Ανταπόκριση Κώστας Δαβάνης
Η συντριπτική πλειονότητα των κρουσμάτων της ευλογιάς των πιθήκων που έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδεδειγμένη ταξιδιωτική σύνδεση με κάποια ενδημική περιοχή της Αφρικής, ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, σημειώνοντας ότι η ταυτόχρονη, ξαφνική εμφάνιση του ιού σε πολλές χώρες υποδηλώνει μη ανιχνευμένη μετάδοση που διαρκεί ήδη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, έως τις 26 Μαΐου, είχαν καταγραφεί συνολικά 257 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 120 ύποπτα κρούσματα σε 23 κράτη μέλη όπου ο ιός δεν είναι ενδημικός. Η κατάσταση σύμφωνα με τον ΠΟΥ εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς και εκτιμάται ότι θα εντοπιστούν περισσότερα κρούσματα καθώς θα επεκτείνεται η επιτήρηση σε μη ενδημικές χώρες, καθώς και σε χώρες που είναι γνωστό ότι είναι ενδημικές που δεν έχουν αναφέρει πρόσφατα κρούσματα.
Οι διαγνωστικές δοκιμασίες ειδικές για την ευλογιά των πιθήκων, όπως οι δοκιμές αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) έχουν εντοπίσει πως ο κλάδος του ιού της ευλογιάς των πιθήκων από την Δυτική Αφρική είναι εκείνος που κυριαρχεί στο ξέσπασμα πολλών χωρών. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία έχουν δημοσιεύσει πλήρης αλληλουχίες γονιδιώματος του ιού με τα δεδομένα να επιβεβαιώνουν ότι τα γονιδιώματα ανήκουν στη δυτική αφρικανική παραλλαγή.
Επί του παρόντος, ο συνολικός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία σε παγκόσμιο επίπεδο αξιολογείται ως μέτριος, δεδομένου ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αναφέρονται κρούσματα και συστάδες ευλογιάς πιθήκων ταυτόχρονα σε ευρέως ανόμοιες γεωγραφικές περιοχές του ΠΟΥ και χωρίς γνωστούς επιδημιολογικούς δεσμούς με μη ενδημικές χώρες στη Δυτική ή Κεντρική Αφρική. Επιπλέον, η ξαφνική εμφάνιση και το ευρύ γεωγραφικό εύρος πολλών σποραδικών κρουσμάτων υποδηλώνει ότι η ευρεία μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και ο ιός μπορεί να κυκλοφορούσε αγνώριστος για αρκετές εβδομάδες ή περισσότερο.
Ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία θα μπορούσε να γίνει υψηλός εάν αυτός ο ιός εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να καθιερωθεί ως ανθρώπινο παθογόνο και εξαπλωθεί σε ομάδες με υψηλότερο κίνδυνο σοβαρών ασθενειών, όπως μικρά παιδιά και ανοσοκατασταλμένα άτομα.
Επί του παρόντος υπάρχουν περιορισμένες επιδημιολογικές και εργαστηριακές πληροφορίες και ο αριθμός των περιπτώσεων που αναφέρονται είναι πιθανό να είναι υποεκτιμημένος, εν μέρει λόγω των σχετικά ήπιων συμπτωμάτων σε πολλές περιπτώσεις με τοπικό εξάνθημα και λεμφαδενοπάθεια, έτσι ώστε πολλά άτομα μπορεί να μην προσέλθουν στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, την έλλειψη έγκαιρης κλινικής αναγνώρισης από τους επαγγελματίες υγείας μιας λοίμωξης που ήταν προηγουμένως γνωστή σε λίγες μόνο χώρες, ο χρόνος που απαιτείται από τα κράτη μέλη για τη δημιουργία και την κλιμάκωση νέων μηχανισμών επιτήρησης και την έλλειψη ευρέως διαθέσιμων διαγνωστικών δοκιμών, αντιδραστηρίων και άλλων αναλωσίμων.
Ο ΠΟΥ τονίζει επίσης ότι υπάρχει δυνητικός κίνδυνος για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας εάν δεν φορούν κατάλληλο εξοπλισμό ατομικής προστασίας για την πρόληψη της μετάδοσης. Αν και δεν έχει αναφερθεί στο τρέχον ξέσπασμα τέτοιου είδους κρούσμα, ο κίνδυνος λοιμώξεων από την ευλογιά των πιθήκων που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη έχει τεκμηριωθεί στο παρελθόν.
Υπάρχει η πιθανότητα για μεγαλύτερο αντίκτυπο στην υγεία με ευρύτερη εξάπλωση σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, καθώς οι θάνατοι μεταξύ των περιπτώσεων σε προηγούμενα κρούσματα έχουν αναφερθεί ότι συμβαίνουν συχνότερα μεταξύ παιδιών και ανοσοκατεσταλμένων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με ανεπαρκώς ελεγχόμενη λοίμωξη από τον ιό HIV, που μπορεί να είναι ιδιαίτερα κίνδυνο πιο σοβαρής ασθένειας.
Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ταυτοποίησης περαιτέρω περιπτώσεων με μη αναγνωρισμένες αλυσίδες μετάδοσης, συμπεριλαμβανομένων πιθανώς σε άλλες ομάδες πληθυσμού. Παρόλα αυτά, κάθε άτομο που πληροί τον ορισμό για ένα ύποπτο κρούσμα θα πρέπει να υποβάλλεται σε δοκιμή. Η απόφαση για τον έλεγχο θα πρέπει να βασίζεται τόσο σε κλινικούς όσο και σε επιδημιολογικούς παράγοντες, που συνδέονται με την αξιολόγηση της πιθανότητας μόλυνσης. Λόγω του εύρους των καταστάσεων που προκαλούν δερματικά εξανθήματα και επειδή η κλινική εικόνα μπορεί να είναι πιο συχνά άτυπη σε αυτή την εστία, μπορεί να είναι δύσκολο να διαφοροποιηθεί η ευλογιά των πιθήκων αποκλειστικά με βάση την κλινική εικόνα, ιδιαίτερα για περιπτώσεις με άτυπη εμφάνιση. Κάθε ασθενής με ύποπτη ευλογιά πιθήκου θα πρέπει να διερευνηθεί και, εάν επιβεβαιωθεί, να απομονωθεί έως ότου οι βλάβες του έχουν κρούστα, η ψώρα έχει πέσει και ένα νέο στρώμα δέρματος έχει σχηματιστεί από κάτω. Η απομόνωση μπορεί να συμβεί είτε σε μια μονάδα υγειονομικής περίθαλψης είτε στο σπίτι, υπό την προϋπόθεση ότι το μολυσμένο άτομο μπορεί να απομονωθεί και να φροντιστεί κατάλληλα.