Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, ο σκηνοθέτης που θεωρείται από τους σημαντικούς της γενιάς του και όχι μόνο, είναι Λαρισαίος. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης ανακάλυψε την έλξη του για το θέατρο. Ένα μόλις χρόνο μετά την αποφοίτησή του από τη δραματική σχολή «Εμπρός» σκηνοθέτησε την πρώτη του παράσταση σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ακολούθησε, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η Επίδαυρος, το Εθνικό Θέατρο και η Λυρική Σκηνή με ένα ρεπερτόριο από μεγάλες παραγωγές, αρχαίες τραγωδίες και όπερες.
Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Η αφορμή για να μιλήσουμε με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου – και προφανώς όχι η αιτία – ήταν η όπερα «Ελπίς Πατρίδος» του Γιώργου Κουρουπού, σε δική του σκηνοθεσία και παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων του Μεγάρου για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση· μια παράσταση που έκανε πρεμιέρα την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου με τη συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΡΤ σε μουσική διεύθυνση του επίσης Λαρισαίου Δημήτρη Κτιστάκη και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών την οποία διεύθυνε ο Μίλτος Λογιάδης. Η παραγωγή περιλάμβανε δύο παραστάσεις.
Μα καλά, τον ρώτησα μόλις αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο την Πέμπτη το μεσημέρι, τόσος κόπος μόνο για δύο παραστάσεις; Και έτσι ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα αυτή η συνέντευξη… Δεν θα παρέμβω στη ροή της συζήτησης. Ήταν από τις φορές που η επικοινωνία ξέφυγε από τα στενά όρια ερωτήσεων και φοβάμαι μήπως χαλάσω αυτό το γοητευτικό της κομμάτι…
…
Μα καλά, τόσος κόπος μόνο για δύο παραστάσεις;
Οι όπερες, που εκ φύσεως περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο σχήμα από ανθρώπους και χρειάζονται μεγάλες αίθουσες, ανεβαίνουν για λίγες παραστάσεις. Βέβαια, μέχρι πριν από μια δεκαετία είχαμε συνηθίσει οι θεατρικές παραστάσεις εν γένει να παίζονται για μια ολόκληρη σεζόν. Πλέον, κρατούν ενάμιση με δύο μήνες. Είναι σαν ένα διαρκές φεστιβάλ…
Έτσι όμως, τα πράγματα δεν δοκιμάζονται στο χρόνο και η ίδια η παράσταση δεν έχει εξέλιξη· είναι άλλο οι πρόβες και άλλο η παράσταση όπως παίζεται επί σκηνής. Επί σκηνής η παράσταση αποκτά τη δική της ζωή.
Είναι σαν η τέχνη να κινείται πλέον σε fast forward… Όσο βαθαίνει η οικονομική κρίση – την κατάσταση επιδείνωσε έντονα η πανδημία – όλα τα καλλιτεχνικά πράγματα κυλάνε μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ταχύτητας. Οι παραγωγές έχουν πλέον χαμηλότερα budget, είναι μικρότερες και συντομότερες σε διάρκεια και οι ηθοποιοί αναγκάζονται να παίζουν ταυτόχρονα σε περισσότερες παραστάσεις. Σκέψου ότι εδώ και κάποια χρόνια δεν υπάρχει καν η εβδομαδιαία ενότητα μιας παράστασης. Κάποιες παίζονται μόνο κάποιες μέρες και όχι απαραίτητα συνεχόμενες.
Και για σένα η φετινή σεζόν ήταν πολύ παραγωγική και με πολλές παραγωγές…
Ναι, παραδόξως. Είμαι πολύ ευγνώμων. Δεν είναι αυτονόητο όλο αυτό, ειδικά με τη συγκυρία της πανδημίας. Φέτος, έκανα 4 μεγάλες παραγωγές με το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το καλοκαίρι με μια όπερα στο φεστιβάλ της Λευκωσίας. Ήταν όλες παραγωγές πολύ μεγάλης κλίμακας και είμαι πραγματικά ευγνώμον. Νοιώθω πολύ μεγάλη χαρά. Για μένα δεν είναι αυτονόητοι οι ρυθμοί αυτοί…
Έχει σχέση με την ταχύτητα και την ποσότητα; Αυτό εννοείς;
Ναι… εγώ χρειάζομαι χρόνο για έρευνα, ειδικά σε έργα που είναι πρωτότυπα όπως οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού που ανέβηκαν στο Εθνικό Θέατρο. Είναι εξαιρετικά πολύτιμος ο χρόνος της προετοιμασίας… Το να μεταπηδάς από το ένα στο άλλο είναι παράξενο. Κάτι σαν crash test. Μια προσωπική άσκηση ετοιμότητας.
Αν και πιστεύω ότι είναι ιερός ο χρόνος της προετοιμασίας, δεν υπάρχει φυσικά απόλυτος κανόνας για τίποτα. Μιλάω για αυτή την «ανάσα», το να αφήνεις τον εαυτό σου να επενδύσει. Κάθε φορά που έχω επενδύσει πολύ χρόνο σε κάτι μου έχει γυρίσει πίσω. Χρειάζεται ένα αντιστάθμισμα και μια αντίσταση σε όλα αυτά που γίνονται γρήγορα, όσο κι αν συχνά μοιάζει με πολυτέλεια.
Τι σε έκανε από τη Νομική να στραφείς στο θέατρο και τη σκηνοθεσία;
Όταν πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης, αυτό που ήθελα κυρίως ήταν να φύγω από τη Λάρισα. Ήξερα από την αρχή ότι δεν με ενδιέφερε η νομική, αλλά δεν ήξερα και τι με ενδιαφέρει.
Πάντα αγαπούσα το θέατρο και τη μουσική και το θέατρο ως ανάγνωσμα, αλλά δεν είχε μορφοποιηθεί μέσα μου ακόμη κάτι. Ήμουν και πολύ κλειστός σαν χαρακτήρας οπότε ούτε καν το φανταζόμουν ότι θα ασχοληθώ με κάτι που απαιτεί τόση εξωστρέφεια.
Το ερέθισμα δόθηκε από τη θεατρική ομάδα της Νομικής του ΑΠΘ «Κουίντα», που νομίζω πως εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα, όταν με μία φίλη μου αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε και εμείς. Όλα βέβαια ήταν τότε πρωτόλεια… Άρχισα να το συνειδητοποιώ πρακτικά και ουσιαστικά το ενδιαφέρον μου με τη θεατρική ομάδα στη Θεσσαλονίκη και το 2005 αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα για να παρακολουθήσω μαθήματα σε δραματική σχολή από την οποία αποφοίτησα το 2010. Ενδιάμεσα, μόλις πήγα στην Αθήνα έδωσα και τα δύο τελευταία μαθήματα της Νομικής και έτσι πήρα το πτυχίο.
Φέτος, κλείνω την πρώτη μου δεκαετία… Η πρώτη μου παράσταση ήταν το 2011 με Άμλετ σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη. Από τότε κύλησαν όλα… Ακόμη δεν έχω καταλάβει που και τι εκτόξευσε την πορεία. Δεν πιστεύω στα ορόσημα, πιστεύω στην διαπραγμάτευση μέρα με τη μέρα. Είναι πολλά αυτά που ήθελα να κάνω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει στο μέλλον. Είναι όλα τόσο ρευστά. Δεν νιώθω ασφάλεια ότι κάπου έχω φτάσει…
Σε χαρακτηρίζουν όμως μια από τις σημαντικές φωνές του Θεάτρου…
Είναι σίγουρα σημαντικό να αναγνωρίζεις πράγματα για τον εαυτό σου, αλλά το ζητούμενο για μένα είναι το παρακάτω. Κάθε φορά που σκηνοθετώ κάτι, το βλέπω σαν ένα μηχανισμό δικό μου που εξελίσσεται. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που θα ήθελα να κάνω.
Τώρα, όσο για το σχόλιό σου, εννοείται πως νιώθω χαρά και ευγνωμοσύνη. Θεωρώ όμως πιο χρήσιμο να σκεφτώ εργαλεία και εφόδια από παραστάσεις για το από δω και πέρα. Προσπαθώ, να σκέφτομαι όσο πιο τετράγωνα και απλά γίνεται· ότι κινούμαι σε ένα δρόμο που εξακολουθεί να με ενδιαφέρει πολύ, ότι υπάρχει ανταπόκριση και ότι θέλω να συνεχίσω.
Πόσο εύκολα «περνάς» από το θέατρο, στην αρχαία τραγωδία και στην όπερα;
Αγαπώ πάρα πολύ τη μουσική… Σε όλες μου τις παραστάσεις στο τελικό μόρφωμα που δημιουργείται υπάρχει μια κατεύθυνση που τη δίνει η μουσική. Και στην τραγωδία υπάρχει μουσική μέσα από το χορό. Και στην όπερα και στο μιούζικαλ.
Όσο προχωρώ με τη σκηνοθεσία τόσο περισσότερο ανακαλύπτω την πυρηνική σχέση που έχω με τη μουσική. Ότι και να κάνω με πηγαίνει εκεί· στη μουσική.
Στην τελευταία όπερα «Ελπίς Πατρίδος» που σκηνοθέτησες και έκανε πρεμιέρα χθες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διερευνώνται οι ιδέες που οδήγησαν στην Επανάσταση 1821. Στο προλογικό σου σημείωμα αναρωτιέσαι πως γεννιούνται τα Έθνη. Που κατέληξες μέσα από τη σκηνοθετική σου οπτική;
Ήταν πάρα πολύ μεγάλη μου χαρά να σκηνοθετήσω την όπερα του Γιώργου Κουρουπού που θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Το έργο του αναφέρεται στην προεπαναστατική Ελλάδα, στο μόρφωμα που δημιουργήθηκε τότε και μετέπειτα εξελίχτηκε στο Ελληνικό Κράτος.
Με την Ελληνική Επανάσταση ασχολήθηκα ήδη από την παράσταση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο πέρυσι την Άνοιξη. Αφιέρωσα πολύ χρόνο να αντιληφθώ την εποχή. Μέχρι να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο έργο είχα γενικές γνώσεις πάνω στα γεγονότα της εποχής, έτσι όπως προέκυψαν από την σχολική ιστορία, την παράδοση και τα μοιρολόγια, τη θρησκεία και τους εθνικούς μας ποιητές. Νόμιζα ότι γνώριζα τα γεγονότα σε τέτοιο βάθος που μου επιτρεπόταν να έχω και θέση απέναντι σε αυτά. Ωστόσο, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω στην πραγματικότητα τίποτε πέρα από ό,τι «γνώση» προέκυψε από το σχολείο, τα media και την κοινή γνώμη για γεγονότα που τελικά έχουν κακοποιηθεί και έχει πέσει πολύ σκόνη πάνω τους.
Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να μπω στη διαδικασία να δω πέρα από τα στερεότυπα με αποτέλεσμα να αλλάξει άρδην η αντίληψή μου για τα γεγονότα και την εποχή. Έγινε πολύ σημαντικό για μένα να αντιληφθώ τι υπήρχε στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής για να μπορέσω να το διαχειριστώ δημιουργικά… Μιλάμε για τον 19ο αιώνα ο οποίος είναι βαθιά διαποτισμένος απ’ τη ρομαντική κοσμοθεωρία.
Οι πόλεμοι γίνανε για να δημιουργηθούν μικροί τόποι ελευθερίας, μικρές «ουτοπίες» ελευθερίας με κοινά στοιχεία όπως η γλώσσα και η θρησκεία. Ο Σολωμός προσπαθεί να μιλήσει για τον ένα τρόπο, την ιδανική κοινότητα. Αυτή ήταν τότε η Ελλάδα και όχι το κράτος που υπάρχει σήμερα. Μίλησε για την «ιδέα» και σήμερα βιώνουμε την εφαρμογή αυτής της «ιδέας». Αυτό που χρειάζεται είναι να εξετάσουμε τα πράγματα που λειτούργησαν σαν συνδετικοί κρίκοι, σαν «κόλλα» που ένωσε όλες τις διαφορετικότητες. Αλλιώς υπάρχει μόνο διάσπαση και διανεμισμός.
Πως βλέπεις την Λάρισα σήμερα σε σχέση με την πόλη της παιδικής σου ηλικίας; Σου έδωσε την «ανάσα» που χρειαζόσουν για να εξελιχθείς;
Την έχω αφήσει εδώ και πολλά χρόνια για να μπορώ να εκφέρω άποψη. Για μένα η Λάρισα είναι η παιδική μου ηλικία και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.
Όμως, όχι. Όταν ήμουν μικρός δεν μου έδινε το χώρο να καλύψω τις ανάγκες μου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν μια εποχή προ ίντερνετ που ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρει κάποιος αυτό που ψάχνει ή έστω να ξέρει τι υπάρχει να ψάξει. Ευτυχώς είχα την τύχη από την οικογένειά μου να έχω διεξόδους από τις συχνές επισκέψεις μας στην Αθήνα. Πάντα έψαχνα γιατί κάτι με «έτρωγε»…
Ανάσα πραγματική πήρα όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη. Θυμάσαι το βιντεοκλάμπ Άζα ή τον Λωτό; Πόσες ώρες περνούσαμε εκεί; Τι ανακαλύπταμε από ταινίες και μουσική; Άνοιγε το μυαλό μας…
Η πόλη πρέπει να προσφέρει κάτι παραπάνω. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν δομές που να είναι σαν φάρος μέσα στη νύχτα. Να είναι εκεί για όποιον το χρειάζεται. Η παιδεία και ο πολιτισμός δεν είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης· αν ισχύουν οι νόμοι της αγοράς, φτάνεις σε άλλες δυστοπίες…
Θάνο, θεωρείς ότι το κοινό εκπαιδεύεται;
Εννοείται. Εκπαιδευόμαστε όλοι μας, όχι μόνο το κοινό. Υπάρχουν διαρκώς διαφορετικά ερεθίσματα που μας οδηγούν σε νέους κόσμους. Ό,τι άλλο υπάρχει πάρα πολύ άφθονο.
Το ζητούμενο είναι να απαιτεί κόπο κάτι και από τις δύο πλευρές. Σε μια παράσταση η επικοινωνία του θεατή με τη σκηνή είναι ωραίο να απαιτεί κόπο. Να ενδιαφέρεται να μπει σε αυτή τη διαδικασία ο θεατής και συ να ενδιαφέρεσαι να το προκαλέσεις. Δεν μπορώ να ασπαστώ σε καμία περίπτωση το νόμο της είσπραξης. Όπως εγώ είμαι ανοιχτός να επαναπροσδιορίσω εργαλεία και κώδικες, περιμένω και ο άλλος να κάνει το ίδιο· η σχέση είναι καθόλα αμφίδρομη.
Άλλωστε, εμένα ό,τι δεν καταλαβαίνω με ιντριγκάρει να δω τι είναι… Για παράδειγμα, αν δεν κατανοώ έναν πίνακα ζωγραφικής, θα ρωτήσω, θα συζητήσω, θα ψάξω. Ό,τι δεν καταλαβαίνω μου κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση και μου πυροδοτεί μια ανάγκη διερεύνησης. Οφείλουμε όλοι να είμαστε ανοιχτοί…
Είναι στα σχέδια σου να συνεργαστείς με το Θεσσαλικό Θέατρο;
Με την Κυριακή Σπανού, την καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεσσαλικού είμαστε σε έναν ανοιχτό διάλογο. Θα ήταν χαρά μου να συνεργαστούμε όταν παρουσιαστεί κάτι που να με ενδιαφέρει και να έχω χρόνο.
Δείτε φωτογραφίες από τις παραστάσεις που σκηνοθέτησε ο Θάνος Παπακωνσταντίνου:
…
* Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός. Πτυχιούχος της δραματικής σχολής «Εμπρός – Θέατρο Εργαστήριο» (2009) και της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. (2007). Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: «Ελπίς Πατρίδος» του Γιώργου Κουρουπού (σε μουσική διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2021), «Αργός Σίδηρος» του Άντη Σκορδή (σε μουσική διεύθυνση Ζωής Τσόκανου, Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια, Λευκωσία, 2021), «Juditha Triumphans» του Antonio Vivaldi (σε μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, Εθνική Λυρική Σκηνή, 2021) «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονύσιου Σολωμού (Εθνικό Θέατρο, 2021), «Η Αποκάλυψη» (Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, 2019), «Οι Στοιχειωμένοι» του Δημήτρη Μαραμή (σε μουσική διεύθυνση Δημήτρη Μαραμή, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2019), «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος, 2018), «L’Orfeo» του Claudio Monteverdi (σε μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2018), «Colossus» (βασισμένο στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – ΙΜΚ, 2017), «Μετατόπιση προς το Ερυθρό» του Γιάννη Μαυριτσάκη (Φεστιβάλ Αθηνών, 2014 και σε επανάληψη το 2015), «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ (Απο-Μηχανής Θέατρο, 2015), «Pedestal» (βασισμένο στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου, ΙΜΚ, 2013), «Venison» (βασισμένο στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου, ΙΜΚ, 2012), «Άμλετ, ο Πρίγκηπας της Δανίας» του Σαίξπηρ (ΙΜΚ, 2011).