— «Έβαλες καπέλο» στα προϊόντα σου; Παραείναι ακριβά! Η ακρίβεια φταίει;
— Δεν δίνω αναφορά. Αυτές είναι οι τιμές από τα προϊόντα μου και σε όποιον αρέσει! «Γούστο μου και καπέλο μου»!
— Μα αυτή η τελευταία αύξηση είναι εξέλιξη αυτής της εβδομάδας! «Μας την έφερες καπέλο»!
— Ούτως ή άλλως, τα προϊόντα μου είναι τα καλύτερα της αγοράς στην πόλη!
— Α εσύ είσαι «ψηλό καπέλο»!
— Και την προηγούμενη εβδομάδα που σου παρήγγειλα κάτι και τελικά δεν μου το έφερες εγκαίρως;
— Αυτό είναι «άλλο καπέλο»!
— Μα πώς; Αφού μου εγγυήθηκες ότι θα το έχεις.
— Δεν εγγυήθηκα τίποτα! Δεν είναι καιροί για εγγυήσεις!
— Εγώ φταίω που μέχρι σήμερα, κάθε φορά που σε συναντούσα σου «έβγαζα το καπέλο»!
— Από την Πόλη έρχομαι
Και στην κορφή κανέλα
«Άνοιξε το καπέλο σου»
Να μη βραχεί η ομπρέλα!
— Με ειρωνεύεσαι; «Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω» και ούτε πρόκειται να με ξαναδείς στη γειτονιά σου!
Πραγματικός ο διάλογος;
Όχι! Προϊόν μυθοπλασίας η οποία αναδεικνύει την πολυσύχναστη χρήση της λέξης «καπέλο», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καπέλου, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου.
Γιατί όμως τόσος ντόρος για τα καπέλα και γιατί να αφιερωθεί μια ολόκληρη μέρα στον εορτασμό ενός «επιφανειακού» -σε πρώτη ανάγνωση- φετίχ; Μήπως γιατί τελικά αυτό το όμορφο αξεσουάρ φέρει μια μακρά παράδοση, ενσωματώνει συνήθειες διαφόρων πολιτισμών και η ύπαρξή του κρύβει τελικά βαθύτερα ιστορικά, πολιτισμικά ακόμη και ταξικά-κοινωνικά χαρακτηριστικά;
Μια σύντομη έρευνα μας ωθεί να απαντήσουμε θετικά.
Αν και στη σύγχρονη εποχή, Το καπέλο φαντάζει στους περισσότερους από εμάς ως μια ξεπερασμένη, αδιάφορη, ακόμη και αλλόκοτη ενδυματολογική πινελιά, έχει μια «γενεαλογία» άκρως ενδιαφέρουσα, η οποία δικαιολογεί προφανώς και τον επίσημο εορτασμό του σε παγκόσμια κλίμακα.
Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική – «cappello»-, από το λατινικό «cappa» που σημαίνει κάλυμμα κεφαλής. Ο πρώτος «καπελάς» (πιλοποιός) φαίνεται να υπήρξε γύρω στο 1529 κάπου στο Μιλάνο της Ιταλίας. Ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία των καπέλων διαδραμάτισαν και τα βασιλικά δικαστήρια της Γαλλίας τον 16ο και 17ο αιώνα: Από μόδα που υιοθετήθηκε αρχικά από το δικαστήριο του «LouisXIV», έγινε μόδα η οποία σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Ειδικά στη Βρετανία, τα καπέλα «…είναι συνυφασμένα με τη στυλιστική παράδοση των αριστοκρατών Βρετανών.»
Στη Βρετανία τα καπέλα δεν αποτελούν απλώς μια πινελιά αισθητικής «…αλλά μια βαθιά παράδοση και ένα βρετανικό πολιτισμικό φαινόμενο. Σύμφωνα με την Encyclopedia Britannica, αυτής της μορφής το καπέλο φοριούνταν ήδη από τον 19ο αιώνα για να «προσθέσει μια δόση μυστηρίου στην πληθωρική Βικτωριανή μόδα». Σταδιακά η χρήση του καπέλου σε Ευρώπη και Αμερική άρχισε να γίνεται πιο ευρεία, και τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 «…άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στις μεγάλες πασαρέλες, κυρίως χάρη στους διάσημους πιλοποιούς Stephen Jones και Philip Treacy, που σχεδίαζαν καπέλα για τη Βρετανική βασιλική οικογένεια. Πέραν των βασιλικών γάμων τα καπέλα αυτά φοριούνται σε ιπποδρομίες όπως το «Royal Ascot» και το «Kentucky Derby». (Πηγή: huffingtonpost.gr)
Και στην πόλη μας;
Το πλέον γνωστό, εξειδικευμένο στο είδος του και με μακρά ιστορία στην κατασκευή και στην εμπορία των καπέλων στη Λάρισα είναι το κατάστημα «καπέλα Νέγρης» που από το 1929, ξεκινώντας από ένα ιστορικό κτίριο στην οδό Βενιζέλου, έως σήμερα, εξυπηρετεί τους Λαρισαίους και όχι μόνο, κατασκευάζοντας και προτείνοντας καπέλα για κάθε χρήση, απαίτηση και γούστο!
