«Τα παιδιά μου επί ένα μήνα έβλεπαν εφιάλτες. Έκλαιγαν όλη την ημέρα και ζητούσαν τα πράγματά τους. Όταν η κόρη μου μπήκε στο σπίτι κι αντίκρυσε τη στάθμη του νερού με ρώτησε “αν είχα μείνει μέσα θα είχα πνιγεί ε;”… Όταν ο μικρός μου, μόλις πέντε ετών, ανακάλυψε πως έσωσα μια κουβέρτα του χάρηκε και φώναζε “Μαμά σώθηκε, θα βάλω τα κλάματα”… Την Παρασκευή πλημμύρισα, τη Δευτέρα με απέλυσαν. Δούλευα στην Κούμα, στην Κεντρική πλατεία. Πήγα νταουλιασμένη απ’ τα δάκρυα με το φουστάνι της θάλασσας και τη σαγιονάρα. “Δεν είμαι πια παραγωγική” μου είπαν, αρνούμενοι να μου δώσουν άδεια δύο εβδομάδων άνευ αποδοχών».
Ήταν τα πικρά λόγια μιας μητέρας απ’ τις πληγείσες νέες Εργατικές Κατοικίες Γιάννουλης. Μιας γυναίκας που δε πρόλαβε να διασώσει καμία ανάμνηση απ’ το σπίτι της (ούτε ρούχα ούτε παιχνίδια των παιδιών της ούτε φωτογραφίες), στο οποίο με τέτοια χαρά, ελπίδες κι όνειρα είχε εγκατασταθεί πριν από τρία χρόνια. «Έχω τον πατέρα μου 30 χρόνια χαμένο και πλέον δε μου έχει μείνει τίποτα να θυμάμαι. Αυτά ποιος θα μου τα ξεπληρώσει;» απορεί θυμωμένη.
Ρεπορτάζ: Νικόλας Σελητσιανιώτης
Ο εφιάλτης των κατοίκων των δύο οικισμών ξεκινά στις 7 του περασμένου «μαύρου» Σεπτεμβρίου, όταν αγωνιωδώς παρακολουθούσαν τον Πηνειό να «φουσκώνει». Τα πρώτα νερά εμφανίστηκαν απ’ τα φρεάτια και τα σιφώνια των διαμερισμάτων. Μέχρι το βράδυ είχαν φτάσει τους τριάντα πόντους, ενώ το μεσημέρι της επομένης (Παρασκευής 8 του μηνός) η περιοχή αποτελούσε παρελθόν υπό την ορμή του υπερφορτωμένου ποταμού. Λίγες ώρες πριν την άφιξη του 2024 το onlarissa.gr συνάντησε κάποιους απ’ τους άτυχους πρωταγωνιστές αυτού του σκληρού «έργου». Ενός έργου που -όπως τονίζουν οι Ελένη Τσιπλάκη, Χάιδω Τσαγκάλη, Μαρία Στεργιανοπούλου και Ζήσης Τσιάτσος (μέλη της Επιτροπής Αγώνα Πλημμυροπαθών) «δεν έχει καν αρχή» αν το πιάσουν απ’ το πλάνο αντιπλημμυρικής θωράκισης.
Σ’ ένα οδοιπορικό, στις παλιές και νέες Εργατικές, περιγράφουν τις δραματικές στιγμές με την κάθε λεπτομέρεια δηλώνοντας ακόμη και τον ακριβή χρόνο των γεγονότων: «έφυγα απ’ το σπίτι μου στις 13:20 με το νερό στο γόνατο. Ο γείτονάς μου στις 15:30 με το νερό στο λαιμό, ενώ μια άλλη γειτόνισσα στις 18:00 με τη βάρκα!». Μάρτυρες μιας ταχύτατης πλημμύρας, που κάλυψε τη συνοικία σε διάστημα πέντε ωρών, καταθέτουν πως δεν υπήρξε ολοκληρωμένο σχέδιο: «να εκκενώσουμε προς πια κατεύθυνση, τη στιγμή που η γέφυρα προς Λάρισα είχε αποκλειστεί πριν το μήνυμα του 112;». «Την Πέμπτη έκλαιγα στο τηλέφωνο μ’ έναν φίλο μου απ’ την Καρδίτσα, που είχε πλημμυρίσει για δεύτερη φορά μετά τον Ιανό. Με προειδοποιούσε “φύγετε, έρχεται νερό”. Ένας απλός άνθρωπος κατάλαβε πως όλο αυτό το νερό κατευθυνόταν προς τα εδώ. Οι επιστήμονες, ο δήμος, η περιφέρεια δε το αντιλήφθηκαν; Δεν προετοιμαστήκαμε!» μας λέει η κα Μαρία.
