«Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές κενές θέσεις στις στρατιωτικές παραγωγικές σχολές, που προέκυψαν μετά τις πρόσφατες εισαγωγικές εξετάσεις, και την απροθυμία συμμετοχής υποψηφίων για την εισαγωγή τους σε αυτές τις σχολές και εν γένει την επιλογή του επαγγέλματος του αξιωματικού και του υπαξιωματικού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, τι μέτρα-κίνητρα προτίθεσθε να λάβετε για τη ταχεία αντιστροφή του αρνητικού κλίματος και την προσέλκυση περισσοτέρων και με υψηλότερες επιδόσεις υποψηφίων». Τα παραπάνω ζητά να πληροφορηθεί ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, από τους υπουργούς Εθνικής Άμυνας κ. Νίκο Δένδια και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κωστή Χατζηδάκη.
Στην ερώτησή του ο Θεσσαλός πολιτικός επισημαίνει ότι «εύλογο προβληματισμό προκαλούν στην ελληνική κοινή γνώμη τα στοιχεία από τα αποτελέσματα των επιτυχόντων στις εξετάσεις για τις στρατιωτικές παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ), δηλαδή τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) και τις Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ). Οι πολλές κενές θέσεις, η χαμηλή βαθμολογία για την εισαγωγή, αλλά και ο μικρός αριθμός των υποψηφίων καταδεικνύουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι υφίστανται σοβαροί αποτρεπτικοί λόγοι για την επιδίωξη εισαγωγής στις συγκεκριμένες σχολές.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, απ’ όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, από τις 747 θέσεις εισακτέων που προκηρύχθηκαν φέτος έμειναν κενές οι 460, δηλαδή ποσοστό 61,58%. Για τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ), κενές έμειναν οι 230 από τις 307 θέσεις που προκηρύχθηκαν, δηλαδή ποσοστό 74,91%, ενώ το σύνολο των υποψηφίων ήταν μόνον 200 άτομα. Στις ΑΣΣΥ οι κενές θέσεις συνολικά ανέρχονται σε 208 από τις οποίες 148 κενές έναντι 200 θέσεων που προκηρύχθηκαν στα Όπλα της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ) του Στρατού Ξηράς, ποσοστό 74% και 60 κενές έναντι 103 θέσεων που προκηρύχθηκαν στην κατεύθυνση Τεχνολογικής Υποστήριξης της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας (ΣΜΥΑ), ποσοστό 60%.
Σε μια εποχή που η ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της χώρας συνιστά αδήριτη ανάγκη για την υπεράσπιση της εδαφικής μας ακεραιότητας, της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και ενώ διεθνώς επικρατεί πρωτοφανής ρευστότητα και άνοδος των αναθεωρητικών δυνάμεων, όπως της γειτονικής Τουρκίας, η σταδιακή απίσχναση του στελεχιακού δυναμικού του στρατού μας συνιστά μια αρνητική εξέλιξη.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι, έως σχετικά πρόσφατα, το επάγγελμα του αξιωματικού και του υπαξιωματικού στρατού περιβάλλετο με αίγλη, κύρος και αποτελούσε πόλο επαγγελματικής έλξης για τους νέους και τις νέες, είναι φανερό ότι η σημερινή αρνητική μεταστροφή των διαθέσεων οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους. Ένας από αυτούς είναι, αναμφίβολα, οι χαμηλές αποδοχές των στρατιωτικών, που είναι σαφώς αναντίστοιχες με το λειτούργημα που υπηρετούν, την διαρκή ένταση που απαιτεί η εργασία τους και τις συχνές μεταθέσεις, που εγείρουν εμπόδια στην οικογενειακή ζωή τους».
Καταλήγοντας ο κυβερνητικός βουλευτής υπογραμμίζει πως «είναι προφανές ότι η πατρίδα οφείλει πρωτίστως σε αυτούς τους φρουρούς της ελευθερίας μας να δείχνει μεγαλύτερη γενναιοδωρία και να αναγνωρίζει την προσφορά τους. Η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα, μετά την περιπέτεια της πολύχρονης κρίσης που βιώσαμε, όχι μόνον επιτρέπει αλλά και επιβάλλει να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα-κίνητρα ώστε στις εξετάσεις για τις στρατιωτικές παραγωγικές σχολές να λαμβάνουν μέρος πολύ περισσότεροι υποψήφιοι, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τον πήχη επιτυχίας για την εισαγωγή σε αυτές τις σχολές».
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις