Η κατηγορούμενη μητέρα στριφογυρίζει στο κελί της καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο ξοδεύοντας τη μία τηλεκάρτα πίσω από την άλλη για να μιλάει με την οικογένειά της, τη μάνα της, την αδερφή της, ή όποιον άλλον.
Δύο πρόσωπα που προσπαθούν να απλώσουν δίχτυ προστασίας από τα νύχια μίας κοινωνίας που θέλει να την κομματιάσει, σαν κάποιο αόρατο χέρι να την οδήγησε στη φυλακή για να την προστατέψει, σίγουρα στο σπίτι της δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει μετά από εκείνο το απόγευμα που συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Αθήνα.
Πού είναι
Ομως στο κελί στριφογυρίζει στα χέρια της το τηλεκοντρόλ και οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη μαζί με τα νέα στοιχεία που προστίθενται καθημερινά, τα βίντεο και τις φωτογραφίες, από τις οποίες λείπει εκείνο το ακλόνητο στοιχείο που θα την υποδείξει ως ένοχη ενός φρικιαστικού εγκλήματος.
Κι εκείνη δεν ομολογεί το παραμικρό, ακούει μέσα από την τηλεόραση περιγραφές και αναμνήσεις ανθρώπων που φαίνεται πως κάποτε γνώριζε να την ενοχοποιούν για αυτό που τότε ήταν και για ό,τι έμελλε να γίνει, μοιάζει να μην μπορεί να αντιδράσει σε όλα αυτά, ακόμα και σε εκείνα που λέει ο πρώην σύζυγός της, για αυτόν που οι μαρτυρίες λένε ότι θα έκανε τα πάντα, για αυτόν που οι μαρτυρίες αφήνουν να εννοηθεί πως έκανε τα αδιανόητα.
Μία ψυχή
Στις φυλακές του Κορυδαλλού η Ρούλα Πισπιρίγκου που έχει μπερδέψει με τη συμπεριφορά της όλο τον κόσμο όπως και ο πρώην σύζυγός της, βλέπει τους άλλους να ραγίζουν τη γαληνεμένη ψυχή ενός παιδιού που βασανίστηκε και πέθανε μαρτυρικά, σπάζοντας την πόρτα της τελευταίας του κατοικίας, για να πάρουν από τα χέρια της το δώρο της μάνας.
Αυτό το δώρο που στην άλλη ζωή το είχε για να βλέπει κινούμενα σχέδια ή κάποιες σειρές, και το οποίο η μάνα της, τής το χάρισε για το τελευταίο ταξίδι, άγνωστο με τι σκέψεις, και έτσι την αποχαιρέτησε, χωρίς κανείς ακόμη να μπορεί να καταλάβει τι συνέβη εκείνα τα τελευταία λεπτά στο δωμάτιο του νοσοκομείου, να καταλάβει ή να μπορέσει να παρεμβληθεί ανάμεσα στα βλέμματά τους, είπαν πως το εννιάχρονο κορίτσι ήταν παράλυτο, σηκώθηκε από ένα επιθανάτιο σπασμό.
Τα μάτια
Είπαν πως τα μάτια της μάνας της που κοίταζαν τα δικά της να σβήνουν, έβλεπαν μέσα τους την πορεία ενός δηλητηρίου που μόλυνε κάθε κύτταρο μέχρι να νεκρώσει την καρδιά, ενός δηλητηρίου που έσπασαν την ταφόπλακα για να βρουν την πηγή του, επειδή θα μπορούσε να κρύβεται στο λάπτοπ που η μάνα δώρισε στη μικρή Τζωρτζίνα, που πήγε χωρίς αυτό να συναντήσει τη Μαλένα και την Ιριδα.
Κανείς δεν ξέρει ακόμη αν το λαπτοπ της μικρής Τζωρτζίνας κρύβει μέσα του το φοβερό μυστικό αλλά αυτό είναι κάτι που σίγουρα ελάχιστα θα ενδιαφέρει το κοριτσάκι, οι υπόλοιποι έμειναν με την ανάμνηση ενός κοριτσιού που πάντα γελούσε, ακόμα και στην Εντατική, δίπλα στον γιατρό της, πάντα έβρισκε το κουράγιο, ορφανή από τις αδερφές της να γελάει.
Το τελευταίο
Τρόμαξε πολλούς το φως που μπήκε στον κόσμο που αναπαυόταν το μικρό βασανισμένο κορίτσι, οι άνθρωποι με τις μάσκες που της στέρησαν το τελευταίο ενθύμιο από έναν κόσμο στον οποίο είδε πολλά, τα πήρε μαζί της ή τα ζωγράφισε.
Η Τζωρτζίνα, όπως στοιχειοθέτησαν την προσωπικότητά της, όλες οι μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν στις ανακριτικές και προανακριτικές Αρχές, αγαπούσε την οικογένειά της. Ο χρόνος περνάει, για τη μικρή καθόλου σημασία πια δεν έχει. Για τους υπόλοιπους που έφυγαν με το παιχνίδι της στα χέρια, μεγάλη. Η αλήθεια μπερδεύεται και καθυστερεί, και το θηρίο θέλει αίμα.