Η μέση θερμοκρασία στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,5 °C τα τελευταία 30 χρόνια και η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, σε περιοχές απομακρυσμένες από τη θάλασσα.
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη των τάσεων βασικών κλιματικών παραμέτρων στην Ελλάδα την περίοδο 1991-2020, την οποία έκαναν επιστήμονες της μονάδας ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό «Atmosphere», αφορούσε στις τάσεις μεταβολής της θερμοκρασίας, της βροχόπτωσης και της θερμοκρασίας της θάλασσας, με δεδομένα που προέρχονται από την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus.
Κατά μέσο όρο για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας η τάση αύξησης είναι περίπου 0,05 °C ανά έτος και 1,5 °C για το σύνολο της 30ετίας. Ωστόσο, η αύξηση αυτή παρουσιάζει γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Σε πολλές περιοχές κυρίως της βόρειας Ελλάδας, οι οποίες είναι απομακρυσμένες από τη θάλασσα, η τάση αύξησης φτάνει περίπου τους 0,07 °C ανά έτος και αυτό σύμφωνα με τους επιστήμονες σημαίνει ότι η μέση θερμοκρασία στις περιοχές αυτές έχει αυξηθεί πάνω από 2 °C μέσα στα τελευταία 30 έτη. Αντιθέτως, σε περιοχές της νότιας Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη, η τάση αύξησης είναι αρκετά μικρότερη.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, δρ. Κώστας Λαγουβάρδος, χαρακτηρίζει «μια μικρή έκπληξη» τα ευρήματα της έρευνας για τον ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας στη βόρεια Ελλάδα. «Βέβαια, το είχαμε υποπτευθεί από μετρήσεις που κάναμε τα τελευταία χρόνια με το πολύ πυκνό δίκτυο σταθμών μας και μας είχε κάνει εντύπωση ότι τα δεδομένα έβγαιναν πολύ πάνω από τα κανονικά για τη βόρεια Ελλάδα», εξηγεί και σπεύδει να διευκρινίσει: «Δεν είναι πιο ζεστή η βόρεια Ελλάδα από τη νότια Ελλάδα. Όμως, έχει γρηγορότερο ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας σε αυτή την 30ετία».
Την ίδια χρονική περίοδο 1991-2020, η μέση θερμοκρασία έχει αυξηθεί λιγότερο στον πλανήτη, αλλά και στην Ευρώπη: κατά περίπου 0,6-0,8 °C παγκοσμίως, ενώ στην Ευρώπη κατά 1,2 °C. «Όλη η Ευρώπη θερμαίνεται, αλλά με διαφορετικό ρυθμό. Η περιοχή των Βαλκανίων και της νοτιοανατολικής Ευρώπης θερμαίνονται περισσότερο», παρατηρεί ο κ. Λαγουβάρδος. Όπως προσθέτει, τα δεδομένα της έρευνας «δείχνουν ότι η χώρα μας μαζί με άλλες χώρες των Βαλκανίων και της νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι hotspot της κλιματικής αλλαγής».
Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε, επιπλέον, αρκετά σημαντική μείωση του αριθμού των ημερών παγετού σε ολόκληρη τη χώρα, με μεγαλύτερη μείωση των ημερών παγετού στη βορειοδυτική ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας κατά 1,5 °C , με μέγιστη αυξητική τάση στο βόρειο Αιγαίο, στο Ιόνιο και γύρω από την Κρήτη. Σχετικά με το ετήσιο ύψος βροχής, εντοπίστηκε σταθεροποίηση των βροχοπτώσεων κατά την τελευταία 30ετία, όπως και σταθεροποίηση των περιόδων ξηρασίας. Ωστόσο, παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των ημερών με έντονη βροχόπτωση, που υπολογίζεται σε 9-10 ημέρες στην περίοδο των 30 ετών και όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης «η αυξητική τάση σχετίζεται με συχνότερα πλημμυρικά γεγονότα». Πάντως, σε περιορισμένες περιοχές υπήρξε τάση μείωσης των βροχοπτώσεων και των ημερών με έντονες βροχοπτώσεις, κυρίως στην κεντρική Θεσσαλία, την ανατολική Πελοπόννησο και σε περιοχές της Κρήτης.
Μπορεί η περίοδος μελέτης να αφορά την 30ετία μέχρι το 2020, ωστόσο φαίνεται ότι οι υψηλές θερμοκρασίες και ο μεγαλύτερος ρυθμός αύξησης των θερμοκρασιών στη βόρεια Ελλάδα συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. «Με μία πρώτη ανάγνωση των στοιχείων των τελευταίων τεσσάρων ετών, αυτό το μοτίβο συνεχίζεται. Η θερμοκρασία έχει ανέβει ακόμα περισσότερο και πάλι οι περιοχές της βόρειας Ελλάδας έχουν σημαντικές αποκλίσεις από τις κανονικές τιμές τους σε σχέση με τη νότια Ελλάδα», παρατηρεί ο κ. Λαγουβάρδος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος