Ποιο είναι άραγε το υπέρτατο, το πιο χαρακτηριστικό γλυκό των Χριστουγέννων; Είναι οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, που μας έρχονται πρώτα στο μυαλό; Είναι τα σιροπιαστά, όπως ο μπακλαβάς και το καταίφι; Ή μήπως το -αν και όχι ελληνικό- πανετόνε, που έχει κάνει μια γενναία επιδρομή στην ελληνική αγορά τα τελευταία δύο περίπου χρόνια και φιλοδοξεί να γίνει μόνιμος «κάτοικος» της χώρας, τουλάχιστον για τις περιόδους των Χριστουγέννων;

Το onlarissa.gr ρώτησε τους πρωταγωνιστές των γιορτών, τους ζαχαροπλάστες, για κάποια από τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά, την προέλευση, την ιστορία τους, αλλά και τις απόψεις των πελατών τους, στην προσπάθεια να ορίσει ποιο είναι τελικά το κύριο γλυκό των Χριστουγέννων.

Και μόνο η λέξη μελομακάρονο έχει τη δύναμη να φέρει τα Χριστούγεννα. Πόσοι όμως ξέρατε ότι το αγαπημένο έδεσμα της χαρούμενης εορταστικής περιόδου, προσφερόταν αρχικά σε…όχι και τόσο εύθυμες περιστάσεις; Οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν ένα κομμάτι άρτου παρόμοιο σε σχήμα με το σημερινό δικό μας γλυκό μετά τις κηδείες, η ονομασία του οποίου ήταν «μακαρία» ή «μακαριά» (από το επίθετο μακάριος, που σημαίνει ευλογημένος, ευτυχής), μια «ψυχόπιτα» δηλαδή υπέρ της σωτηρίας της ψυχής του νεκρού, που αναπαύονταν στη χώρα των Μακάρων, δηλαδή των ευτυχισμένων.

Το έδεσμα επιβίωσε στο Βυζάντιο, ως «μακαρωνία», που σήμαινε «νεκρώσιμο δείπνο», όπου απέκτησε σιρόπι με μέλι, στο οποίο οφείλει και το πρώτο του συνθετικό. Ήταν τότε στα χρόνια του Μεσαίωνα που το δανείστηκαν οι Λατίνοι και, ως maccarone πλέον, έγινε μακαρόνι για τους Ιταλούς (το νεκρώσιμο δείπνο με ζυμαρικά και μετέπειτα το σημερινό σπαγγέτι) και μακαρόν για τους Γάλλους (το νόστιμο αμυγδαλωτό μπισκότο). Τη σημερινή τους καθιέρωση σε βασικό Χριστουγεννιάτικο γλυκό την οφείλουμε στους Μικρασιάτες, που μας τα έφεραν από την Ανατολή ως «ισλί».

Ένα ακόμα γλυκό που πέρασε από διάφορα μονοπάτια είναι ο κουραμπιές. Αφετηρία του η Περσία, αν και την πατρότητά του διεκδικεί και ο Λίβανος. Ως γλυκό, είναι διαδεδομένο όχι μόνο στην ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία και σε πολλές Βαλκανικές χώρες που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ονομασία μάλιστα προέρχεται από την Αλβανική λέξη kurabie ή gurabie, qurabiya και qurabiya στα Αραβικά και τα Αζέρικα αντίστοιχα, kurabiye, στα Τούρκικα και αναλύεται ως εξής: kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.

Ως μπισκότο βέβαια καθιερώνεται τον Mεσαίωνα, έλκοντας την ετυμολογία του από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει «ψημένο δύο φορές», αναφορά δηλαδή στην τεχνική ψησίματός του για να μην χαλάει εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών, που προριζόταν να διαρκέσει για καιρό. Ένα παρόμοιο γλυκό με την ονομασία polvorón εμφανίζεται και στις Λατινοαμερικάνικες χώρες (polvo=σκόνη). Κάποτε μάλιστα στην Ελλάδα έφτιαχναν και νηστίσιμους κουραμπιέδες, τους οποίους όμως δεν θα βρείτε πουθενά σήμερα.

Για το τέλος αφήσαμε το πανετόνε και σίγουρα πολλοί από εσάς αναρωτιέστε γιατί να βρίσκεται στη λίστα με τα γλυκά που καταναλώνουν οι Έλληνες τα Χριστούγεννα. Μα φυσικά γιατί είναι η τρίτη απάντηση που μας έδωσαν όλοι οι ζαχαροπλάστες, μετά τις δύο προηγούμενες και αναμενόμενες. Τα τελευταία δύο μόλις χρόνια το ιταλικό αυτό γλύκισμα έχει κερδίσει για τα καλά τις καρδιές των Ελλήνων με την ιδιαίτερη υφή του, κάτι ανάμεσα σε κέικ και τσουρέκι, όπου διάσπαρτα βρίσκονται μικροσκοπικά κομμάτια φρούτων, καρύδια και σταφίδες. Πατρίδα του είναι το Μιλάνο, αλλά και ευρύτερα η περιοχή της Λομβαρδίας. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις «pan de ton», δηλαδή ψωμί πολυτελείας, ενώ άλλοι λένε ότι πήρε το όνομά του Τόνι, του παραγιού της οικογένειας Σφόρτσα, ισχυρής οικογένειας της Λομβαρδίας, ο οποίος το δημιούργησε για να σώσει την κατάσταση όταν κάηκε το χριστουγεννιάτικο κέικ.

Κατασκευάζεται δύσκολα, χρειάζεται ιδιαίτερα υλικά, όπως το lievito madre το προζύμι (που σημαίνει «μητέρα μαγιά»), το οποίο μερικοί παλιοί φούρνοι και ζαχαροπλαστεία στο Μιλάνο το συντηρούν εδώ και εκατό χρόνια και κρεμιέται ανάποδα για να διατηρήσει το χαρακτηριστικό του πλούσιο σχήμα. Με τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές Ιταλών στη Λατινική Αμερική το πανετόνε ταξίδεψε και έφτασε να καταναλώνεται τόσο ευρέως, ώστε έχει γίνει ένα από τα βασικά πιάτα της Περουβιανής Ημέρας Ανεξαρτησίας, ενώ είναι πολύ αγαπητό και στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Αυτό το γεγονός έχει θορυβήσει τους Ιταλούς, που το 2004 προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία βέβαια, να κατοχυρώσουν με νόμο τα δικαιώματα της συνταγής και να θέσουν κάποια στάνταρ για να εξασφαλιστεί η ποιότητά του.

Υπάρχουν πολλά ακόμα παραδοσιακά γλυκίσματα, όπως οι δίπλες, το χριστόψωμο και τα πάμπολλα είδη σιροπιαστών, που τιμώνται ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας ή που για διάφορες αιτίες, τα έθιμα που τα συνοδεύουν έχουν περιοριστεί και δεν παρασκευάζονται πια τόσο όσο στο παρελθόν. Κι ενώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη με σιγουριά για απόλυτη κυριαρχία του ιταλικού “τσουρεκιού” (ας μας επιτραπεί η απλούστευση), οι παραδοσιακοί παίκτες μελομακάρονο-κουραμπιές έχουν σίγουρα έναν δυνατό ανταγωνιστή στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και τα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Ζωή Μπουρουτζή – onlarissa.gr

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω