Στο T-live μίλησε η οικιακή βοηθός της 69χρονης σπιτονοικοκυράς της Ρούλας Πισπιρίγκου και του Μάνου Δασκαλάκη από την Πάτρα, της οποίας ο θάνατος έχει μπει στο “μικροσκόπιο” των ερευνών. Η οικιακή βοηθός συγκλονίζει καθώς, όπως, ομολογεί, η σπιτονοικοκυρά της έλεγε πως αν πεθάνει, να ψάξει τον θάνατό της…
«Δεν ήταν μια γυναίκα που τα είχε χάσει. Τα είχε τετρακόσια. Ήταν κυρία. Άμα μία γυναίκα κλείνεται μέσα στο σπίτι δώδεκα χρόνια έχει και τις ιδιοτροπίες της και τους φόβους της. Η γυναίκα αυτή δεν έβγαινε, δεν είχε επαφή με τον έξω κόσμο, τους γείτονες… Δεν ήθελε. Ήταν επιλογή της.
Παρά τις ιδιοτροπίες της, γιατί ήταν μια γυναίκα κλεισμένη μέσα για χρόνια, ήταν μία κυρία. Έβλεπε ταινίες, διάβαζε τα βιβλία της. Ποτέ δεν παραλογιζόταν. Τα είχε τετρακόσια. Τουλάχιστον όσο την ήξερα εγώ. Δεν πιστεύω αυτά που λέγονται, ότι τα έχασε από ένα σημείο και μετά.
Φιλόλογος ήταν, δούλευε 35 χρόνια στο Αρσάκειο. Ήρθε εδώ, με τον σύζυγό της, για να πουλήσουν το σπίτι, το οποίο ήταν του πατέρα της. Ζούσε με την μητέρα της. Ήθελαν να αγοράσουν ένα σπίτι και να πάνε στην Αθήνα. Αλλά, έτυχε και πέθανε ξαφνικά ο σύζυγος, δικηγόρος αυτός, είχε βγει σε σύνταξη.
Εγώ δούλευα μεγάλο διάστημα εκεί. Αυτή η γυναίκα με έβλεπε σαν κόρη της. Στην κηδεία της πήγαν η Ρούλα, ο Μάνος και μία γυναίκα.
Είχα ρωτήσει την Ρούλα «από τι πέθανε» και μου απάντησε πολύ απλά πως «έφυγε», λες και μου περιέγραφε ότι πήγε στην λαϊκή. Μου είπε πως «έφυγε» από σηψαιμία. Καρκίνο η γυναίκα δεν είχε. Ούτε ένα χάπι δεν έπαιρνε και το ξέρω γιατί εγώ εκεί καθάριζα τα πάντα. Όλα της τα ντουλάπια και τα συρτάρια. Δεν νομίζω να είχε καρκίνο και να μην το γνώριζε. Θα είχε συμπτώματα» αναφέρει στο T-live η σπιτονοικοκυρά.
«”Όταν φύγω από την ζωή να το ψάξεις”, αυτό μου έλεγε»
Και πρόσθεσε: «Πολλές φορές μου είχε αναφέρει ότι είχε δικηγόρους και το σπίτι το είχε τακτοποιήσει, αλλά μου είχε πει και κάτι συγκλονιστικό. «Όταν φύγω από την ζωή να το ψάξεις», αυτό μου έλεγε. Να ψάξω, δηλαδή, γιατί πέθανε, αυτό εννοούσε.
Εγώ της έλεγα «είσαι με τα καλά σου, γιατί το λες αυτό;» και αυτή μου απαντούσε «δεν με καταλαβαίνεις».
Για ένα διάστημα την πρόσεχε μία κοπέλα, Ελληνίδα. Τότε η σπιτονοικοκυρά είχε πέσει από το κρεβάτι και είχε μπει για πρώτη φορά στο νοσοκομείο. Κάθισε εκεί γύρω στις 25 μέρες, όπως μου είχε αναφέρει η ίδια. Και είχαν ακούσει τη Ρούλα να λέει, «πότε θα τα κακαρώσει, γιατί θα αφήσει όλη την περιουσία σε εμάς». «Ήρθαν και οι νοσοκόμες την νύχτα», μου είπε και τη ρωτούσαν «τι την έχεις αυτή την κοπέλα έξω;». «Τίποτα», τους έλεγε εκείνη, «είναι τα παιδιά που τους έχω νοικιάσει το σπίτι» και είπε στη Ρούλα «φύγε, θα με προσέχουν οι νοσοκόμες».
