Φρούριο, Όασις, Αχίλλειον, Τιτάνια, Χαραυγή, Ορφέας, Παλλάς, Άνεσις, Τέμπη, Ακροπόλ, Φαντασία, Βικτώρια, Πανόραμα, Rex, Αριζόνα, Διάνα, Έσπερος…
Δεκαετία του ΄60 και ΄70 και στην Λάρισα μετράμε πάνω από είκοσι θερινά σινεμά.
Είναι η χρυσή εποχή των θερινών στην πόλη με τα γιασεμιά και το αγιόκλημα, τις σπιτικές λεμονάδες, τις γκαζόζες και τα σπόρια. Κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό με πανσελήνους και αστέρια, οι Λαρισαίοι μέσα σε μια μαγική καινούργια για το τότε ατμόσφαιρα, υπό του χαρακτηριστικού βόμβου της μηχανής προβολής, εκστασιάζονται από τους παλιούς σταρ και τις βαμπ του Χόλιγουντ, τις μεγάλες μορφές του ελληνικού σινεμά και των σπουδαίων Ευρωπαίων κινηματογραφιστών.
Στη Λάρισα η πρώτη ταινία παίχτηκε μόλις το καλοκαίρι του 1908, στο κέντρο της πόλης, ενώ δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα. Τα σινεμά στην πραγματικότητα αρχίζουν να εμφανίζονται το 1933-34 μαζί με το τριφασικό ρεύμα… Στην Ελλάδα ο κινηματογράφος εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1900, όπου πλανόδιοι, πρώτα στην Αθήνα και μετέπειτα και στην επαρχία, στήνουν ένα μεγάλο πανί και κάνουν υπαίθριες προβολές στα καφενεία και στις πλατείες σε πόλεις και χωριά. Το κοινό συνεπαρμένο παρακολουθεί τις ασπρόμαυρες κινούμενες εικόνες που εκτυλίσσονταν κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το 1903 λειτουργεί ο πρώτος θερινός κινηματογράφος στην ελληνική επικράτεια· η Αίγλη του Ζαππείου ανοίγει για το κοινό με πρώτη προβολή την γαλλική ταινία «Δέκα γυναίκες κυνηγούν έναν άντρα» και τα θερινά σινεμά πρόκειται έκτοτε να αποτελέσουν μια πραγματικότητα, άρρηκτα συνδεμένη με τα καλοκαίρια στην Ελλάδα…
Αν και τα θερινά σινεμά δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα, είναι μέρος μιας τρυφερής, απολαυστικής, νοσταλγικής ιστορίας, γραμμένης με εικόνες Ελλάδας (τη Μελίνα στη Στέλλα και την Αλίκη στο ναυτικό), γλυκό του κουταλιού, γκαζόζες, σπόρια και τζιτζίκια.
Συναντηθήκαμε με τον Θάνο Μουκούλη, πρόεδρο της Κινηματογραφικής Λέσχης Λάρισας, στον κήπου του «Φρουρίου», εκεί όπου λειτούργησε μεταπολεμικά ο πρώτος θερινός κινηματογράφος της Λάρισας, για να μιλήσουμε για τον Λαρισαίο που είναι συνυφασμένος με τα θερινά σινεμά…
Υπήρξε η βασική εβδομαδιαία διασκέδαση για την μεταπολεμική Λάρισα, μου αναλύει ο Θάνος Μουκούλης. Κάθε εβδομάδα στους θερινούς γινόταν δύο πρεμιέρες, μία κάθε Δευτέρα και μία κάθε Πέμπτη. Στην Ελλάδα τότε, που μόλις είχε βγει από πολέμους και εμφυλίους, υπήρχε έντονη η ανάγκη για διασκέδαση, για χαρά και ελπίδα… Αρχίζουν να γυρίζονται πολλές κωμωδίες που ανέδειξαν μεγάλους ηθοποιούς όπως τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο και άλλους. Ο κόσμος επιζητούσε να ταυτιστεί και να φανταστεί, να ξεφύγει από τη δύσκολη πραγματικότητα μέσα από τις ταινίες, ελληνικές και ξένες, που αποτελούσαν μια ευκαιρία για φθηνή διασκέδαση για ολόκληρη την οικογένεια. Ο κόσμος τότε δεν έφευγε από την πόλη τα καλοκαίρια και οι εξορμήσεις στη θάλασσα μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και στις αλάνες με τα χαλίκια εύκολα στηνόταν η μάντρα, μια χτιστή οθόνη και η μηχανή προβολής. Μια καντίνα και καρεκλίτσες και ο θερινός ήταν έτοιμος. Οι μαντρότοιχοι δε, ήταν χαμηλοί, οι γύρω ταράτσες πολλές. Κλασική συνήθεια πιτσιρικάδων ήταν να σκαρφαλώνουν στις μάντρες, στα δέντρα και τις ταράτσες για να δουν τις «ακατάλληλες» για την εποχή ταινίες που είχαν την περιβόητη σκηνή του φιλιού. Το ίδιο κάναν και όσοι δεν θέλαν να πληρώσουν εισιτήριο. Άλλοι μπαίναν στην απογευματινή προβολή και καθόταν να παρακολουθήσουν και την επόμενη βλέποντας ξανά την ίδια ταινία. Το ίδιο έκαναν και όσοι φτάνανε στη μέση του έργου και παραμένανε στην επόμενη προβολή να δούνε την αρχή της ταινίας…
Ήταν η εποχή της αθωότητας· ο κόσμος λάτρευε τα σινεμά. Έφερναν καρεκλάκια από το σπίτι για να καθίσουν να τα παιδιά. Πολλοί στέκονταν όρθιοι κατά την προβολή μόνο και μόνο για να δουν τα όλα τα αστέρια της εποχής που ήταν μυθικά. Δεν υπήρχε η τηλεόραση και οι ηθοποιοί ήταν γνωστοί μόνο από τα περιοδικά και τις εφημερίδες και στους μικρούς από τις κάρτες με τις φωτογραφίες αστέρων της εποχής που δινόταν από τα περίπτερα όταν αγόραζε κανείς καραμέλες ή σοκολάτες. «Είχα και γω μεγάλη τέτοια συλλογή από Έλληνες ηθοποιούς» μου λέει ο Θάνος Μουκούλης…
Δεν υπήρχε η διαφήμιση του σήμερα. Η ενημέρωση γινόταν από την εφημερίδα «Ελευθερία» και τη στήλη με τα θεάματα, από τις αφισοκολλήσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, τους «κράχτες» που τριγύριζαν σε κάθε γειτονιά και τα φέιγ-βολάν. Ζωγραφισμένες επιγραφές υπήρχαν επίσης στις μάντρες και στην άσφαλτο στους δρόμους. «Έχω μπροστά μου την τεράστια επιγραφή «Ματωμένα Χριστούγεννα» ζωγραφισμένη σε μια μάντρα. Τότε όλες οι αφίσες, και οι μεγάλες αφίσες έξω από τους κινηματογράφους, είχαν ζωγραφισμένα τα πρόσωπα των ηθοποιών και τους τίτλους. Ο πιο γνωστός στην Ελλάδα ζωγράφος κινηματογραφικών αφισών ήταν ο Γιώργος Βακιριντζής, αλλά και στη Λάρισα υπήρχαν λαϊκοί ζωγράφοι που έκαναν αυτή τη δουλεία» λέει αναπολώντας ο Θάνος Μουκούλης.
Εκτός από τις κωμωδίες, θραύση κάνανε και οι μελό και συναισθηματικές ταινίες. Τα δράματα της εποχής με τις ταλαιπωρημένες μάνες όπως η Μαλένα Ανουσάκη και η Ελένη Ζαφειρίου· με τον Ξανθόπουλο που είχε γίνει λαϊκός ήρωας και τη Μάρθα Βούρξη. Τότε έμπαινες μέσα στην υπόθεση, τη θεωρούσες προέκταση της δικής σου ζωής και το κλάμα ήταν άπειρο. Τα μαντηλάκια έπαιρναν και έδιναν… Συχνά ακουγόταν κάποιος από τους θεατές να φωνάζει «πρόσεξε» στον πρωταγωνιστή ή άλλο να λένε «τον παλιάνθρωπο, τον αλήτη». Υπήρχαν και τα απρόοπτα… Έφευγε για λίγο ο μηχανικός από την καντίνα και σταματούσε η προβολή και ο κόσμος σφύριζε και φώναζε «το πετσόκοψες»!
Τα πρώτα φιλμ γυριζόταν σε μεγάλα στούντιο στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, όπως και στο Κάιρο. Οι ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο είναι γύρω στις 10 με 15 μέχρι το 1950 και εκείνη την περίοδο εμφανίστηκε η «Φίνος Φιλμ», η «Ανζερβός» και μετά η «Καραγιάννης Καρατζόπουλος». Κατά τη δεκαετία 1950, σημειώνεται μία παραγωγική έκρηξη πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, η οποία συνδυάζεται με την αύξηση του αριθμού των αιθουσών. Η προέλευση του κοινού στις αίθουσες φτάνει στο υψηλότερο σημείο και δημιουργεί «φαινόμενο» αριθμού» εισιτηρίων, αξιοσημείωτο παγκοσμίως σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδας. Τα μεγαλύτερα ταμεία έκανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία είχε το πιο υψηλό κασέ και ποσοστά από τις ταινίες. Οι ασπρόμαυρες ταινίες είχαν πιο χαμηλό κοστολόγιο και πριν εμφανιστούν οι έγχρωμες, οι εταιρίες παραγωγής προσέθεταν χρώμα σε ένα μόνο κομμάτι της ταινίας και συνήθως στο τέλος της. Τα γυρίσματα γινόταν σε λίγες εβδομάδες και οι μεγάλοι σταρ συμμετείχαν και σε πέντε ταινίες κάθε χρονιά. Τη δεκαετία του ΄70 γυρίζονταν πάνω από εκατό ταινίες κάθε χρόνο.
Υπήρχαν τότε, και τα ανεπίσημα club από φανατικούς θαυμαστές: Μπάρκουλης εναντίον Κακαβά, Βουγιουκλάκη εναντίον Καρέζη, Παπαμιχαήλ εναντίον Αλεξανδράκη… Μπελμοντό εναντίον Ντελόν για τους ξένους αστέρες, Σοφία Λόρεν με Άννα Μανιάνι, Σιλβάνα Μαγκάνο και Γκλαούντια Καρντινάλε. Μέρλιν εναντίον Όντρει Χέρμπον…
«Πως να ξεχάσεις την εμπειρία του θερινού όταν εκεί είδες για πρώτη φορά τη Στέλλα και το Ποτέ την Κυριακή με τη Μελίνα Μερκούρη. Το Καζαμπλάνκα στο Τιτάνια, στην Κεντρική Πλατεία εκεί που σήμερα είναι το κτίριο του Κοτσώβολου, και το Όσα παίρνει ο άνεμος…; Κάτι άλλαξε στην πόλη όταν γκρεμίστηκε ο Ορφέας για να γίνει πολυκατοικία… Η Χαραυγή ήταν από τους τελευταίους θερινούς που παρέμειναν ανοιχτοί τη δεκαετία του ΄80. Είχε έρθει η εποχή της τηλεόρασης και οι κινηματογράφοι αρχίζουν να κόβουν εκατομμύρια λιγότερα εισιτήρια κάθε χρόνο. Οι κινηματογραφικές αίθουσες, με πρώτα τα θερινά σινεμά κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Στη θέση τους έγιναν σούπερ μάρκετ, πάρκινγκ και πολυκατοικίες. Μόνο κάποια στοιχεία έχουν μείνει από τη Χαραυγή και το Άνεσις για να μαρτυρούν μέχρι σήμερα την ύπαρξή τους και την αίγλη μιας άλλης εποχής στην πόλη…» λέει με μελαγχολία ο Θάνος Μουκούλης.
Η Λάρισα σχεδόν για 20 χρόνια μένει χωρίς θερινούς. Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄90 πολλοί δήμοι αποφασίζουν να αναβιώσουν αυτό το καθαρά ελληνικό συναίσθημα και δημιουργούνται οι δημοτικοί κινηματόγραφοι. Ο Θερινός του Μύλου λειτουργεί για δύο καλοκαίρια στο κτίριο του Τιριτόμπα και το 2000 δημιουργείται η αίθουσα του θερινού όπως τον ξέρουμε σήμερα. Οι προβολές αρχίζουν μετά τις 15 Αυγούστου και συνεχίζουν μέχρι τις 15 Οκτωβρίου για να χορτάσουν τη λαχτάρα των Λαρισαίων για αυτή τη νοσταλγική καλοκαιρινή συνήθεια. Μπορεί οι κάτοικοι της πόλης να συνεχίζουν να αγαπούν το θερινό σινεμά και να αναπολούν εκείνες «τις νύχτες με φεγγάρι» όπως τις τραγούδησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, αλλά από τους σχεδόν 25 της Λάρισας του τότε στην πόλη σήμερα υπάρχει μόνο ένας….
Εύη Μποτσαροπούλου