«Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος Λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν’ άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να ‘χυσε την πύρινη ανάσα του πάνω στα στάχια». (Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, 9η έκδοση, Εστία, 1976.). Με αυτό τον τόσο γλαφυρό τρόπο, ο μεγάλος πεζογράφος Μ. Καραγάτσης (με πραγματικό όνομα Δημήτριος Ροδόπουλος) επέλεξε να μας μεταφέρει την αίσθηση που άφηνε ήδη από τη δεκαετία του 1920, το καλοκαίρι στον θεσσαλικό κάμπο και στην πόλη της Λάρισας.
Κατά γενική ομολογία, το καλοκαίρι στον θεσσαλικό κάμπο και δη στη Λάρισα, ήταν και προφανώς θα παραμείνει θερμό, γεγονός που απορρέει από διάφορους παράγοντες, με κυριότερο τη γεωγραφική θέση της πόλης, στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου. Ωστόσο, με την κλιματική αλλαγή, η οποία έχει ήδη αρχίσει «να δείχνει τα δόντια της», σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε αν και κατά πόσο το μικροκλίμα της πόλης θα μεταβληθεί εν μέσω καλοκαιριού με το πέρασμα του χρόνου. Πόσο θα μας επηρεάσει μια ενδεχόμενη σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας στη ζωή μας και στην καθημερινότητά μας;
Επειδή το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, αν και μείζον, φέρει στην εξέλιξή του και μεγάλο ρεύμα παραφιλολογίας (όπως άλλωστε όλα τα σημαντικά θέματα) τι πιο ουσιαστικό και σίγουρα αναγκαίο για όλους μας, να ακούσουμε και να εμπιστευτούμε τη γνώμη των ειδικών για το θέμα της κλιματικής αλλαγής και της ενδεχόμενης επιρροής της στο μικροκλίμα της πόλης μας. Η γνώμη των ειδικών και η εμπιστοσύνη μας σε αυτούς, θα συμβάλλει να οχυρωθούμε απέναντι σε οποιαδήποτε διάθεση τρομολαγνείας και καταστροφολογίας.
Για την πόλη μας, την πόλη της Λάρισας, αυτός ο ειδικός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον μαθηματικό και γνωστό μετεωρολόγο, κ. Φάνη Τακούδη, ο οποίος τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια έχει συνδέσει τη ζωή του με την επιστήμη της μετεωρολογίας. Καταρχάς, προκειμένου να διαμορφώσουμε μια συνολική εικόνα γύρω από την εξέλιξη της θερμοκρασίας και τις εκτοξεύσεις αυτής (δημιουργώντας συνθήκες καύσωνα) στη Λάρισα τα τελευταία χρόνια, τον ρωτήσαμε να μας πει αν πράγματι από τη δεκαετία του ’60 (εποχή έναρξης της ουσιαστικής αστικοποίησης) μέχρι σήμερα, παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στο μικροκλίμα της πόλης, στη συχνότητα που εμφανίζονται οι καύσωνες, και στη διάρκεια αυτών. Ο κ. Τακούδης σε μια γενική του τοποθέτηση μας επιβεβαίωσε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση της μέσης τιμής της θερμοκρασίας στην πόλη, ενώ τα τελευταία 20 χρόνια, λόγω και της κλιματικής αλλαγής, το φαινόμενο εντείνεται, δημιουργώντας όλο και πιο ανυπόφορες συνθήκες διαβίωσης στην πόλη κατά τους θερινούς μήνες.
Ωστόσο, το εντυπωσιακό στοιχείο σε αυτήν την καταγραφή, είναι ότι η συχνότητα των καυσώνων και οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες στην περιοχή της Θεσσαλίας και στη Λάρισα μετά το ’80, δεν έχουν αυξηθεί σε σχέση με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Το στοιχείο που έχει μεταβληθεί και που έχει καταστήσει τις συνθήκες διαβίωσης στην πόλη πιο ζοφερές μετά τη δεκαετία του ’80, και ειδικά μετά το 2000 (λόγω της κλιματικής αλλαγής), είναι η αύξηση της μέσης τιμής της θερμοκρασίας (ο μέσος όρος της μέγιστης και της ελάχιστης θερμοκρασίας) κατά τους θερινούς, τουλάχιστον μήνες.
Πώς όμως ορίζεται ο καύσωνας; Ο κ. Τακούδης μας έδωσε τον εξής ορισμό: «Όταν για τρεις τουλάχιστον ημέρες η θερμοκρασία είναι πάνω από 37, 38 βαθμούς κελσίου συνδυαστικά με αυξημένα ποσοστά υγρασίας. […] Η επίσημη δε θερμοκρασία σε κάθε πόλη είναι η θερμοκρασία του αέρα όπως αυτή καταγράφεται από τους μετεωρολογικούς σταθμούς και όχι αυτή που παρουσιάζουν απαραίτητα τα θερμόμετρα στο κέντρο της πόλης».
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, πράγματι, σύμφωνα πάντα με τον κ. Τακούδη, τις δεκαετίες 1960, 1970 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι Λαρισαίοι βίωσαν ισχυρούς καύσωνες, με καταγεγραμμένες μέγιστες θερμοκρασίες 46 ίσως και 47 βαθμούς εντός της ημέρας, ίσως από τις υψηλότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά στον θεσσαλικό κάμπο. Ωστόσο, μετά τα μεσάνυχτα και κατά τα ξημερώματα, η θερμοκρασία έπεφτε κατακόρυφα, και η ελάχιστη θερμοκρασία μπορεί να έφτανε τους 18, 17 ή και 16 βαθμούς κελσίου! Με τόσο χαμηλή ελάχιστη θερμοκρασία, το «peak» της θερμοκρασίας στους 45 ή και 46 βαθμούς εντός της ημέρας, διαρκούσε 1 με 2 ώρες το μέγιστο (διότι απαιτούνταν αρκετός χρόνος για να σκαρφαλώσει το θερμόμετρο στους 45 βαθμούς), με αποτέλεσμα η μέση θερμοκρασία να διατηρείται σχετικά χαμηλά, και η αίσθηση της έντονης, ανυπόφορης ζέστης να είναι διαχειρίσιμη και ανεκτή εν συγκρίσει με σήμερα. Σύμφωνα με τον κ. Τακούδη, οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην πτώση της θερμοκρασίας σε χαμηλά επίπεδα ήταν αναμφισβήτητα η περιορισμένη τσιμεντοποίηση, τα μεγάλα ποσοστά φυτοκάλυψης, η ύπαρξη χώματος σε πολλά σημεία της πόλης, ιδιαίτερα στις πλατείες, έναντι του τσιμέντου.
Η λογοτεχνία και συγκεκριμένα ο Μ. Καραγάτσης, μας επιβεβαιώνει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ μέγιστης και ελάχιστης θερμοκρασίας στην πόλη, από τη δεκαετία του 1920 : «Οι Λαρισαίοι μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του Λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται, ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα σκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς. Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν’ ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτή πνοή σού καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια. Με το ηλιόγερμα ο Λίβας πέφτει, κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ’ την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ’ τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα. Οι Λαρισαίοι, που ίσα με τότε ιδρωκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φορούν το σακάκι τους πάνω απ’ το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα· μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν παράθυρα και πόρτες· γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τα δεδομένα αλλάζουν άρδην. Αν και οι θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς που έχουν καταγραφεί στην πόλη αυτήν την περίοδο (έως σήμερα), δεν είναι συχνό φαινόμενο, τα δύο βασικά στοιχεία που συνεχώς μεταβάλλονται, είναι η σταδιακή αύξηση της ελάχιστης θερμοκρασίας και η διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών η οποία είναι συνεχώς μεγαλύτερη. Κύριοι λόγοι γι αυτή τη μεταβολή είναι η ραγδαία αύξηση της τσιμεντοποίησης, η οποία δεν συνοδεύτηκε από φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις και η απουσία πρασίνου.
Μετά το 2000, η κλιματική αλλαγή επιτείνει ολοένα και περισσότερο τις δυσάρεστες συνθήκες (λόγω των αερίων του θερμοκηπίου). Συνδυαστικά, η αύξηση των τιμών της ελάχιστης και της μέσης θερμοκρασίας και η αυξημένη ενίοτε υγρασία συμβάλλουν αρνητικά στην ποιότητα του αέρα, επιδρώντας αρνητικά σε όλους τους ζώντες οργανισμούς (ανθρώπινους, ζωικούς και φυτικούς) της πόλης, οι οποίοι εκτίθενται πολύ περισσότερες ώρες της ημέρας σε υψηλές θερμοκρασίες (σε σχέση με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70). Κατά συνέπεια, ταλαιπωρούνται περισσότερο.
Η αποξήρανση της Λίμνης Κάρλας και η μεταβολή του μικροκλίματος της Λάρισας.
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα του κλίματος στη Λάρισα είναι σαφώς και η υγρασία: «Είναι μεγαλύτερα τα ποσοστά υγρασίας σήμερα σε σχέση με τις δεκαετίες του ’60, ’70 και ’80;» ρωτήσαμε τον κ. Τακούδη. Κατά τον κ. Τακούδη, τα ποσοστά υγρασίας στην πόλη από τη δεκαετία του ’60 και μετά έχουν περάσει από πολλές διακυμάνσεις.
Μέχρι τα μέσα του ’60, η Λάρισα βίωνε πολύ μεγάλα ποσοστά υγρασίας, διότι οι επικρατούντες άνεμοι στην πόλη ήταν και είναι οι βορειοανατολικοί, οι οποίοι μέχρι και την αποξήρανση της λίμνης Κάρλας το 1962, εμπλουτίζονταν από την υγρασία της λίμνης, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα υγρό μικροκλίμα στην πόλη. Από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι το ’90 το μικροκλίμα έγινε σταδιακά πιο ξηρό, βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης στην πόλη (αυτό το στοιχείο ήταν ένα από τα πλεονεκτήματα της αποξήρανσης). Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από τα τέλη του ’90 και μετά, τα επίπεδα υγρασίας έχουν πάλι ανέβει, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η καθημερινότητά μας, υπό την απειλή της σταδιακής αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στη Λάρισα.
Τι θα σήμαινε για όλους εμάς και τη ζωή μας στην πόλη, μια συνεχής αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και εκτεταμένες περίοδοι με αυξημένες θερμοκρασίες τους θερινούς μήνες; Αναμφισβήτητα, αλλαγή καθημερινών, ενδυματικών, διατροφικών και πλείστων άλλων συνηθειών!
Τα επόμενα χρόνια αν δεν καταφέρουμε να ελέγξουμε την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας στην πόλη, ενδεχομένως να βιώσουμε «νεκρές ώρες» σε επίπεδο μετακίνησης εντός της πόλης, κατά τις οποίες δεν θα κινείται ούτε κουνούπι στην πόλη, ακόμη κι αν οι εργασιακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις τρέχουν! Πιθανώς πολλοί από εμάς, για την περίοδο του θέρους και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα, να γίνουμε κλιματικοί μετανάστες για κάποιους μήνες και να εργαζόμαστε εξ αποστάσεως από κάποια παραλία ή κάποιο ορεινό, δροσερό «καταφύγιο»! Ούτως ή άλλως η αρχή της εξ αποστάσεως εργασίας έγινε με την εμφάνιση της πανδημίας! Επιπλέον, η μετακίνηση με ποδήλατο σε αντικατάσταση των αυτοκινήτων και των μέσων μεταφοράς, προκειμένου να μειωθεί η εκπομπή των ρύπων που επιβαρύνουν την «αστική θερμονησίδα» (ιδιαίτερα αυξημένη θερμοκρασία στο κέντρο των πόλεων λόγω ανθρωπογενών παραγόντων, έλλειψης πρασίνου κτλ). όπως μας είπε ο κ. Τακούδης, μάλλον θα είναι επιβεβλημένη.
Οι λάτρεις των γλυκών, της ζάχαρης, της καφεΐνης, των πικάντικων γεύσεων μάλλον θα πρέπει να ξανασκεφτούν τις διατροφικές τους συνήθειες και να εντάξουν περισσότερα φρούτα στη διατροφή τους, τουλάχιστον για το καλοκαίρι! Και για να μην πούμε το «νερό νεράκι», ας περιορίσουμε την ασυλλόγιστη χρήση του νερού σε κάθε μας σχετική δραστηριότητα.
Η συζήτηση γίνεται δε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αν σκεφτούμε ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης αύξησης της θερμοκρασίας στην πόλη, σε σχέση με τις ενδυματικές μας επιλογές… Πόσο πιθανό είναι να αντέχουμε το άκρως formal ντύσιμο το οποίο απαιτείται στους περισσότερους επαγγελματικούς χώρους, όταν θα βράζουν τα τσιμέντα για πολλές μέρες; Μήπως οι formalενδυματικές επιλογές δώσουν τη θέση τους σε informal εμφανίσεις ως λύση ανάγκης; Σε μια πόλη, η οποία λόγω γεωγραφικής θέσης, τη θάλασσα τη βλέπει μόνο «με τα κιάλια», οι beachwear εμφανίσεις και οι πολύχρωμες σαγιονάρες σε ένα αστικό τοπίο, πράγματι θα είχαν πολύ ενδιαφέρον!
Και για να περάσουμε και στις πιο γευστικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, επιστήμονες του βοτανικού κήπου «Kew Gardens» του Λονδίνου προειδοποιούν: «Στην Αιθιοπία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, στην πραγματικότητα, αν δεν κάνουμε τίποτα θα υπάρξει λιγότερος καφές, θα έχει πιο κακή γεύση και θα κοστίζει περισσότερο» (Πηγή: newsbeast.gr). Φανταστείτε τι θα σήμαινε αυτό για μια πόλη όπως η Λάρισα, όπου μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε, ότι στις φλέβες μας αντί για αίμα κυλάει καφές!
Μήπως τελικά, αντί η κλιματική αλλαγή να μας επιβάλλει έναν νέο τρόπο ζωής, να δράσουμε εγκαίρως πριν από αυτή, προσπαθώντας να περιορίσουμε τις συνέπειές της, μέσα από μια αλλαγή συνηθειών, επιλογών και μέσω υιοθέτησης μια πιο οικολογικής κουλτούρας; Για παράδειγμα, όπως μας είπε και ο κ. Τακούδης, η εκτεταμένη χρήση των κλιματιστικών από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην πόλη, επηρεάζουν αρνητικά το μικροκλίμα της, καθώς αποτελούν σημαντικό παράγοντα της «αστικής θερμονησίδας». Θα μπορούσαμε σε αντικατάσταση της υπερβολικής χρήσης κλιματιστικών, να ξανασκεφτούμε εναλλακτικούς τρόπους για σπίτια πιο δροσερά και λιγότερο ρυπογόνα. Σε αυτήν την περίπτωση, σαφώς απαιτείται και το κατάλληλο πλαίσιο και πρωτοβουλίες σε θεσμικό επίπεδο!
Το μέλλον του μικροκλίματος της Λάρισας
«Και το μέλλον του μικροκλίματος της πόλης δεδομένης της κλιματικής αλλαγής; Ποιο θα είναι;», τον ρωτήσαμε. Ο κ. Τακούδης – ευτυχώς για όλους εμάς, τους κατοίκους της Λάρισας- είναι αισιόδοξος…
«Τα τελευταία χρόνια, οι πρωτοβουλίες της ΕΕ και των Κυβερνήσεων των χωρών σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν πολύ θετική εξέλιξη για την καλυτέρευση της ποιότητας της ατμόσφαιρας […] Προφανώς τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε ατομικό χρειάζεται τήρηση της σχετικής νομοθεσίας, συνέχιση των πρωτοβουλιών και των προσπαθειών προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας της ατμόσφαιρας και της προστασίας των χώρων πρασίνου, πιο δυναμικές παρεμβάσεις (πράσινες πλατείες, συντήρηση των πάρκων, μεγαλύτερο δίκτυο ποδηλατοδρόμων, αλλαγή εν γένει κουλτούρας). Όμως, είναι εμφανές ότι στη Λάρισα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, καλλιεργώντας το κλίμα αισιοδοξίας για το μέλλον: Η ανάπλαση της κοίτης του Πηνειού Ποταμού, το πάρκο Χατζηχαλάρ, οι δρόμοι ήπιας κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης, το δίκτυο των ποδηλατοδρόμων, οι προσπάθειες των υπηρεσιών καθαριότητας για να δημιουργηθεί στους κατοίκους κουλτούρα ανακύκλωσης, είναι μερικές από αυτές τις ενέργειες των τελευταίων ετών».
Ρεπορτάζ: Κατερίνα Δημηνίκου