Ποιες ήταν οι μάγισσες της Θεσσαλλίας και τι κοινό έχουν, αν θα μπορούσαμε ποτέ να εντοπίσουμε κάποιο κοινό, με τις γιαγιάδες μας, τις γυναίκες, που ανεξαρτήτως γεωγραφικού ή ιστορικού πλαισίου, μοιράζονται πολλά, με πρώτη και κύρια την αίσθηση ότι η ύπαρξή τους “αποσιωπάται”, “ξεθωριάζει” μπροστά στις πολυάριθμες υποχρεώσεις και τον σύνθετο ρόλο μιας γυναίκας; Στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να ρίξει φως ο σκηνοθέτης, Κωνσταντίνος Ντέλλας, ο οποίος μίλησε στο onlarissa.gr σχετικά με το έργο του «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», που επιστρέφει στη θεατρική σκηνή της Λάρισας για πέντε παραστάσεις στο Β’ Αρχαίο Θέατρο.

Συνέντευξη στη Ζωή Μπουρουτζή

Η παράσταση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2023 σε παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής του Θεσσαλικού Θεάτρου και έχει ως θέμα το τρίπτυχο γυναίκα (κυρίως ηλικιωμένη), παραδοσιακή μαγειρική και παραδοσιακές ιατρικο-μαγικές και μαγικο-θρησκευτικές πρακτικές. Είναι δηλαδή ο συνδυασμός του πώς η λαϊκή τεχνογνωσία των βοτάνων και των υλικών που χρησιμοποιούνται ως τροφή, μπορούν παράλληλα να χρησιμοποιηθούν και για θεραπευτικούς σκοπούς ή ακόμα και για μαγκιές πρακτικές, είτε προς το καλό είτε προς το κακό…

«Η έμπνευση προήλθε μέσα από τη μακρά παράδοση της Θεσσαλικής γης, η οποία συσχετίζει τη λαϊκή μαγεία με τις γυναίκες από την αρχαιότητα και τη μυθολογία», εξηγεί ο κ. Ντέλλας. Σύμφωνα με τον θρύλο, οι γυναίκες της Θεσσαλίας είχαν τη δυνατότητα να κατεβάζουν με μάγια το φεγγάρι και να το χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς, μια παράδοση που κρατά από τη Μήδεια, που λέγεται ότι, περνώντας με το χρυσόμαλλο δέρας πάνω από την περιοχή, της έπεσε η σακούλα με τα βότανα και τα μαγικά και σκόρπισε στη θεσσαλική γη.

Σε αυτό τον πολυδιάστατο τελετουργικό κώδικα υπάρχουν πάμπολλα αρχετυπικά μοντέλα. Ένα από αυτά είναι και η τριπλή παρουσία των γυναικών, κάτι που συναντά κανείς πολύ συχνά στη μυθολογία και τη λογοτεχνία, χάρη στην οποία μπορεί εύκολα να τις συσχετίσει με φιγούρες όπως οι Τρεις Χάριτες, οι Μοίρες, οι μάγισσες του Μακμπέθ, οι Μάγισσες του Παπαδιαμάντη ή η μορφή της Εκάτης, της θεάς του Κάτω Κόσμου, που επίσης παρουσιάζεται μέσα από μια τριπλή υπόσταση.

Το μοντέλο της γυναίκας που παρουσιάζεται στην παράσταση συσχετίζεται απόλυτα με την αρχετυπική, μαυροντυμένη γιαγιά, που ο καθένας από μας εντοπίζει στον περίγυρό του και φυσικά πηγάζει και από προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη με καταγωγή από το χωριό Πρίνος των Τρικάλων.

«Η ιδιαιτερότητα του πράγματος είναι αρχικά στη χρήση της μάσκας και δεύτερον και βασικό, το ότι πρόκειται για τρεις άνδρες ηθοποιούς, τρία αρσενικά, νεαρά σώματα, τα οποία υποδύονται τρία γυναικεία, ηλικιωμένα σώματα. Από εκεί και πέρα είναι μια παράσταση που στηρίζεται στην αφήγηση. Οι γυναίκες αφηγούνται ιστορίες, συνταγές, μαγικά με διάφορους τρόπους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως ο συντονισμένος λόγος, η κίνηση και η ρυθμική αγωγή. Είναι δηλαδή μια παράσταση με πολύ έντονο το στοιχείο της μουσικής, του ρυθμού και του λόγου».

Πίσω όμως από τις «γυναίκες που μαζεύουν την τσουκνίδα» περνά μια παράλληλη ερευνητική δράση, από την οποία προήλθε και η έμπνευση, και αφορά στον συνδυασμό της λαογραφίας και των έμφυλων ζητημάτων, καθώς και της τελετουργίας σε σχέση με το θέατρο. «Ξεκίνησε από μια ανάγκη να προσεγγίσω σκηνικά την πληροφορία, δηλαδή τι μεταφέρεται σε μένα από τη δίκη μου γιαγιά, που είναι διαφορετικό βιολογικό φύλο, όποτε ήταν μια πρόκληση το να βρω τι μεταφέρεται σε αυτα τα αρσενικά σώματα μέσα και από τις δικές τους γιαγιάδες», αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Είναι περισσότερο μια σπουδή, το πώς μεταφέρεται μια πληροφορία άσχετα από το αν κάποιος είναι άντρας ή γυναίκα. Με αυτό το σκεπτικό είπα ας δοκιμάσω τώρα σε λίγο πιο διαφορετικές συνθήκες. Είναι μια διαφορά η ηλικιακή (νεαρός ηθοποιός/ηλικιωμένη γυναίκα) και το βιολογικό φύλο».

Θα ήταν διαφορετικά δηλαδή αν οι ρόλοι παίζονταν από γυναίκες; «Ναι», απαντά ο κ. Ντέλλας, «θα ήταν ακόμα κι αν είχαμε τρεις άλλους ηθοποιούς. Διαφορετικό είναι και με τους ίδιους ηθοποιούς κάθε φορά. Διαφορετικό είναι το οτιδήποτε, αυτό είναι και το θέμα του θέατρου. Παρόλο που έχουμε παίξει τόσες παρατάσεις, εγώ βλέπω καινούργια πράγματα στους ηθοποιούς. Σαφώς και θα ήταν διαφορετικά οποιαδήποτε άλλη σύνθεση κι αν υπήρχε».

Ένα από τα πιο ιδιαίτερα στοιχεία του έργου είναι και το γεγονός ότι την ώρα που το κοινό εισέρχεται στην αίθουσα, δίνεται στον καθένα ένα χαρτί, στο οποίο μπορούν εάν θέλουν να καταγράψουν κάποιο προσωπικό τους βίωμα, άμεσο ή από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ως μέρος της έρευνας. «Αυτό οδηγεί σε μια μεταπαραστασιακή δραστηριότητα, που σημαίνει ότι μετά την παράταση συγκεντρώνεται ένας αριθμός ανθρώπων από τους οποίους -όσο μου επιτρέπει ο χρόνος- παίρνω συνεντεύξεις», επισημαίνει ο κ. Ντέλλας.

Ηχητικά αποσπάσματα από αυτό το υλικό χρησιμοποιούνται έπειτα και σε επόμενες παραστάσεις. «Πολλά τέτοια κείμενα μετατρέπονται σε θεατρικό κείμενο και το συμπληρώνουν, δηλαδή το έργο ως πρότζεκτ δεν σταματά. Αυτή τη στιγμή δηλαδή η παράσταση που θα παρουσιαστεί στη Λάρισα έχει αποσπάσματα τα οποία δεν υπήρχαν στην προηγούμενη περίοδο που παίχτηκε. Άρα, είτε από το θεατρικό κείμενο και τη σκηνική δράση, είτε από την παράλληλη ερευνητική δουλειά, το ζητούμενο είναι το τι έχει περάσει σήμερα ως αφήγημα από τις ζωές εκείνων των γυναικών, μέσα από την ανάμνηση των παιδιών και των εγγονιών τους, πόσο η ίδια η παράσταση ανακινεί τη μνήμη για να επανέλθουν αυτές οι αναμνήσεις, για να τις δικαιολογήσουν ή να τις ονοματίσουν».

«Για παράδειγμα πολλές φορές η βία είναι κάτι που δεν θελουμε να παραδεχτούμε ότι έχει συμβεί στην οικογένεια μας», προσθέτει. «Το ζητούμενο εδώ είναι το να συνομιλήσει με το σήμερα αυτό το μοντέλο γυναίκας που το βλέπουμε με το μαντήλι, το μαύρο το φόρεμα, το οποίο εκλείπει σιγά σιγά, να αναμετρηθούμε με αυτές τις αναμνήσεις, για να δούμε τι έχει μείνει από όλο αυτό. Μήπως έχει αλλάξει το σχήμα, αλλά κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει καθόλου;»

«Όταν μιλάμε λοιπόν για τέτοια μοντέλα, ο ρόλος τους είναι να σου ανοίξουν μετά ένα «κανάλι» που θα μπορείς να κανεις όποιους συσχετισμούς θέλεις σύμφωνα με τη δική σου αναφορά, παράδειγμα από τη γυναίκα της γειτονιάς, που είναι μια πολύ κλασική ατάκα που ακούμε μετά από παραστάσεις. Το ζητούμενο είναι αυτό ακριβώς, το να υπάρχει μια ισορροπημένη σχέση του ανάμεσα στη γυναίκα της μνήμης μέσα από την οικογένεια, του οικείου δηλαδή και του αρχαϊκού».

«Την πρώτη φορά που παίχτηκε η παράσταση στη Λάρισα ήταν πρωτόγνωρο και για μένα», θυμάται ο κ. Ντέλλας. «Βγήκα έξω και τους άκουγα όλους να μιλάνε για τις γιαγιάδες τους, λέγανε εμένα η γιαγιά μου εκείνο, το ενα, το άλλο… Εκεί είπα ώπα, κάτι έχουμε εδώ».

Σύντομα λοιπόν εκδίδεται και το κείμενο του έργου από την Κάπα Εκδοτική, μαζί με μια θεωρητική πλαισίωση της δουλειάς που έγινε πάνω στο θέμα της μαγείας και της γυναίκας στον ελλαδικό χώρο, ενώ με αμείωτο ενδιαφέρον συνεχίζονται σταθερά και οι συνεντεύξεις.

«Αυτό είναι μια μεγάλη συγκίνηση για μένα. Ασχολούμαι με το αντικείμενο της ποιοτικής έρευνας και των συνεντεύξεων στο λαογραφικό κομμάτι παρά πολλά χρόνια. Ε, δεν πήρα ποτέ από τις γιαγιάδες μου!», σχολιάζει ο σκηνοθέτης. «Δεν θα το πω μνημόσυνο, θα πω ότι τους το χρωστούσα. Αυτές οι γιαγιάδες έχουν υπάρξει γυναίκες που θύμωναν, μάλωναν, που ήθελαν να ευχαριστηθούν και δεν μπορούσαν, που σπάνια τις ρωτούσε κανεις το οτιδήποτε, γυναίκες που θεωρούσαν όλοι δεδομένο ότι κάθε μέρα θα μαγειρεύουν», καταλήγει.

Πρόκειται, με αλλά λόγια, για μια πιο ισότιμη προσέγγιση μέσα από τη λαογραφική μελέτη και την καλλιτεχνική παρουσίαση εκατομμυρίων στην πραγματικότητα φωνών, που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία ούτε καν να “ψιθυρίσουν” τις ανάγκες και τα θέλω τους, αυτή τη φορά έξω από το πλαίσιο της ανεπίσημης αφήγησης σε παιδιά και εγγόνια ως ακόμα μια “ιστορία από τα παλιά”…

TAYTOTHTA ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Έρευνα, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ντέλλας
Ερμηνεύουν: Μιχάλης Αναγνώστου,
Μανούσος Γεωργόπουλος,
Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος
Ηχητικό περιβάλλον, πρωτότυπη μουσικη: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη
Φωτογραφίες και βίντεο προώθησης: Χαράλαμπος Βλαχοδήμος, Ηλίας Λαχανάς
Μοντάζ: Στυλιανός Βλαχοδήμος
Παραγωγή: Θεσσαλικό Θέατρο

Διάρκεια: 70’
Παραστάσεις: Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου ώρα 9μ.μ..
Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου ώρα 9μ.μ..
Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου ώρα 9μ.μ..
Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου ώρα 9μ.μ..
Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου ώρα 9μ.μ..
Ηλεκτρονική προπώληση : more.com
Προπώληση εισιτηρίων στα γραφεία του Θεσσαλικού Θεάτρου, Γεωργιάδου 53, 2ος όροφος,
ώρες προπώλησης: Δευτέρα με Παρασκευή 10.00πμ-14.00μμ ( Έναρξη από Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου έως Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου.)

Τηλέφωνα ταμείου: 2410-533417 & 6980493082 από Δευτέρα έως Παρασκευή (10:00π.μ.-14:00μμ.)

Tιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ γενική είσοδος, 13 ευρώ προπώληση, 10 ευρώ (Άνω των 65, φοιτητικό, μαθητικό, ομαδικό, τρίτεκνοι, πολύτεκνοι ), 8 ευρώ (Άνεργοι, ΑΜΕΑ)

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω