Νέα δεδομένα διαμορφώνονται στον τουρισμό με 103 διαδικτυακές αγγελίες πώλησης ξενοδοχείων στη Μαγνησία να περιλαμβάνονται στο διαδικτυακό site spitogatos.gr. Στη Σκιάθο καταγράφονται 32 πωλητήρια ξενοδοχείων, 18 στη Σκόπελο, 4 στην Αλόννησο, με τα υπόλοιπα, που αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα, να βρίσκονται στην χερσαία Μαγνησία.
Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, αναρτημένες σε ιστοσελίδες βρίσκονται 1.513 αγγελίες που αφορούν στην πλειονότητά τους την πώληση μεσαίου και μικρού μεγέθους ξενοδοχειακών μονάδων, με τις ζητούμενες τιμές πώλησης να φτάνουν ακόμη και τα 20 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου αναρτήθηκαν προς πώληση σε ιστοσελίδες για αγγελίες ακινήτων 211 καταλύματα, εκ των οποίων τα 50 «ανέβηκαν» το τελευταίο διάστημα.
«Πάντα υπήρχε αυτό το φαινόμενο και θα συνεχίσει να υφίσταται. Υπήρχε πριν την πανδημία και θα συνεχίσει να υφίσταται και στο μέλλον» σχολιάζει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Μαγνησίας Γιώργος Ζαφείρης.
Ανάλογη εικόνα μεταφέρουν τουριστικοί κύκλοι, τονίζοντας ότι πωλούνται ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα, με την συγκεκριμένη τάση να παρατηρείται αρχικά, την περίοδο της οικονομική κρίσης. Σε πολλές περιπτώσεις, πωλούνται ξενοδοχεία, των οποίων οι ιδιοκτήτες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, με την πανδημία να λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας.
Αναφερόμενος στον μεγάλο αριθμό των διαδικτυακών αγγελιών, ο προϊστάμενος ελέγχων και ανάπτυξης της Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού Θεσσαλίας, Νίκος Σαρούκος, αναφέρει ότι «δεν δικαιολογείται τόσο μεγάλος αριθμός. Σε επίπεδο αλλαγής ιδιοκτησιακής σκυτάλης σε τουριστικά καταλύματα, ένας υγιής ρυθμός είναι το 4 με 5% της δυναμικής. Με βάση τα προαναφερθέντα, έχει υπερβεί το 9 με 10%. Δείχνει κάποια αντανακλαστικά που είναι εν μέρει απόρροια της πανδημίας και μιας αδυναμίας διαχείρισης της κατάστασης από τους ιδιοκτήτες».
Ο ίδιος παρατηρεί, εξάλλου, ότι στον αριθμό των 103 πωλητηρίων περιλαμβάνονται ξενοδοχεία, εξοχικές κατοικίες, ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερίσματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πωλητήρια έχουν διερευνητικό χαρακτήρα. «Μένει να δούμε την πραγματική πρόθεση αυτών που έχουν προχωρήσει σε ανάρτηση αγγελιών πώλησης, η οποία σαφώς ξεπερνάει το στατιστικό που είναι 4%.Είναι πολύ περισσότερο και αυτό είναι απόρροια της πανδημίας» τονίζει.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι διπλασιάζεται το ποσοστό των ατόμων «που δελεάζονται από το ενδεχόμενο μεταβίβασης της περιουσίας. Αυτό είναι ένδειξη, κατ’ αρχήν μιας κόπωσης, δεύτερη χρονιά κορονοϊού άλλωστε, και αδυναμίας να ανταποκριθούν στις νέες τάσεις, αλλά είναι και σημεία των καιρών. Μένει να δούμε την ανθρωπογεωγραφία εκείνων που πουλάνε. Σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι ενοικιαζόμενα και σε ένα σεβαστό ποσοστό, είναι αποτέλεσμα παύσης εργασιών είτε λόγω ηλικιακής κόπωσης, είτε λόγω κορονοϊού» τονίζει ο ίδιος.
Τι δείχνουν τα διεθνή δεδομένα
Ξενοδοχεία σε όλη την Ευρώπη θέλει να αγοράσει, στο μεταξύ, το ένα τρίτο των μεγάλων επενδυτών ακινήτων, σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας παροχής συμβουλών για ακίνητα Cushman & Wakefield, που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Ν.Υόρκης και απασχολεί 48.000 υπαλλήλους σε 400 γραφεία σε 70 χώρες.
Στην έρευνα μετείχαν πάνω από 50 ανώτερα στελέχη μεγάλων εταιρειών διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων και θεσμικών επενδυτών, που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά ξενοδοχειακών ακινήτων. Οι εταιρείες των ερωτηθέντων επένδυσαν συνολικά πάνω από 26 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια (2016-2020), εξαγοράζοντας 664 ξενοδοχεία με 127.642 δωμάτια και αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού όγκου συναλλαγών σε εξαγορές ξενοδοχείων στην Ευρώπη.
Ο Bořivoj Vokřínek, επικεφαλής του Hospitality Research EMEA της Cushman & Wakefield, δήλωσε ότι η επιτυχημένη διάθεση εμβολίων για τον COVID-19, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των καταναλωτών, αναζωπύρωσε τη ζήτηση για τα διεθνή ταξίδια, ενισχύοντας την διάθεση για επενδύσεις.
Η προθυμία για απόκτηση περισσότερων ξενοδοχειακών ακινήτων, τόνισε, υποδηλώνει σε μεγάλο βαθμό ότι οι επενδυτές κοιτάζουν πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο του COVID-19 στον τομέα και ότι όταν αρθούν οι περιορισμοί και οι προορισμοί ανοίξουν πλήρως οι επενδύσεις σε ξενοδοχεία θα αποδειχθούν ισχυρή αντιστάθμιση κατά του πληθωρισμού.