Σύμφωνα με τους Times της Νέας Υόρκης που επικαλούνται ανώνυμες κυβερνητικές πηγές με γνώση του θέματος, η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκεται εν μέσω τεταμένων συζητήσεων για το αν και κατά πόσον οι ΗΠΑ μπορούν ή θα έπρεπε να υποστηρίξουν τη διερεύνηση των ρωσικών φρικαλεοτήτων στην Ουκρανία. Αιτία για αυτό δεν είναι κάποιος κρυφός… φιλορωσισμός, αλλά η σχέση των ίδιων των ΗΠΑ με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης.
Όπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να δει τόσο τον ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, όσο και πολλούς ακόμη από τη στρατιωτική ιεραρχία να λογοδοτούν. Και πολλοί λέγεται ότι θεωρούν το δικαστήριο, που δημιουργήθηκε πριν από δυο δεκαετίες μέσω παγκόσμιας συμφωνίας ως τόπος εκδίκασης εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονιών, το καταλληλότερο σώμα για κάτι τέτοιο.
Το σημείο… συμφωνίας ΗΠΑ και Ρωσίας
Όμως νόμοι που ψηφίστηκαν το 1999 και το 2002 από βουλευτές που φοβούνταν ότι το δικαστήριο θα μπορούσε να διερευνήσει και τις αμερικανικές… δραστηριότητες, περιορίζουν την ικανότητα της κυβέρνησης να υποστηρίξει αυτή την προσπάθεια. Και οι ΗΠΑ προβάλλουν αντιρρήσεις εδώ και χρόνια σε κάθε απόφαση του δικαστηρίου που αφορά πολίτες κρατών που δεν έχουν συνυπογράψει τη συνθήκη που οδήγησε στην ίδρυσή του – όπως οι ίδιες οι ΗΠΑ, αλλά… και η Ρωσία.
Ο εσωτερικός διάλογος που περιέγραψαν στους Times με τον όρο της ανωνυμίας τους υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και άλλα πρόσωπα που έχουν γνώση της υπόθεσης, έχει επηρεαστεί κυρίως από ένα υπόμνημα του 2010 του Γραφείου Νομικών Συμβουλών του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δεν είχε δημοσιευτεί μέχρι τώρα. Το υπόμνημα, που περιήλθε εις γνώσιν των Times της Νέας Υόρκης, περιγράφει το μέτρο και τα όρια της επιτρεπόμενης συνεργασίας με το δικαστήριο.
Αντιρρήσεις του Πενταγώνου
Άλλος ένας παράγοντας που έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις, είναι οι αντιρρήσεις του Πενταγώνου απέναντι σε μια αλλαγή στάσης των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές, που ανήκουν στους παραδοσιακούς σκεπτικιστές του δι8καστηρίου, έχουν δηλώσει πρόθυμοι να βρουν τρόπο να το βοηθήσουν να δικάσει ρώσους αξιωματούχους.
Προς το παρόν, υποστηρίζουν οι αμερικανοί αξιωματούχοι που μίλησαν στους Times, έμφαση έχει δοθεί κυρίως στη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού για τα εγκλήματα πολέμου που φαίνεται ότι βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη – είτε πρόκειται για λεπτομέρειες συγκεκριμένων εκτελέσεων, είτε για μυστικές πληροφορίες που σύμφωνα με τον εθνικό σύμβουλο μυστικών υπηρεσιών του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, παραπέμπουν σε σχέδιο από τα ανώτερα κλιμάκια της ρωσικής εξουσίας, για ανελέητη βαναυσότητα προς τους αμάχους, με στόχο εκείνοι να τρομοκρατηθούν και να υποταχθούν στους εισβολείς.
«Ήταν προσχεδιασμένο», δήλωσε την Κυριακή στο ABC. «Μην έχετε αμφιβολία. Το ευρύτερο ζήτημα των εκτεταμένων εγκλημάτων πολέμου και των φρικαλεοτήτων στην Ουκρανία βαραίνει το Κρεμλίνο και βαραίνει τον ρώσο πρόεδρο».
Όμως, μη έχοντας ακόμη καταφέρει να βρουν πού θα διοχετεύσουν αυτού του είδους τις απόρρητες πληροφορίες, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης προς το παρόν δεν έχουν διατυπώσει παρά αοριστίες για το πού πρέπει να εστιάσουν οι προσπάθειες δίωξης της Ρωσίας για εγκλήματα πολέμου. Και αυτό τη στιγμή που τα στοιχεία που παραπέμπουν σε ευρείας κλίμακας φρικαλεότητες αυξάνονται διαρκώς, και ο Μπάιντεν χαρακτηρίζει δημοσίως τον Πούτιν «εγκληματία πολέμου» και καλεί σε «δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου».
Αοριστίες και εμπόδια
Ως τεκμήριο για την αοριστία των δηλώσεων της αμερικανικής κυβέρνησης, οι Times παραπέμπουν σε ενημέρωση δημοσιογράφων της περασμένης εβδομάδας, όταν ο Σάλιβαν απάντησε ασαφώς σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν ο Μπάιντεν οραματίζεται μια δίωξη του Πούτιν μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου ή κάποιου άλλου δικαστικού σώματος.
«Είμαστε υποχρεωμένοι να συμβουλευόμαστε τους συμμάχους και τους συγγενείς μας για να καταλήξουμε στον μηχανισμό που βγάζει το μεγαλύτερο νόημα για την προώθηση της υπόθεσης», σημείωσε. «Προφανώς το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι ένας τόπος όπου στο παρελθόν έχουν εκδικαστεί εγκλήματα πολέμου, όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, σε περιπτώσεις άλλων συγκρούσεων, που δημιουργήθηκαν άλλοι μηχανισμοί».
Όμως, παρατηρεί η αμερικανική εφημερίδα, υπάρχουν άλλα εμπόδια στην περίπτωση που επιλεγεί η δημιουργία ενός άλλου μηχανισμού. Ανάμεσά τους και το γεγονός ότι αν και στο παρελθόν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνέβαλε στη δημιουργία ειδικού διεθνούς δικαστηρίου για τη διαχείριση κρίσεων σε περιοχές όπως η Ρουάντα ή η πρώην Γιουγκοσλαβία, η Ρωσία έχει δικαίωμα να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε ψήφισμα του Συμβουλίου επιχειρήσει να δημιουργήσει αντίστοιχο σώμα για την Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, τονίζουν οι Times, είναι αμφίβολο αν τόσο ο Πούτιν όσο και οποιοδήποτε άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος του Κρεμλίνο που ευθύνεται για τον πόλεμο θα δικαστεί ποτέ, στο βαθμό που θα καταφέρουν να κρατηθούν στην εξουσία. Παρόλα αυτά, οι καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου σύμφωνα με ειδικούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τελούν και χρέη διαπόμπευσης και επηρεάζουν ακόμη και χωρίς να τελεστεί δίκη. Μεταξύ άλλων, μπορούν να περιορίσουν τη δυνατότητα των κατηγορουμένων να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Δίκη στη Γερμανία;
Άλλο ένα σενάριο που παραμένει ανοιχτό, είναι η τέλεση της δίκης κατά της Ρωσίας σε εθνικό δικαστήριο με δικαιοδοσία να εκδικάζει εγκλήματα πολέμου, ακόμη και αν αυτά διαπράχθηκαν στην Ουκρανία. Για παράδειγμα, η Γερμανία διαθέτει νομοθεσία που αφορά τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε όλο τον κόσμο. Εισαγγελείς της χώρας δήλωσαν τον Μάρτιο ότι έχουν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνουν στοιχεία για εσκεμμένες επιθέσεις σε αμάχους και υποδομές αμάχων, ενώ δυο πρώην υπουργοί κατέθεσαν καταγγελία την περασμένη εβδομάδα ζητώντας από τους εισαγγελείς να απαγγείλουν κατηγορίες σε ρώσους αξιωματούχος.
Ο γενικός εισαγγελέας της Ουκρανίας έχει ζητήσει διεθνή υποστήριξη στη συγκέντρωση στοιοχείων. Ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ, Μέρικ Μπ. Γκάρλαντ δήλωσε πριν λίγες ημέρες ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης λαμβάνουν μέρος σε μια διεθνή προσπάθεια υποστήριξης των Ουκρανών, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται σε συζητήσεις με τους ευρωπαίους ομόλογούς τους.
Ωστόσο, με την Ουκρανία να βρίσκεται ακόμη υπό πολιορκία, οι δυνατότητες του συστήματος δικαιοσύνης της ενδέχεται να αποδειχτούν εξαιρετικά περιορισμένες. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αντιθέτως, είναι ήδη έτοιμο. Και εξειδικεύεται ακριβώς σε αυτού του είδους τις έρευνες και τις ποινικές διώξεις.
Στενά περιθώρια
Σε αυτό το πλαίσιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «χαιρετίζουν το γεγονός» ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ξεκίνησε έρευνα για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν εξετάζουν πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν την προσπάθεια και οι ΗΠΑ.
Το ένα μέρος των συζητήσεων, σύμφωνα πάντα με τους Times, είναι καθαρά νομικό. Μια ομάδα κορυφαίων δικηγόρων με ειδίκευση σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας ψάχνουν τρόπο να προσπελάσουν τα όρια που επιβάλει η αμερικανική νομοθεσία που ψηφίστηκε πριν από 20 χρόνια – αλλά, διόλου τυχαία, τίποτα δεν έχει γίνει για τη μετατροπή της. Οι νόμοι αυτοί περιορίζουν το μέγεθος της υποστήριξης που μπορεί να παρέχει στο δικαστήριο η αμερικανική κυβέρνηση, έχει όμως θολά σημεία.
Οι διαπραγματεύσεις εστιάζουν σε μια 26σέλιδα γνωμοδότηση του Γραφείου Νομικών Συμβουλών που ερμηνεύει αυτή τη νομοθεσία.
Το υπόμνημα εξετάζει τα είδη βοήθειας που έχει προσφέρει η χώρα σε δικαστήρια εγκλημάτων πολέμου και γενοκτονιών για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, και τα οποία αποδείχθηκαν κρίσιμα για τις αποφάσεις – όπως η αποστολή δεκάδων έμπειρων εισαγγελέων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η προσφορά περισσότερων από $500 εκατ. για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων.
Όρια και εξαιρέσεις
Όμως η νομοθεσία του 1999 απαγορεύει στην κυβέρνηση τη χρηματοδότηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Το υπόμνημα καταλήγει στο ότι το Κογκρέσο δεν έχει δικαίωμα να δωρίσει άμεσα στο δικαστήριο ούτε χρήματα, ούτε υλικά, όπως για παράδειγμα συστήματα υπολογιστών ή εγκαταστάσεις για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ως προς αυτό, ο νόμος δεν προβλέπει εξαιρέσεις.
Το υπόμνημα στη συνέχεια αναλύει και τη νομοθεσία του 2002, που φέρει την ονομασία Νομοθεσία για την Προστασία των Αμερικανών Στρατιωτικών. Η συγκεκριμένη νομοθεσία απαγορεύει στις ΗΠΑ να προσφέρουν στο δικαστήριο και άλλες μορφές υποστήριξης, όπως πληροφορίες, εκπαίδευση του προσωπικού του ή αποστολή δικού τους προσωπικού για βοήθεια. Το υπόμνημα καταλήγει στο ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προσφέρουν γενική θεσμική υποστήριξη, όμως μπορούν να προσφέρουν τέτοιου είδους βοήθεια σε «συγκεκριμένες περιπτώσεις».
Σε αντίθεση με την απαγόρευση χρηματοδότησης, η νομοθεσία αυτή επιτρέπει «την παροχή βοήθειας σε διεθνείς προσπάθειες για τη λογοδοσία» μιας σειράς από πρόσωπα της περιόδου, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Οσάμα μπιν Λάντεν, όπως επίσης και για οποιοδήποτε άλλο αλλοδαπό πολίτη που κατηγορείται για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αλλαγή πλεύσης;
Τη στιγμή που οι δικηγόροι της κυβέρνησης παλεύουν να βρουν νομικό χώρο για να υποστηριχθεί η δίωξη της Ρωσίας, υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα με τους Times διακομματικού ενδιαφέροντος στο Κογκρέσο για πιθανή κατάργηση ή έστω τροποποίηση των νόμων αυτών, προκειμένου οι ΗΠΑ να είναι σε θέση να υποστηρίξουν πραγματικά το δικαστήριο.
Τον περασμένο μήνα, η Γερουσία ψήφισε ομόφωνα ψήφισμα που κατέθεσε ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, Ρεπουμπλικάνος από τη Βότια Καρολίνα, που υποστηρίζει κάθε είδους διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου από τις ρωσικές δυνάμεις και τους αντιπροσώπους τους. Το ψήφισμα εξήρε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και παρότρυνε τα κράτη-μέλη να του ζητήσουν να διερευνήσει και να ασκήσει διώξεις κατά των ρωσικών φρικαλεοτήτων, πράγμα που έχουν ήδη κάνει 41 κράτη-μέλη του.
Αν και αρχικός στόχος του ψηφίσματος ήταν η απόκτηση δικαιοδοσίας εκδίκασης διεθνών εγκλημάτων πολέμου από αμερικανικά δικαστήρια, ο Γκράχαμ σημείωσε ότι το Διεθνές Ποινικό δικαστήριο μοιάζει να είναι ο μόνος σχετικός θεσμός που θα μπορούσε να διερευνήσει τον Πούτιν.
Αντίστοιχες συζητήσεις πραγματοποιούνται και γύρω από το αν το Διεθνές Δικαστήριο θα πρέπει να έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει υποθέσεις εις βάρος κρατών που δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία της ίδρυσής του, σύμφωνα με πηγές των Times.
Στο τραπέζι έχει τεθεί και το ενδεχόμενο η υπόθεση να ανατεθεί σε κάποια άλλη χώρα, το δικαστικό σύστημα της οποίας μπορεί να την αναλάβει, στη λογική ότι τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου γίνονται σε καθεστώς εγχώριας ατιμωρησίας.
Δυο μέτρα και δυο σταθμά;
Ωστόσο, λέγεται πως οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου προβάλλουν αντιρρήσεις. Αναφέρουν ότι είναι κοντόφθαλμο οι υποθέσεις να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά και ότι είναι πιθανό μέσα από τέτοιες κινήσεις, οι ΗΠΑ να μην μπορούν στο μέλλον να αποφύγουν ποινική διερεύνηση καταγγελιών για εγκλήματα πολέμου των αμερικανικών δυνάμεων.
Άλλα μέλη της αντιπολίτευσης που προβάλλουν αντιρρήσεις σημειώνουν την περίπτωση του Ισραήλ, ενός στενού συμμάχου των ΗΠΑ που επίσης δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία. Οι ΗΠΑ έχουν προβάλει αντιρρήσεις σε ποινική διερεύνηση δυνητικών εγκλημάτων πολέμου από ισραηλινές δυνάμεις.
Όμως οι φωνές που ζητούν αλλαγή πλεύσης πληθαίνουν.
Ο Γκράχαμ υποστηρίζει ότι το δικαστήριο δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση υποθέσεων που αφορούν χώρες χωρίς λειτουργικό σύστημα δικαιοσύνης – σε αντίθεση με εκείνα των ΗΠΑ ή του Ισραήλ. «Δεν υπάρχει κράτος δικαίου στη Ρωσία, ακριβώς όπως και σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής», τόνισε.
Αντιστοίχως, γράφοντας στη Washington Post, ο Τζον Μπέλινγκερ, δικηγόρος με ειδίκευση σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους Τζούνιορ και ένας εκ των υπευθύνων για τη νομοθεσία του 2002, υποστήριξε ότι «η υποστήριξη των ΗΠΑ σε μια έρευνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για ρωσικά εγκλήματα πολέμου δεν θα αποτελούσε δυο μέτρα και δυο σταθμά ούτε θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις αμερικανικές αντιρρήσεις για τους ισχυρισμούς του δικαστηρίου ότι έχει δικαιοδοσία σε προσωπικό των ΗΠΑ».
Το ιστορικό
Αν και οι περισσότερες δημοκρατίες του πλανήτη συνυπέγραψαν τη συμφωνία του Δικαστηρίου πριν από μια ολόκληρη γενιά, πολλοί αμερικανοί ηγέτες ανησυχούσαν ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για διώξεις αμερικανών στρατιωτών.
Το 2000, ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον υπέγραψε τη συμφωνία του 1998 με την οποία δημιουργούνταν το δικαστήριο, γνωστή και ως Καταστατικό της Ρώμης, όμως ταυτόχρονα τη χαρακτήρισε εσφαλμένη και δεν την υπέβαλε ποτέ προς επικύρωση από τη Γερουσία. Δυο χρόνια αργότερα, ο Μπους ουσιαστικά απέσυρε την υπογραφή.
Παρόλα αυτά, μέχρι το 2008 ο Μπέλινγκερ θα δήλωνε ότι οι ΗΠΑ είχαν αποδεχτεί την «πραγματικότητα» του δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας ότι χαίρει διεθνούς υποστήριξης. Η κυβέρνηση Ομπάμα ενίσχυσε τις απόπειρες διώξεων πολέμαρχων στην Αφρική, προσφέροντας βραβεία σε όποιον κατάφερνε να συλλάβει τους κατηγορούμενους.
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο διερράγησαν επί κυβερνήσεως Τραμπ, όταν ένας εκ των κορυφαίων εισαγγελέων του επιχείρησε να διερευνήσει τα βασανιστήρια κρατουμένων για τρομοκρατία στη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους. Η κυβέρνηση επέβαλε κυρώσεις στο προσωπικό και ο ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο το χαρακτήρισε διεφθαρμένο.
Όμως το 2021 η κυβέρνηση Μπάιντεν ήρε τις κυρώσεις αυτές – και ο νέος επικεφαλής εισαγγελέας σταμάτησε τις έρευνες για την υπόθεση.