Ήταν με έναν τρόπο ένα αποτέλεσμα αναμενόμενο. Σύμφωνα με τα στοιχεία των exit poll ο Εμανουέλ Μακρόν θα έχει και μια δεύτερη θητεία ως πρόεδρος της Γαλλίας. Η νίκη του είναι σαφής, αλλά το ποσοστό του είναι χαμηλότερο από την προηγούμενη εκλογή. Η Μαρίν Λεπέν πήρε ένα υψηλότερο ποσοστό από αυτό των προεδρικών εκλογών του 2017, αλλά δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την πλειοψηφία. Η Γαλλία αποφεύγει αυτή τη φορά τον κίνδυνο να κυβερνηθεί από μια εκδοχή ακροδεξιάς με έντονο νεοφασιστικό πυρήνα.
Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Όμως, θα ήταν λάθος να δούμε τις εκλογές αυτές ως μια απλή επανάληψη αυτών του 2017. Τότε ο Εμανουέλ Μακρόν είχε κερδίσει με έναν καθαρό τρόπο, είχε υπάρξει όντως μια ευρύτερη «δημοκρατική συσπείρωση» γύρω από την υποψηφιότητα του και η Μαρίν Λεπέν είχε περιοριστεί στο 33,9%. Ποσοστό, ισχυρό αλλά όχι αρκετό για να σηματοδοτήσει ότι η ακροδεξιά είχε οποιαδήποτε ελπίδα να κυβερνήσει τη Γαλλία.
Αντιθέτως, σε αυτές τις εκλογές η Λεπέν πέρασε το συμβολικό όριο του 40% και αναδείχτηκε ως η ηγέτιδα ενός ευρύτερου δεξιού και συντηρητικού πόλου και καταδεικνύοντας ότι πλέον η ακροδεξιά έχει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία μέσα στην ευρύτερη δεξιά και κεντροδεξιά παράταξη.
Μια διαιρεμένη κοινωνία
Ούτως ή άλλως οι εκλογές ανέδειξαν μια κοινωνία διαιρεμένη ανάμεσα σε διαφορετικά κοινωνικά μπλοκ. Ο Μακρόν στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα ανώτερα και μεσαία στρώματα και τους συνταξιούχους, χωρίς να μπορέσει να ανοιχτεί σε πιο λαϊκά στρώματα. Η Λεπέν διατήρησε την ηγετική παρουσία της ακροδεξιάς στην παραδοσιακή εργατική τάξη και τους κατοίκους των μικρών πόλεων. Ο Μελανσόν κατάφερε να πετύχει μια συμμαχία ανάμεσα στη νεολαίας, μορφωμένα αλλά όχι ανώτερα στρώματα των πόλεων και τα προάστια με τον πληθυσμό μεταναστευτικής καταγωγής.
Ανάμεσα στους δυο γύρους των εκλογών, ο Μακρόν προσπάθησε να προσεταιριστεί κυρίως το ακροατήριο του Μελανσόν, τόσο με την ιδιαίτερη έμφασή στο οικολογικό ζήτημα, με ανοίγματα στα προάστια και με προσπάθεια να φανεί πιο μετριοπαθής από την αντίπαλό του σε θέματα μετανάστευσης. Η αντίπαλός του από τη μεριά της φάνηκε να μπορεί να συσπειρώνει σημαντικό μέρος της ευρύτερης δεξιάς ψήφου (ας μην ξεχνάμε ότι το άθροισμα Λεπέν και Ζεμούρ ήταν η πιο υψηλή εκλογική καταγραφή της ακροδεξιάς σε πρώτο γύρο) και ένα μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας.