Μέχρι και τη δεκαετία του 1970, η επιχείρηση διατηρούσε και βιοτεχνία παραγωγής καπέλων, όμως από τη δεκαετία του ’80 και μετά οι ελληνικές βιοτεχνίες παραγωγής καπέλων που έχουν παραμείνει σε λειτουργία είναι ελάχιστες και υπολειτουργούν κατασκευάζοντας κυρίως καπέλα για εξειδικευμένες χρήσεις (ναυτικά, πηλίκια, κτλ).
Ο κ. Άγγελος Μαυρογιάννης στο κατάστημά του, στο κέντρο της Λάρισας, μας εισήγαγε στον κόσμο των καπέλων, στις χρήσεις του και στις σημερινές επιλογές των Λαρισαίων.
Αγοράζουν καπέλα οι Λαρισαίοι σήμερα; Τον ρωτήσαμε.
Αγοράζουν, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις δεκαετίες του ’30,’40, έως και το ’70, όπου το καπέλο ήταν απαραίτητο αξεσουάρ και ολοκλήρωνε την εμφάνιση των πολιτών στις περισσότερες δραστηριότητές τους στην πόλη. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα καπέλα ήταν συνδεδεμένα με την επαγγελματική ιδιότητα και το κοινωνικό στάτους των πολιτών: η τραγιάσκα ήταν το καπέλο των αγροτών, των εργατών και των τεχνιτών. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, ως καπέλο κυνηγιού και άλλων αθλητικών δραστηριοτήτων. Η ρεπούμπλικα (fedora) είναι συνδεδεμένη με τους αστούς και τους μεσοαστούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ξεκίνησε το 1880 ως γυναικείο καπέλο και στη συνέχεια (μετά το 1924) καθιερώθηκε ως το πιο κομψό ανδρικό καπέλο. Το καβουράκι ή pork pie είναι αγαπημένο καπέλο πολλών μουσικών της jazz, των blues αλλά και της ska. Ο παναμάς, το απόλυτο καλοκαιρινό καπέλο, οφείλει το όνομά του στη χώρα καταγωγής του, τον Παναμά: στα χέρια των κατοίκων του Εκουαδόρ άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα καπέλα του είδους, ήδη από το 1600.
Σήμερα, υπάρχει ενδιαφέρον;
Σήμερα, η ζήτηση στα καπέλα είναι συνεχώς φθίνουσα. Με εξαίρεση κάποιες τραγιάσκες που κατασκευάζει η επιχείρηση, πλέον όλα τα καπέλα που διατίθενται προς πώληση, η επιχείρηση τα προμηθεύεται κυρίως από παραγωγούς της Ιταλίας και από εγχώριους εισαγωγείς καπέλων.
Με βάση ποια κριτήρια επιλέγουν πλέον οι Λαρισαίοι το καπέλο που θα αγοράσουν;
Την εργασιακή τους ανάγκη (υπάρχει μεγάλη ζήτηση στα καπέλα από αγρότες και οικοδόμους, οι οποίοι δουλεύουν πολλές ώρες εκτεθειμένοι στον ήλιο), την εποχικότητα (χειμώνας και καλοκαίρι), το προσωπικό τους γούστο. Για αρκετούς πελάτες το καπέλο αποτελεί ακόμη και σήμερα σημαντική ενδυματολογική πινελιά. (καπέλα πόλης.)
Το μέλλον των καπέλων και της επιχείρησης;
Δύσκολο να προβλεφθεί. Ελπίζουμε η αγάπη για τα καπέλα να διατηρηθεί, ακόμη κι ως ένα φετίχ που θα συμβάλλει στη συνέχεια μιας κουλτούρας, παράδοσης και ιστορίας!
Ρεπορτάζ: Κατερίνα Δημηνίκου / Φωτογραφίες: Θάνος Παλούκας