Η συγκλονιστική μαρτυρία της οικιακής βοηθού της σπιτονοικοκυράς, επισημαίνει επίσης: «Αυτό είχε γίνει πριν πέντε, έξι χρόνια. Η Ρούλα καθόταν, απλώς, έξω από το δωμάτιο με ένα κινητό στο χέρι, όπως μου είχε πει η σπιτονοικοκυρά και ρωτούσε τις νοσοκόμες στους διαδρόμους «πότε θα «φύγει» γιατί έχει να τους αφήσει πολλά». Και όταν η σπιτονοικοκυρά τα έμαθε αυτά αποφάσισε να τη διώξει».
Κάποια στιγμή ο Μανος της ζήτησε να του κόβει απόδειξη για το ενοίκιο και η σπιτονοικοκυρά του είπε να κάνουν ένα συμβόλαιο. Δεν συμφώνησαν γιατί αυτή ήθελε 300 ευρώ και μετά το έκανε 250.
Στις αρχές, επειδή ο Μάνος ήταν μικρός, τότε, είχαν κάνει μια συμφωνία εκείνος να την φροντίζει και να μην της πληρώνει ενοίκιο. Είχα ακούσει ότι την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά πετρέλαιο έβαλε εκείνη. Τσακώθηκαν την τρίτη φορά γιατί τους έλεγε «θα πληρώνετε και εσείς, γιατί εγώ είμαι μόνη μου, εσείς είστε τόσα άτομα». Και αυτοί αποφάσισαν να μην βάλουν ούτε σόμπα και εκείνη τους αγόρασε σόμπα, γιατί λυπόταν τα παιδιά».
«Όταν έφυγε από τη ζωή η Μαλένα, η Ρούλα ήταν ψυχρή και απόμακρη»
«Τα κορίτσια της Ρούλας ήταν πανέμορφα και πανέξυπνα. Η Μαλένα ήταν πιο ναζιάρα. Η σπιτονοικοκυρά λάτρευε τη μεγάλη. Η Τζωρτζίνα ερχόταν επάνω και ζωγράφιζε.
Τα παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα με τον μπαμπά τους. Του έλεγαν συνέχεια «μπαμπά, μπαμπά».
Όταν έφυγε από τη ζωή η Μαλένα, η Ρούλα ήταν ψυχρή και απόμακρη. Ο Μάνος ήταν αυτός που ενδιαφερόταν, ερχόταν και επάνω.
Όταν πέθανε η Μαλένα, η σπιτονοικοκυρά των παιδιών έδωσε στον Μάνο 250 ευρώ και του είπε ότι αυτά είναι για τα στεφάνια της Μαλένας, μιας και δεν μπορούσε να πάει στην κηδεία. Η γυναίκα λάτρευε την Τζωρτζίνα. Ερχόταν και η Ρούλα πάνω στο σπίτι, αλλά ήταν απόμακρη, δεν είχαν πολλά, πολλά.
Όταν αρρώστησε η Μαλένα με λευχαιμία ήρθε πάνω χλωμός ο Μάνος και ζήταγε λεφτά. Μας έλεγε ότι ήταν πολύ άρρωστο το παιδί. Η σπιτονοικοκυρά τους έδωσε ένα ποσό όταν φύγανε για Αθήνα.
Όταν πέθανε η Μαλένα ο Μάνος ήρθε και της είπε ότι φεύγει και πάει στα καράβια. Τότε πρέπει να είχαν χωρίσει, αλλά εμείς δεν είχαμε καταλάβει τίποτα. Είχα ακούσει και τη Ρούλα να κλαίει. Νομίζαμε πως κλαίει για τη Μαλένα» κατέληξε η οικιακή βοηθός.