Η απερχόμενη δημοτική αρχή μας έχει στο δούλεμα
Στις 9 Νοεμβρίου το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Λαρισαίων ενέκρινε ομόφωνα μέτρα ανακούφισης προς τους πληγέντες, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν απαλλαγή ανταποδοτικών τελών, δημοτικού φόρου και Τέλους Ακίνητης Περιουσίας για τα ακίνητα στα οποία καθίσταται αδύνατη η κατοίκηση, καθώς και απαλλαγές διδάκτρων και τροφείων για σειρά νομικών προσώπων όπως βρεφονηπιακοί σταθμοί, ΚΔΑΠ και Σχολή Μπαλέτου. «Τα κούφια λόγια δεν περιγράφονται» τονίζουν οι άνθρωποι που συνομιλήσαμε ενθυμούμενοι τις παραπάνω υποσχέσεις. «Η απερχόμενη δημοτική αρχή μας έχει στο δούλεμα. Οι πάροχοι δεν έχουν λάβει καμία ενημέρωση. Η ΔΕΥΑΛ πάει με την πεπατημένη της Αρωγής, δηλαδή μόνο εξαιρέσεις για ισόγεια. Δε θεωρείται πλημμυροπαθής κάποιος που έχασε τα πάντα απ’ το υπόγειό του, άσχετα αν αυτό συνιστά προέκταση του σπιτιού του… Είπαν πως απ’ την πρώτη στιγμή βρίσκονταν μαζί μας, ωστόσο το έργο τους υπό το μηδέν. Ούτε να πλύνουν ούτε να ψεκάσουν. Μάνικα δεν πέρασε, αλλά καθαρίζαμε ο καθένας με το λάστιχό του. Μάζεψαν όσους κάδους παρασύρθηκαν και μας τους έφεραν μέσα στις λάσπες… Έχει ανοιχτεί ένας λογαριασμός για τους πλημμυροπαθείς. Τους προκαλούμε να μάθουμε για τι ποσό πρόκειται, πού και πώς θα διατεθεί;».
Το χέρι στην τσέπη, επειδή το αυτί κάποιων δεν «ιδρώνει»
Μετά την αποκάλυψη της καταστροφής εκατοντάδες νοικοκυριά των Εργατικών Κατοικιών Γιάννουλης αναγκάστηκαν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για απαντλήσεις υδάτων, καθαρισμούς τόσο ιδιωτικών όσο και κοινόχρηστων χώρων, απολυμάνσεις, επισκευές ασανσέρ και καυστήρων. Ενέργειες απαραίτητες και συγχρόνως κοστοβόρες, που δεν καλύπτουν όμως το πακέτο μιας κανονικής διαβίωσης. Περίπου 930 υπόγεια πλημμύρισαν, ενώ την ίδια μοίρα είχαν άλλα 300 ισόγεια. Κύριο ζήτημα παραμένει η διαμονή όλων όσων ζούσαν στα τελευταία. Ένας αριθμός κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να τα «σουλουπώσει», άλλοι νοίκιασαν κι εγκατέλειψαν εντελώς, ενώ μερίδα πληγέντων συνεχίζει να φιλοξενείται σε συγγενείς ή φίλους. Σκληρό το παράδειγμα ενός άνδρα που -όπως μας μεταφέρει η κα Μαρία- επέστρεψε στο σπίτι του χωρίς να πετάξει τίποτα απ’ το εσωτερικό του και τώρα «συμβιώνει» με τη λάσπη. Η κατάσταση φυσικά επιβαρύνεται απ’ τη μούχλα και την έντονη υγρασία που επικρατεί. Μάλιστα, για την ανάγκη του εξαερισμού όλες οι κεντρικές πόρτες των συγκροτημάτων, παράθυρα διαμερισμάτων και υπογείων, παραμένουν ανοιχτά με τους ιδιοκτήτες να υπογραμμίζουν πως «δεν μας έμεινε κάτι άλλο να χάσουμε». Με ερωτηματικά περικλείεται και το κεφάλαιο «στασιμότητα» των κτιρίων. Σύμφωνα με τα τέσσερα μέλη της Επιτροπής όλα τα κτίρια χαρακτηρίζονται πράσινα τη στιγμή που σε χαμηλά επίπεδα φέρουν ρωγμές. «Δεν ξέρουμε τι γίνεται. Κάποια στιγμή θα έρθει μια υπηρεσία και θα κάνει ελέγχους. Αν μέχρι τότε προκληθεί ένας σεισμός, ας προσέχαμε» συμπληρώνουν με ειρωνικό τόνο. Τέλος, την τακτική των μη ξεκάθαρων απαντήσεων υιοθετεί ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), ο οποίος ως έχων την κυριότητα αφήνει άλυτο το πρόβλημα καθαρισμού των αδιάθετων διαμερισμάτων και λοιπών κτισμάτων παρατείνοντας τις εστίες μόλυνσης στην περιοχή.
Τα ρούχα μου είναι ξένα, γιατί με έπνιξαν…”
Η κυρία Χάιδω αποκλείστηκε στο διαμέρισμά της μέχρι την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου δίχως νερό και ρεύμα. Η κυρία Ελένη κοιμόταν στο αυτοκίνητό της απ’ την πλευρά του Πύργου Χαροκόπου. «Είχε ροή, το άκουγες. Σε έπιανε ανατριχίλα. Απορούσα… βρίσκομαι σε ταινία;» μας αφηγείται. Η κυρία Μαρία μας εξιστορεί τις τριτοκοσμικές εικόνες πάνω στη φαγάνα: τον ασθενή που επέστρεφε απ’ το νοσοκομείο και την Τυρναβίτισσα (όχι η μοναδική) που αναγκαζόταν να πάει για δουλειά προκειμένου να μην απολυθεί. «Τα παιδιά μου με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, το κινητό μου χτυπούσε ανελέητα, εγώ δεν ήξερα ποια είμαι και τι κάνω. Σε τι ψυχολογική κατάσταση να εργαστώ;» μας αναφέρει ως θύμα απόλυσης, όταν την ίδια ώρα φίλος της – ταξιτζής απ’ τη Γιάννουλη δεν είχε ένα ευρώ να αγοράσει γάλα στο παιδί του, αφού ήταν αδύνατο να προσεγγίσει την «πιάτσα».
Οι δυσκολίες των Εργατικών Κατοικιών, ωστόσο, δεν τελείωσαν εκεί. Τέσσερις μήνες σχεδόν μετά την ισοπέδωση και οι κάτοικοι αξιώνουν αποζημιώσεις στο 100% για κατεστραμμένη οικοσκευή (είτε αυτή βρισκόταν σε ισόγειο είτε σε υπόγειο – αποθήκη), κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, έκτακτο βοήθημα 1.500 ευρώ σε κάθε πλημμυροπαθή οικογένεια (αυξημένο κατά 300 ευρώ για κάθε παιδί, για επείγουσες ανάγκες), αναστολή ενός χρόνου των οφειλών στον ΟΑΕΔ δίχως προσαύξηση και πρόβλεψη για τους εργαζομένους που έχασαν τις δουλειές τους.
Τα φετινά Χριστούγεννα δεν τους βρίσκουν όπως συνήθιζαν. Τέτοια περίοδο όλοι θυμούνται τη συνοικία σαν μια λατέρνα, υπερστολισμένη απ’ τα λαμπιόνια. Τα δυσεπίλυτα προβλήματα, όμως, καταρρίπτουν την οποιαδήποτε προϋπόθεση για γιορτινή διάθεση. «Η γειτόνισσά μου στο ισόγειο έχει εγκαταλείψει το σπίτι, εγώ θα είμαι φωταγωγημένη πάνω;» εξηγεί η κα Ελένη, ενώ στο εγγόνι της που ρωτά γιατί δε στόλισε δέντρο η κα Χάιδω απαντά χαριτολογώντας «μου το έπνιξε η θάλασσα». «Εμένα μου χάρισαν ένα» συμπληρώνει η κα Μαρία αλλά «μου ‘ρχεται να του ρίξω κλωτσιά. Το κρατώ μόνο για τα πιτσιρίκια».
Περπατώντας στα πλημμυρισμένα αναγνωρίσαμε στα μάτια των ανθρώπων απογοήτευση, οργή κι αγανάκτηση. «Φτάσαμε σε σημείο να λέμε: κάνε να μην έχουμε χειμώνα, κάνε να μη βρέξει. Γιατί απ’ την πολιτεία δεν περιμένουμε τίποτα. Μόνο απ’ το Θεό… Σωθήκαμε μόνοι μας. Είχαμε ο ένας τον άλλον και ευτυχώς την αλληλεγγύη του κόσμου» μας επισήμαναν λίγο πριν αποχωρήσουμε. «Ακόμη και τα ρούχα που φοράω μου τα χάρισαν. Δε ντρέπομαι γι’ αυτό. Είναι ξένα, επειδή με έπνιξαν. Είμαστε όλοι νοικοκυραίοι, είχαμε δουλειά και εισόδημα. Και τώρα μας αναγκάζουν να εγκαταλείψουμε» σημείωσε η κα Μαρία. Όλοι μαζί απαιτούν «να σταματήσουν τα κλάματα και να γίνουν πράξεις» για να αποκτήσουν οι ζωές τους και πάλι νόημα.
Αξιοσημείωτη η φράση που ειπώθηκε στη διάρκεια της συζήτησης: «Τα βάσανά μας ένα φορτίο». Ένα φορτίο που δυστυχώς όχι μόνο δεν ελαφρύνει αλλά στη διαδρομή βρίσκει εμπόδια λόγω… καρφιών, σαν αυτό που τρύπησε το λάστιχο της κας Μαρίας κατά την επιστροφή της στις νέες Εργατικές μετά τη συνέντευξη.
Δείτε φωτογραφίες:
Φωτό: Κώστας Τσιάρας – onlarissa.gr
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις