Για το «ονειρεμένο περιγιάλι» ανησυχεί ο αρθρογράφος μήπως περιέλθει αποκλειστικά στην εκμετάλλευση του ΕΟΤ και ξεκοπεί απ’ τον κόσμο της βιοπάλης. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 62 στο τοπίο παραμένει «αδιάσπαστη η αισθητική του αρτιότητα που καθρεφτίζει ολούθε την πρωτόγονη απλότητά του». Μέσα στο βαθύ ίσκιο των κουκουναριών υπάρχουν τρία γραφικά κεντράκια που «προσφέρουν κάθε μέρα ζωντανό ψάρι». Στο νοτιότερο όμως τμήμα της παραλίας, «πριν καλά- καλά αποφασιστεί η ανέγερση του ξενοδοχείου» (ο λόγος για το Ξενία που κατασκευάστηκε τον επόμενο χρόνο) ανοίχτηκε ήδη αγιάτρευτη πληγή από κομμένα δέντρα κι ο συντάκτης του άρθρου εξακολουθεί ν’ ανησυχεί για τα μελλούμενα… «Πάνω στον τάπητα της άμμου» υπάρχουν «αυτοσχέδιες σκιάδες» των λουομένων μα και σκηνές ανάμεσα στα δέντρα που ενοικιάζονται απ’ τους μαγαζάτορες έναντι μόνο 20 δραχμών την ημέρα και είναι προσιτές σε κάθε βαλάντιο, όπως και οι τιμές των φαγητών και των ποτών. «Οι παραγγίτες», αν και οι τρεις τους ξένοι, τιμούν τη σκιαθίτικη φιλοξενία.
Ο Προμυριώτης καφετζής Ξεν. Παπασταματίου, ο Λέων Χαλβάς από το Βόλο κι ο Απ. Καλτσογιάννης απ’ τη Συκή. Όμως, «η ποιητική μορφή των Κουκουναριών», ο Σκιαθίτης μπαρμπα- Νικόλας Αρμαμέντος ανήκε χωρίς τη θέλησή του από εκείνη τη χρονιά στους απομάχους της ζωής. Για τούτον τον ξεχωριστό Σκιαθίτη και τον τρόπο που έφυγε απ’ τις Κουκουναριές, κάναμε σε προηγούμενο άρθρο εκτενέστερη αναφορά….
*Όλο το άρθρο του Γ. Θωμά υπάρχει εδώ: http://www.stavromana.gr/118maties-stis-koukounaries.html.