Την ίδια στιγμή ο Μακρόν είχε μια ευρύτερη υποστήριξη σε επίπεδο ΜΜΕ όπως και ευρύτερων θεσμών, μια που παρότι η Λεπέν μετρίασε αισθητά τους τόνους της σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει, εντούτοις ήταν σαφές ότι στα μάτια αρκετών η εκλογή της θεωρήθηκε ότι θα έφερνε μια ευρύτερη αναστάτωση και αρκετά θεσμικά προβλήματα που εκτός όλων των άλλων θα διακύβευαν και τον ιδιαίτερο ρόλο της Γαλλίας στη συμμαχία της με τη Γερμανία ως βασικό αρμό του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος».
Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας
Παρότι αυτός είναι ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, ο εκλογικός κύκλος της Γαλλίας δεν έχει κλείσει. Ακολουθούν οι βουλευτικές εκλογές. Θυμίζουμε ότι η Γαλλία έχει ένα σύστημα – για την Εθνοσυνέλευση – μονοεδρικών περιφερειών που προβλέπει δεύτερο γύρο εάν κανείς υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο.
Αυτό διευκολύνει παραδοσιακά πέραν του πρώτου κόμματος και τα κόμματα που όχι μόνο έχουν ένα εθνικό ποσοστό, αλλά διαθέτουν και τοπικά προπύργια και βουλευτές αναγνωρίσιμους ή που μπορούν να πετύχουν μια ευρύτερη συσπείρωση. Το εκλογικό σύστημα εξηγεί γιατί για παράδειγμα στις βουλευτικές εκλογές του 2017 ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν είχε μόλις έξι έδρες, παρότι στον πρώτο γύρο πήρε 13%.
Σε πείσμα μιας εικόνας ότι στη Γαλλία κυβερνά ο πρόεδρος, η Εθνοσυνέλευση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την μετατροπή της πολιτικής σε νόμους και στην προηγούμενη θητεία σε αρκετά θέματα υπήρξαν στιγμές με αρκετές μετατοπίσεις και ρήγματα στην «προεδρική πλειοψηφία», που άλλωστε είχε διαμορφωθεί αρκετά βιαστικά πάνω στο momentum της νίκης Μακρόν.
Δηλαδή, με βάση τη ρευστοποίηση του γαλλικού πολιτικού σκηνικού και το γεγονός ότι το μπλοκ του Μακρόν, εκλογικό και κοινωνικό, όπως αποτυπώθηκε στον πρώτο γύρο, είναι πεπερασμένο, υπάρχει το πραγματικό ερώτημα εάν θα καταφέρει να απολαύσει και μιας ανάλογης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Ας μην ξεχνάμε ότι σε όλες τις άλλες εκλογές που μεσολάβησαν, όπως οι ευρωεκλογές και οι περιφερειακές εκλογές, το κόμμα του Μακρόν δεν κατάφερε να έχει ιδιαίτερα θεαματικά αποτελέσματα. Ειδικά μάλιστα οι τοπικές εκλογές του 2021, που όμως είχαν εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή, έδειξαν ιδιαίτερη αντοχή και των παραδοσιακών κομμάτων, των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών και των Σοσιαλιστών.
Μάλιστα, ακριβώς σε αυτό το ενδεχόμενο επενδύει ιδιαίτερα και ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν ο οποίος έχει κάνει μια ανοιχτή πρόταση προς τους σχηματισμούς της Αριστεράς για ένα κοινό κατέβασμα με κέντρο το σχήμα της Λαϊκής Ενότητας με το οποίο κατέβηκε στις προεδρικές, αλλά με περιθώρια αυτονομίας στη συνέχεια των επιμέρους κοινοβουλευτικών ομάδων και με μια αναλογική κατανομή των υποψηφίων, με κεντρικό σύνθημα και στόχο να καταφέρει ο Μελανσόν να γίνει πρωθυπουργός και ότι αυτές οι εκλογές αποτελούν τον «τρίτο γύρο». Παρότι αυτή η πρόταση έχει να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι αυτή τη φορά συζητιέται πολύ περισσότερο. Ας μην ξεχνάμε ότι με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα αρκούσε π.χ. να μην είχε υπάρξει η αποτυχημένη αυτόνομη κάθοδος του ΓΚΚ, για να είχε ακόμη πιο σοβαρές πιθανότητες ο Μελανσόν να ήταν αυτός στον δεύτερο γύρο.
Την ίδια στιγμή βέβαια και οι άλλοι σχηματισμοί ανασκουμπώνονται. Στη μεριά της «προεδρικής πλειοψηφίας», έχει ενδιαφέρον ότι ο Εντουάρ Φιλίπ, πρώην πρωθυπουργός υπό τον Μακρόν, έχει ήδη προχωρήσει στην ίδρυση κόμματος, με σκοπό να ενισχύει την εκλογική απήχηση του ευρύτερου ρεύματος του γύρω από τον Μακρόν. Και ο Νικολά Σαρκοζί έχει εκφράσει υποστήριξη στον Μακρόν και διαπραγματεύεται για τις βουλευτικές. Η Λεπέν και ο Εθνικός Συναγερμός έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό με το ρεύμα της ακροδεξιάς γύρω από τον Ζεμούρ, ο οποίος μάλιστα έχει διατυπώσει και πρόταση για διαμόρφωση ευρείας συμμαχίας της Ακροδεξιάς απέναντι στον «μακρονισμό» και τον «ισλαμο-αριστερισμό» και ήδη προετοιμαζόταν για τις βουλευτικές, σε συνεργασία μάλιστα με την ανιψιά της Λεπέν Μαριόν Μαρεσάλ. Οι Σοσιαλιστές και οι Ρεπουμπλικανοί επενδύουν στο να μπορέσουν να κερδίσουν έδρες που θα τους επιτρέψουν να διατηρηθούν ως πολιτικοί μηχανισμοί.
Δημοσκοπήσεις ακόμη δεν υπάρχουν και ούτως ή άλλως το εκλογικό σύστημα σημαίνει ότι αυτό που μετράει δεν είναι η γενική καταγραφή σε ποσοστά μόνο, αλλά και η τοπική δυναμική κάθε υποψηφίου αλλά και το είδος των συμμαχιών που μπορούν να αναδειχτούν ανάμεσα στους δύο γύρους των βουλευτικών.
Όλα αυτά θα κριθούν στις βουλευτικές και από το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές, καθώς στις προηγούμενες ήταν ιδιαίτερα χαμηλό (48,7% στον πρώτο γύρο και 42,6% στον δεύτερο).
Το ενδεχόμενο να έχει την κοινωνία απέναντι ο Μακρόν
Παρότι ένα μέρος της θητείας καλύφθηκε από την περίοδο της πανδημίας, ο Μακρόν σε αρκετές στιγμές είχε να αντιμετωπίσει ισχυρά κοινωνικά κινήματα, ξεκινώντας από τα «Κίτρινα Γιλέκα». Τα αποτελέσματα των προεδρικών δείχνουν μια κοινωνία αρκετά διαιρεμένη και αρκετά οργισμένη, αν και όχι πάντα για τους ίδιους λόγους. Η ίδια η υπερψήφιση του Μακρόν στον δεύτερο γύρο είχε για σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων που προέρχονταν από άλλους χώρους περισσότερο τον χαρακτήρα της επιλογής του κακού από το ακόμη χειρότερο, παρά της συμφωνίας με την πολιτική και την ιδεολογία του. Πράγμα που σημαίνει ότι η πραγματική «νομιμοποιητική βάση» του είναι μάλλον χαμηλότερη αυτή τη φορά και καθώς μια σειρά από ζητήματα για την επόμενη μέρα είναι παραπάνω από ανοιχτά, από το κοινωνικό κράτος μέχρι το διεθνή προσανατολισμό και τα ζητήματα εσωτερικής συνοχής, είναι πιθανό ο Μακρόν να πρέπει να αντιμετωπίσει μια κοινωνία με μεγαλύτερη διάθεση να συγκρουστεί μαζί του.