Το μακρύ οδοιπορικό του Γιώργου Λιάνη στη δημοσιογραφία, μία ζηλευτή διαδρομή μισού αιώνα, αποκρυσταλλώθηκε στο τελευταίο έργο του με τίτλο «Συνομιλώντας με τον 20ό αιώνα». Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από τις εκδόσεις Ινφογνώμων και στις 650 σελίδες του περικλείει 40 συνεντεύξεις που πήρε στο παρελθόν. Συγκέντρωσε τα κείμενα και με την πένα του υπόσχεται ένα νοσταλγικό ταξίδι με όσους κλήθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του.
Για το τελευταίο του πόνημα, με το οποίο υπόσχεται στον αναγνώστη ένα ταξίδι γεμάτο θύμησες μέσα από τις συνεντεύξεις με εμβληματικές προσωπικότητες, ο συγγραφέας θα μιλήσει σήμερα στις 19.30 στο Βελεστίνο, έναν τόπο που δεν διάλεξε τυχαία. «Πριν καιρό έκανα μία σειρά ντοκιμαντέρ για την Επανάσταση του 1821. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω το Βελεστίνο από κοντά. Συνδέθηκα με τους ανθρώπους του όλο το διάστημα που έμεινα εκεί για τα γυρίσματα», εκμυστηρεύθηκε ο κ. Λιάνης. «Θα πω μόνο το εξής: Όταν με έστειλε η εφημερίδα που δούλευα στο Βελιγράδι για το ματς του Παναθηναϊκού με τον Ερυθρό Αστέρα στον δρόμο για το Γουέμπλεϊ, πριν τη σέντρα πήγα και επισκέφτηκα τον πύργο Νεμπόισα, όπου δολοφονήθηκε ο Ρήγας», αποκάλυψε έπειτα και αφού στάθηκε στη φιλία που διατηρεί πλέον με τον δήμαρχο Ρήγα Φεραίου, Δημήτρη Νασίκα, εξήγησε τον λόγο που επέλεξε το Βελεστίνο: «Έχω ανάγκη να παρουσιάσω το βιβλίο στη γενέτειρα του Ρήγα Βελεστινλή. Μιλάμε, άλλωστε, για τον άνθρωπο που μας έδωσε τον Θούριο και ενέπνευσε ποιητές όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος που ήταν ένας φλογερός πατριώτης. Και επιπλέον, πολλοί από τους ανθρώπους που πήρα συνεντεύξεις είχαν στενή σχέση μαζί του. Ο Θεοδωράκης λάτρευε τον Ρήγα, ενώ ο Παναγούλης με τον Μουστακλή, είχαν «συγγένεια» με τον Βελεστινιώτη εθνομάρτυρα, με δεδομένο ότι αμφότεροι βασανίστηκαν άγρια από τη Χούντα».
Παλαιάς κοπής δημοσιογράφος, όπως αυτοπροσδιορίζεται με χαμόγελο, στάθηκε στην πρόκληση του να ξεπερνάει κάθε φορά τη λευκή σελίδα που έχει μπροστά του: «Είναι ένα απέραντο ταξίδι αυτό. Ο αναγνώστης έχει να ξεπεράσει μία τυπωμένη σελίδα, αλλά εσύ καλείσαι να τη «γεμίσεις» με το μυαλό σου, τις εμπειρίες σου, τις εικόνες που έχεις συλλέξει στη ζωή σου. Προσωπικά θέλω πιο αρχετυπικά πράγματα. Παραμένω ρομαντικός και πιστεύω ότι η έμπνευση, αυτή η φοβερή «μάγισσα», μου έρχεται πιο εύκολα όταν κρατώ μολύβι και χαρτί». Όσο για το εάν στην εποχή μας έχει υποσταλεί η σημαία της δημοσιογραφίας; «Και σήμερα υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι, αλλά με ενοχλεί το ότι εύκολα αλλάζουν σημαίες, σαν τα πλοία που σηκώνουν σημαίες ευκαιρίας. Για μένα η δημοσιογραφία είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας», απάντησε με αφοπλιστικό ύφος.
Ανακαλώντας στη μνήμη του τις συνεντεύξεις που ξεχώρισε στο βιβλίο, είπε: «Όλα τα πρόσωπα που συμπεριέλαβα και είναι η Ιστορία του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, τα αντιμετώπισα με ευλάβεια και προσερχόμουν στις συνεντεύξεις σαν μαθητής, σαν προσήλυτος. Η συνέντευξη, άλλωστε, δεν είναι εύκολο πράγμα. Μιλάμε για ένα είδος απαιτητικό, ουσιαστικά είναι μία ψυχανάλυση. Όταν έγραφα στις εφημερίδες, δεν λειτουργούσα ως δημοσιογράφος, αλλά θύμιζα περισσότερο συγγραφέα. Την περίοδο που ξεκίνησα δε, θεωρείτο αμάρτημα να γράφεις λογοτεχνικά. Θυμάμαι, όμως, όταν ταξίδεψα στη Στοκχόλμη για την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Ρίτσο, ήμουν ο μοναδικός που είχα πάει στη Σουηδία. Και έπειτα, σαν ένας κήρυκας μετέφερα σε ένα ολόκληρο έθνος όσα έζησα εκεί. Ένιωθα ιερή την αποστολή που είχα και πάλευα να γράφω για πράγματα που δεν θα «πέθαιναν» την επόμενη ημέρα μετά τη δημοσίευσή τους».
Φυσικά, η μεταφορά στο χαρτί των συνεντεύξεων που πήρε στο παρελθόν, θα έχει συνέχεια. «Κοντά στα Χριστούγεννα θα κυκλοφορήσω ένα βιβλίο για τον Θεοδωράκη, ο οποίος άλλαξε τη ζωή μου. Στα νιάτα μου είχα πάρει την απόφαση να σπουδάσω χημικός. Όμως, μία μέρα άκουσα το «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες» και κατάλαβα ότι θα γίνω δημοσιογράφος. Έχω δέκα ώρες ανέκδοτες συνεντεύξεις μαζί με τον Μίκη. Και το Πάσχα του 2022, θα εκδοθεί ο δεύτερος τόμος των συνεντεύξεων με πολιτικά πρόσωπα και αρχηγούς κρατών, όπως ο Μαντέλα, ο Μιτεράν και ο Αραφάτ», προανήγγειλε τα επόμενα συγγραφικά του βήματα.
Χριστόφορος Σεμέργελης