισσότερες από τις σελίδες που λειτουργούσαν στην Καμπότζη και έμοιαζαν με clickbait, είχαν εγγραφεί απευθείας σε ένα από τα προγράμματα νομισματοποίησης του Facebook. Η ομάδα του ΜΙΤ διαπίστωσε ότι το 35% των σελίδων αυτών, το είχαν κάνει τα τελευταία δύο χρόνια. Το υπόλοιπο 65% είχε δημιουργήσει έμμεσα έσοδα από διαφημίσεις, προωθώντας εντατικά το περιεχόμενο της καταχωρημένης σελίδας σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο Όσμπορν δήλωσε ότι στην πραγματικότητα περίπου οι μισές από τις σελίδες αυτές είχαν εγγραφεί σε ένα πρόγραμμα νομισματοποίησης, κυρίως στα Instant Articles.

Λίγο αφότου η ομάδα του ΜΙΤ μοιράστηκε τα ευρήματά της με το Facebook, οι διαχειριστές σελίδων clickbait στη Μιανμάρ άρχισαν να διαμαρτύρονται σε διαδικτυακά φόρουμ ότι οι σελίδες τους είχαν αφαιρεθεί από το πρόγραμμα Instant Articles. Ωστόσο, ο Όσμπορν αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της ομάδας σχετικά με τα τελευταία μέτρα που εφάρμοσε η εταιρεία.

Το Facebook προσπαθεί συνεχώς να αφαιρέσει αυτούς τους εκδότες από τα προγράμματά του. Για παράδειγμα, μόνο 30 από τις σελίδες που λειτουργούν στην Καμπότζη εξακολουθούν να αποφέρουν χρήματα, δήλωσε ο Όσμπορν. Αλλά τα δεδομένα από τις λίστες εκδοτών του Facebook δείχνουν ότι η επιβολή κυρώσεων συχνά καθυστερεί και οι σελίδες-clickbait μπορούν να παραμείνουν στα προγράμματα νομισματοποίησης για εκατοντάδες ημέρες πριν από την αφαίρεσή τους. Οι ίδιοι εκδότες δημιουργούν νέες σελίδες όταν αφαιρεθούν οι παλιές τους.

Ο Άλλεν σκοπεύει να «ανοίξει» τον κώδικα που χρησιμοποίησε η ομάδα για να ενθαρρύνει άλλους ανεξάρτητους ερευνητές να τον βελτιώσουν και να τον εμπλουτίσουν.

ΠΗΓΗ: MIT Technology Review

 

//platform.twitter.com/widgets.js

Περισσότερα Εδω