Το εμβόλιο που θα καλύπτει όλους τους κορωνοϊούς και τις μεταλλάξεις τους ο μεγάλος στόχος των επιστημόνων. Καλύτερα αντιικά φάρμακα τον επόμενο χρόνο.
Τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, που αναπτύχθηκαν σε χρόνο ρεκόρ αξιοποιώντας την βασική έρευνα 15 – 20 ετών για το mRNA, εκτιμάται ότι έσωσαν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές μόνο στο πρώτο έτος της εφαρμογής τους. Με τις νέες μεταλλάξεις παραμένουν αποτελεσματικά απέναντι στη σοβαρή νόσο και στην απώλεια ζωής, αλλά υστερούν στον περιορισμό της μετάδοσης. Η έρευνα πλέον έχει εστιαστεί σε εμβόλια που θα στοχεύουν όχι στην πρωτεΐνη της ακίδας, αλλά σε άλλες περιοχές του SARS-CoV-2, προκειμένου να δοθεί το καίριο πλήγμα στον ιό. Τα εμβόλια που θα χορηγούνται από τη μύτη θα είναι το επόμενο βήμα, καθώς θα εφαρμόζονται στο σημείο εισόδου του ιού στον οργανισμό, ενώ ο μεγάλος στόχος θα είναι η ανάπτυξη του λεγόμενου παν-κορωνοϊού εμβολίου (pan-coronavirus vaccine), που θα αντιμετωπίζει όλες τις παραλλαγές.
Μιλώντας στο πλαίσιο του 1ου Ιπποκράτειου Ιατρικού Συνεδρίου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο καθηγητής Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, Αχιλλέας Γραβάνης (φωτογραφία), αναφέρθηκε σε όλα τα τελευταία δεδομένα και μοιράστηκε τις εκτιμήσεις του για τον χρόνο ανάπτυξης και κυκλοφορίας των εμβολίων νέας γενιάς. Παράλληλα, εμφανίστηκε αισιόδοξος για τις εξελίξεις που αφορούν τα νέα αντιικά φάρμακα, αλλά δεν έκρυψε την ανησυχία του για το long-COVID, ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, όταν θα εισέλθει σε ενδημική φάση, όπως είπε.
Πώς θα περιοριστεί η μετάδοση
Όπως εξήγησε ο κ. Γραβάνης, τα πρώτα δύο χρόνια η ερευνητική κοινότητα εστίασε στην ανάπτυξη εμβολίων κατά του αντιγόνου της πρωτεϊνης ακίδας του ιού, δηλαδή της βασικής πρωτεϊνης με την οποία συνδέεται με τα κύτταρά μας και εισέρχεται σε αυτά. “Αυτή όμως η πρωτεϊνη ακίδα έχει ένα μεγάλο πρόβλημα: μεταλλάσσεται πάρα πολύ έντονα, και κατά συνέπεια όταν κάνουμε ένα εμβόλιο σε ένα αντιγόνο που μεταλλάσσεται πάρα πολύ εύκολα, χάνουμε την ικανότητα σε βάθος χρόνου του εμβολίου αυτού”, είπε και πρόσθεσε: “Τώρα, εστιάζουμε να κάνουμε εμβόλια κατά άλλων περιοχών του ιού, που δεν έχουν αυτή τη δυστοπία, να αλλάζουν δηλαδή γρήγορα. Γίνεται μια τεράστια προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση και όχι μόνο αυτό. Χρησιμοποιούμε περιοχές που είναι κοινές με άλλους κορωνοϊούς, ή με άλλους RNA ιούς, με στόχο τα επόμενα χρόνια να κάνουμε ένα παν-κορωνοϊο εμβόλιο, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο αυτά τα στελέχη που ξέρουμε τώρα, αλλά και τα στελέχη τα οποία αναμένουμε και τα οποία κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε”.
Τα ρινικά εμβόλια
Παράλληλη έρευνα γίνεται για την ανάπτυξη εμβολίων που θα χορηγούνται μέσω ρινικών σπρέι, στο σημείο εισόδου του ιού, τη βλεννογόνο μεμβράνη του ρινοφάρυγγα.
“Τα εμβόλια τα οποία χρησιμοποιούμε τώρα, που είναι ενέσιμα στο μπράτσο μας, έχουν μια δυνατότητα να περνάνε συστηματικά μέσα στον οργανισμό μας και να δημιουργούν ανοσία συστηματική. Όμως αυτό δεν περιορίζει την απάντηση που πρέπει να δώσουμε εκεί που ιός μας μολύνει, δηλαδή στους βλεννογόνους του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος”, σημείωσε για να προσθέσει: “Γι’ αυτό εστιάζουμε στο να φτιάξουμε εμβόλια – υπάρχουν ήδη δύο που βρίσκονται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών – που χορηγούνται ενδορινικά. Τα εμβόλια αυτά έχουν ένα εντελώς διαφορετικό pattern ανοσολογικό: αναπτύσσουν συστηματική ανοσία αλλά αναπτύσσουν και αντισώματα, τα οποία είναι ανοσοσφαιρίνες Α ακριβώς στους βλεννογόνους. Επομένως, τους επόμενους μήνες, τον επόμενο 1 με 1,5 χρόνο, ευχόμαστε να έχουμε τη δυνατότητα να εμβολιαστούμε στις εισόδους του ιού στο σώμα μας. Αντιλαμβάνεστε, αυτό θα έχει τεράστια διαφορά όσον αφορά τη μετάδοση του ιού”.
Αντι-ιικά φάρμακα
Πολύ γρήγορα οι επιστήμονες είχαν την ακριβή δομή των πρωτεϊνών που είναι πολύ σημαντικές για την αναπαραγωγή του ιού στο σώμα μας. Τα δύο ένζυμα (πολυμεράση, πρωτεάση), που αν αδρανοποιηθούν με τα κατάλληλα αντι-ιικά φάρμακα περιορίζουν τη δυνατότητα του ιού να αναπαράγει τον εαυτό του μέσα στα κύτταρα που μολύνει. “Αυτά τα δύο ένζυμα τα έχουμε στους υπολογιστές μας υπό κρυσταλλική μορφή και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δομή σαν κλειδαριά και να δοκιμάσουμε εκατομμύρια κλειδιά χημικών ενώσεων ή καινούργιων χημικών ενώσεων. Αυτή η διαδικασία μας έδωσε τη δυνατότητα να έχουμε για πρώτη φορά και για τον κορωνοϊό αποτελεσματικά αντιικά φάρμακα”, ανέφερε ο κ. Γραβάνης.
Αυτή τη στιγμή, πρόσθεσε, αξιολογούνται πάνω από 110 νέες αντιικές ουσίες. “Τρεις από αυτές είναι σε κλινική δοκιμή φάσης 2 ή 3 και κατά πάσα πιθανότητα τον επόμενο χρόνο θα έχουμε ακόμη πιο επιλεκτικά και πιο εξειδικευμένα αντιικά φάρμακα κατά του κορωνοϊού”.
Σήμερα, στο συνταγολόγιό μας υπάρχει η ρεμδεσιβίρη που χορηγείται ενδοφλέβια και η νιρματρελβίρη/ριτοναβίρη από το στόμα σε περιπατητικούς ασθενείς στο σπίτι. Αυτά προστατεύουν κατά 90% από βαριά νόσο σε άτομα που είναι κάποιας ηλικίας και επιβαρημένα. Μελέτες έδειξαν ότι σε νεότερα άτομα μέχρι 60% δεν έχουν τέτοια αποτελεσματικότητα. Επίσης, υπάρχουν αντισώματα, που παράγονται πλέον μαζικά με βιοτεχνολογικές μεθόδους και έχουν την ικανότητα να μπλοκάρουν τον ιό, με τον ίδιο τρόπο που μπλοκάρουν τα αντισώματα που παράγονται με τον εμβολιασμό. “Ορισμένα εξ αυτών έχουν την δυνατότητα να είναι δραστικά και κατά των στελεχών Όμικρον και μάλιστα για έξι μήνες”, επισήμανε ο καθηγητής, συμπληρώνοντας πως “τα καινούργια αυτά φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν σε άτομα που δεν μπορούν να εμβολιαστούν και να έχουμε φαρμακολογικό πλέον εμβολιασμό, χορηγώντας έτοιμα τα αντισώματα τα οποία θα έπρεπε να παράγει ο οργανισμός με τον εμβολιασμό”.
Τεράστιο πρόβλημα η long-COVID
Λιγότερο αισιόδοξος ήταν ο κ. Γραβάνης αναφορικά με την χρόνια COVID. “Γνωρίζουμε πλέον ότι ένας στους οκτώ που έχουν μολυνθεί, ανεξάρτητα με το αν έχουν σοβαρή ή ελαφρά συμπτωματολογία, αναπτύσσουν συμπτώματα long COVID. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας και είναι αυτό που θα μας αφήσει η πανδημία προϊόντος του χρόνου, όταν θα την έχουμε μετατρέψει σε μια ενδημική λοιμώδη νόσο και θα την έχουμε περιορίσει”, τόνισε και κατέληξε: “είναι πολύ σημαντικό να έχουμε πλέον στοιχεία και με τρόπο πραγματικά αντικειμενικό να παρατηρούμε και να αξιολογούμε τα συμπτώματα. Ήδη, αναπτύσσονται κλινικά πρωτόκολλα”.
Πηγή: iatronet.gr
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις