Το ερώτημα για το πολιτικό κόμμα στοιχειώνει τα πολιτικά ρεύματα που αναφέρονται στην Αριστερά για σχεδόν δύο αιώνες. Άλλωστε, παρότι το κείμενο που αποτελεί τη γενέθλια στιγμή πολλών ρευμάτων είχε τον τίτλο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, μάλλον δεν προσέφερε ακριβώς μια θεωρία της οργάνωσης που θα οδηγούσε την ταξική πάλη έως τον κομμουνισμό, ενώ και οι δύο συγγραφείς του θα είναι μάλλον επικριτικοί για την ιδεολογία και την οργανωτική πρακτική του κόμματος που για αρκετές δεκαετίες θα θεωρηθεί το πρότυπο «εργατικού κόμματος», δηλαδή του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αργότερα, η προσπάθεια για συγκρότηση μιας λενινιστικής θεωρίας του «κόμματος νέου τύπου» θα γίνει κυρίως μέσα από την παράθεση αποσπασμάτων από κείμενα που – ξεκινώντας από το ίδιο το Τι να κάνουμε– δεν έπαψαν ποτέ να είναι συγκυριακές παρεμβάσεις και όχι ολοκληρωμένες θεωρητικές επεξεργασίες και επιπλέον κωδικοποιήθηκε ως τέτοια σε μια εποχή που ήδη στην ΕΣΣΔ η μετάλλαξη του κόμματος στον κρατικοποιημένο πολιτικό μηχανισμό ενός καταπιεστικού συστήματος είχε προχωρήσει.

Viber

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προφανώς κανείς θα μπορούσε να σταθεί σε άλλες απόπειρες απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα, από τις ίδιες τις «αριστερές αντιπολιτεύσεις» (που όμως στην γεμάτη διασπάσεις ιστορία τους επίσης προσέκρουσαν στο ερώτημα για την οργάνωση παρά τη διαρκή επίκληση της ρήξης με τη «γραφειοκρατία»), στη στοχαστική αναμέτρηση του Γκράμσι με τα ζητήματα μιας αναγκαίας στρατευμένης συλλογικής διανοητικότητας εντός του «σύγχρονου Ηγεμόνα», στον στοχασμό του Λούκατς πάνω στη διαμεσολάβηση ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, ή όλες τις συζητήσεις για μια πιο δημοκρατική κομματική μορφή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, και αυτές αντιστοιχούσαν σε μια εποχή όπου οι συλλογικές ταυτότητες των εργατικών και ευρύτερα υποτελών τάξεων ήταν πιο σαφείς, η δυνατότητα των κομμάτων να διαμορφώνουν παράλληλες δημόσιες σφαίρες και πλαίσια κοινωνικών και μορφωτικών πρακτικών ήταν πολύ μεγαλύτερη και όπου μια ορισμένη αντίληψη «κομματικότητας» ήταν τμήμα του συλλογικού πολιτικού βιώματος και της αλληλεγγύης και αγωνιστικότητας ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Στρατηγική πρωτοτυπία

H κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», συνδυασμένη με την αδυναμία να υπάρξει ένα νικηφόρο παράδειγμα «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», μαζί με την επιπτώσεις από αλλεπάλληλες αναδιαρθρώσεις στην κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή σήμαινε την κρίση ενός ολόκληρου μοντέλου πολιτικής, στις στρατηγικές και οργανωτικές μορφές του. Η κατοχύρωση ορισμένων κατά γενική ομολογία δημοκρατικών όρων (αναγνώριση τάσεων, πολυφωνία, δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής), δεν συνοδεύτηκε και από ανάλογα βήματα ως προς τη στρατηγική πρωτοτυπία, την ίδια ώρα που περιορίζονταν οι προηγούμενοι «οργανικοί» δεσμοί με τα λαϊκά στρώματα, άρα και η τροφοδοσία από τη δική τους πρόσληψη της στράτευσης, ενώ η διανοητική παραγωγή μετατοπιζόταν προς τα πανεπιστήμια.

Επιπλέον, ήδη από τη δεκαετία του 1970 ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών κινημάτων, ένα μέρος από αυτά συχνά περιγραφόμενα ως «νέα», θα αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των κομμάτων, θα αρνηθούν ότι αποτελούν «ιμάντες μεταβίβασης» της κομματικής γραμμής και θα διεκδικήσουν την αυτονομία τους σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζοντας ότι αποτελούν το πεδίο μιας πολύ ουσιαστικής εκδοχής πολιτικοποίησης σε σχέση με την «κομματική».

Η επανεμφάνιση διάφορων παραλλαγών ριζοσπαστισμού και τα μεγάλα κινήματα που αναπτύχθηκαν ως αντίδραση στη βαθιά οικονομική κρίση μετά το 2008 και που σε ορισμένες χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, πήραν μια σχεδόν εξεγερσιακή δυναμική που επέφερε βαθιές αλλαγές και σημαντικά ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης των κομμάτων εξουσίας, έθεσαν ξανά το ζήτημα της οργάνωσης. Την ίδια ώρα τα κινήματα αυτά διεκδίκησαν μια διαφορετική δημοκρατία στο εσωτερικό τους, άμεση, ισηγορική και συμπεριληπτική. Έτσι προέκυψε το ερώτημα πώς μπορούν να προκύψουν νέες κομματικές μορφές για να υποδεχτούν και να εκπροσωπήσουν όλη αυτή τη μεγάλη κοινωνική δυναμική.

Η λογική των «εκλογικών μηχανών»

Παρά τη φαινομενική ανανέωση της κομματικής μορφής – και των συζητήσεων γύρω από αυτή – θα κυριαρχήσει μια εργαλειακή προνομιμοποίηση των εκλογών. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις αυτό θα συνδυαστεί με σχήματα από μια θεωρία λαϊκισμού εμπνευσμένη από το έργο του Ερνέστο Λακλάου, που θα υποστηρίξουν ότι η συγκρότηση του προς εκπροσώπηση «λαού» κυρίως θα λάβει χώρα μέσω «πρακτικών λόγου», κάτι που θεωρήθηκε επαρκής λόγος για μια έμφαση στην πολιτική επικοινωνία, την συμπεριφορά «εκλογικής μηχανής» και την προσπάθεια να ταυτιστεί το εκλογικό ακροατήριο με μια ορισμένη εκδοχή «νέων ηγετών».

Στο φόντο αυτό και με δεδομένη την παράλληλη προγραμματική «προσαρμογή» στα όρια του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» και την αναζήτηση μιας σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής «προοδευτικής πολιτικής, σταδιακά τα ζητήματα που αφορούσαν μια διαφορετική οργανωτική μορφή άρχισαν να θεωρούνται περιττή πολυτέλεια και οργανωτικές ιδέες από τα «αστικά κόμματα» άρχισαν να θεωρούνται αυτονόητες, όπως η αυτονόμηση της ηγεσίας, η καθολική συμμετοχή «μελών και φίλων» στην εκλογή, η έμφαση στη διαδικτυακή διαβούλευση και η δυσανεξία απέναντι στην εξαντλητική πολιτική συζήτηση.

Μετασχηματισμός και κρίση

Κομματικοί σχηματισμοί που μαζικοποιήθηκαν ως αριστερόστροφη διέξοδος απέναντι στην νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των κομμάτων εξουσίας, από τη στιγμή που αρχίζουν να προνομιμοποιούν τρόπους άσκησης της πολιτικής και πολιτικής εκπροσώπηση που παραπέμπουν στο «επίσημο» πολιτικό προσωπικό και απεμπολούν μια πιο κινηματική και αγωνιστική λογική είναι πολύ πιο ευάλωτοι τελικά στο να βιώσουν αυτό τον μετασχηματισμό ως κρίση και αιτία εσωτερικών συγκρούσεων.

Περισσότερα Εδω