Στην Ελλάδα δεν σταματήσαμε ποτέ να γιορτάζουμε τις Απόκριες. Ούτε στη Λάρισα. Συνοπτικά, καθότι γνωστά, τα αποκριάτικα γλέντια – για αυτά της Τσικνοπέμπτης που είναι το θέμα μας, λίγο υπομονή – αποτελούν επιβίωση των διονυσιακών εορτών. Και τότε μασκαρεύονταν οι άνθρωποι· όλοι, ελεύθεροι και δούλοι. Γίνονταν άλλοι, πίσω από τις μάσκες λέγαν και κάναν όσα δεν μπορούσαν αλλιώς. Το ίδιο έκαναν και την ρωμαϊκή περίοδο με τα «Σατουρνάλια». Αλλά με πολλή κρεπάλη τότε, όλων των ειδών. Οργίαζαν, είναι γνωστό.

Μετά, με τους Τούρκους συμμαζευτήκαμε λίγο, αλλά δεν σταματήσαμε και από την απελευθέρωση και έπειτα λίγο αλλάξαμε. Είχαμε σύγχρονο ελληνικό κράτος πια… από τους σάτυρους και τις ρωμαϊκές χυδαιότητες γίναμε λίγο πιο κόσμιοι. Μας έφυγε το βουκολικό. Γενικώς, και ειδικώς τις Απόκριες,  εξευγενιστήκαμε καθότι εκδυτικοποιηθήκαμε. Σαν σε παρατεταμένες Απόκριες προσποιούμασταν… άλλους, τους Ευρωπαίους. Από το 1922 σημειώθηκαν θεαματικές αλλαγές στον τρόπο εορτασμού του Τριωδίου, νέα ήθη και έθιμα καθιερώθηκαν σε όλη την επικράτεια και οι αστικές διασκεδάσεις έγιναν γεγονός.

Σιωπήσαμε λίγο στην Κατοχή, αλλά μεταπολεμικά τρελαθήκαμε να χορεύουμε το «Θα γίνω Βραζιλιάνα» και μεταπολιτευτικά το «Bamboléo». Και τη δεκαετία του ΄90, με τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, ανακαλύψαμε την κουλτούρα και την μουσική των Βαλκανίων. Emil kusturica, Goran Bregovic και δώστου χάλκινα. Θυμηθήκαμε ότι είμαστε και Βαλκάνιοι, όχι μόνο Ευρωπαίοι. Τον 21ο αιώνα ήμασταν οι Έλληνες, ως κανονικοί ευρωπαίοι πλέον, ερωτευμένοι με τις πολυπολιτισμικές κουλτούρες και διαφορετικότητες. Νομιμοποιηθήκαμε να ξαναβρούμε τον χαμένο βουκολικό μας εαυτό, τις ρίζες βρε παιδί μου, και βουτήξαμε στα χάλκινα και το κλαρίνο.

Μας εισήγαγαν σε αυτό τόσοι καλλιτέχνες…

Από τα «Μακεδονίτικα» του Μητσιά σε ενορχήστρωση Χατζηνάσιου και την Πρωτοψάλτη με τον δίσκο «Παραδέχτηκα» σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου πάνω σε συνθέσεις του Goran Bregovic που τις εκτελούν σε σύμπραξη κομπανία χάλκινων πνευστών της Γιουγκοσλαβίας καθώς και μια ελληνική ορχήστρα, μέχρι τον Νταλάρα και τα «Γιάννενα με δυο παπούτσια πάνινα». Οι πρώτοι πάντως, πριν το μεγάλο βαλκανικό και μπρεγκοβικανικό μπαμ ήταν οι «Χειμερινοί Κολυμβητές» που το 1985 συνεργάστηκαν με τον Τάσο Βαλκανη και την μπάντα της Φλώρινας. Να τα λέμε κι αυτά…

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Το διβδόμαδο της Αποκριάς μας έδωσε τον καμβά. Και μεις «ζωγραφίσαμε». Και εδώ στη Λάρισα διαπρέψαμε. Αν ξεμυτίσεις, έστω και λίγο, στην πόλη την Τσικνοπέμπτη θα το καταλάβεις. Παντού, μα παντού, χάλκινα, κλαρίνα και ψησταριές να σκορπούν την τσίκνα και το κέφι που απαιτεί η μέρα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο. Δεν είναι μόνο θεσμός, είναι κοινωνιολογικό και πολιτισμικό case report. Απορώ πως ακόμη όταν γκουκλάρεις «Τσικνοπέμπτη/έθιμα/Ελλάδα/πόλεις» δεν γεμίζει η οθόνη με λήμματα για χάλκινα στη Λάρισα…

Πως όμως άρχισαν όλα;

Γιατί στη Λάρισα χάλκινα δεν είχαμε ποτέ. Ούτε τις Απόκριες.

Μπορεί οι κομπανίες χάλκινων πνευστών να εμφανίζονται στην Ελλάδα από το 1890 μέχρι το 1920, κατά πάσα πιθανότητα από τους τουρκόγυφτους, τους ρόμηδες μετά ή ρομά που συνεχίζουν να κατέχουν τη τέχνη μέχρι και σήμερα – αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι χάλκινα πνευστά που υπήρχαν ήδη στις ευρωπαϊκές συμφωνικές ορχήστρες διαδόθηκαν σε μας διαμέσου Βιέννης από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες που πήγαιναν και έπαιζαν στα γλέντια των εκεί πλουσίων μεταναστών – αλλά τις συναντάμε στη Μακεδονία και σε ορισμένες μόνο περιοχές της Θεσσαλίας.

Στην παλιά Λάρισα τις Απόκριες που γινόταν κατά κόρον επισκέψεις σε σπίτια συγγενών και φίλων για τα καθιερωμένα γλέντια «οι συντροφιές των μεταμφιεσμένων συνοδεύονταν με κιθάρες, φλάουτα και μαντολίνα, έμπαιναν στα σπίτια τους άδοντας τραγούδια της εποχής ή και άλλα αποκριάτικα, κατάλληλα για την περίσταση» μας πληροφορεί ο Νίκος Παπαθεοδώρου.

Και στην προπολεμική Αθήνα, την Τσικνοπέμπτη με το κλαρίνο του Παναγιώτη από τη Θήβα και το σαντούρι του Νικόλα από το Μαρούσι διασκέδαζαν οι Αθηναίοι στις ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή.

Ακόμη και στο καρναβάλι της Θεσσαλονίκης, που ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια και από την Τσικνοπέμπτη ως την Κυριακή της Αποκριάς η πόλη κατακλύζονταν με επισκέπτες από όλη τη Μακεδονία, «λατέρνες, ρομβίες, πάνω στις άμαξες, κιθάρες, ντουντούκες και ζουρνάδες, καραμούζες και ντέφια, ξεκούφαιναν τον κόσμο.

Χάλκινα ακόμη πουθενά…

Θα αντισταθώ στο να συνεχίσω την ιστορική καταγραφή, όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει εξαιρετικό υλικό εδώ που πραγματεύεται «Το πέρασμα των κομπανιών των χάλκινων πνευστών στον 21ο αιώνα»,  θα κάνω ένα χρονικό άλμα, και θα έρθω – επιτέλους – στη Λάρισα του σήμερα, στην Τσικνοπέμπτη και τα χάλκινα.

Όλα ξεκίνησαν το 2011. Μόλις. Και μάλιστα από έναν ιδιώτη.

Ο Αλέξης Σακελάρης είχε τρία χρόνια που είχε ανοίξει το «Kubrick» επί της Πρωτοπαδάκη στην πλατεία Ταχυδρομείου, το πολύ μικρό τότε και alternative μπαράκι που μάζευε τον αντίστοιχο κόσμο. Μεγάλη καινοτομία και αυτή στην πόλη, αλλά στο παρόν μας ενδιαφέρει μια άλλη ιδέα του Αλέξη. Όντας βλάχος και έχοντας back up από τέτοια ακούσματα και ξετρελαμένος από το Καρναβάλι της Ξάνθης που εκεί οι άνθρωποι μεταμορφώνονταν όπως λέει, σκέφτηκε να «μεταμορφώσει» και το Kubrick. Να βγάλει το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στις 24 Φεβρουαρίου του 2011, ψησταριές να ψήνουν σουβλάκια και να φέρει μπάντα με χάλκινα να παίξει ζωντανά στον πεζόδρομο φυσικά, μέσα χωρούσαν δεν χωρούσαν είκοσι νοματαίοι. Πιο κόντρα concept δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Οι συνέταιροι διαφωνούν έντονα. Εκείνος επιμένει πιο έντονα. Αποφασίζεται τελικά το concept να έχει μια δόση εναλλακτική. Το ονομάσανε σουβλάκι μεν αλλά το λογοτύπησαν ως “SOUV-LUCKY #1” και η «καψαλιστικότερη περιπέτεια όλων των εποχών» όπως έλεγε και σχετικό σλόγκαν μόλις είχε ξεκινήσει στη Λάρισα.

Ποιος να φανταζόταν τότε την εξέλιξη όταν μια 7μελής μπάντα με χάλκινα από τη Θεσσαλονίκη έσκασε μύτη στη Λάρισα έξω από το μικροσκοπικό μπαράκι; Ήταν ρίσκο, αλλά τελικά ήταν τόσο cult και πέτυχε.

Η επόμενη χρονιά όμως υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του εορτασμού της Τσικνοπέμπτης στην πόλη. Η πρώτη πράξη του έργου παίχτηκε σε έναν άλλο πεζόδρομο, σε ένα άλλο επίσης μικροσκοπικό bar. Το «Χρώμα», που αργότερα έγινε «42» του Κώστα Σίμου και του Αλέξανδρου Τσούτσου στην Παπακυριαζή. Τα παιδιά σκέφτηκαν πως η πόλη το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης κοιμάται και αποφάσισαν να την ξυπνήσουν. Διοργάνωσαν λοιπόν στις 12 Φεβρουαρίου του 2012 το πρώτο μεσημεριανό πάρτυ· βγάλαν τις ψησταριές τους με τα κρέατα και άρχισαν να ψήνουν ενώ ο Dj πυροδότησε κατάλληλα το κλίμα. Και ο χορός κίνησε.

Εκείνη την ημέρα λοιπόν, οι Λαρισαίοι απέκτησαν την εναλλακτική να γιορτάσουν την Τσικνοπέμπτη από το μεσημέρι και να παραμείνουν μέχρι τις 8 το βράδυ για να πάνε στο Kubrick που διοργάνωνε το “SOUV-LUCKY #2”. Η ιδέα τους πέτυχε. Έκανε θραύση στην πραγματικότητα. Και καθιερώθηκε. Στην πραγματικότητα εξαπλώθηκε με γεωμετρική πρόοδο σε όλη σχεδόν την πόλη.

Το 2013, το Χρώμα φέρνει το μεσημέρι να παίξουν ο Κώστας Κωστούλης και οι αφοί Σαμουλαδαίοι. Το Kubrick φέρνει για πρώτη φορά τα χάλκινα της Γουμένισσας.

Τα μαγαζιά της Φρίξου συνεργάζονται μεταξύ και κάνουν το δικό τους πάρτυ. Οι μπάντες με τα χάλκινα, αρχίζουν να κάνουν «πατινάδες» – πορείες κατά τις οποίες οι μουσικοί παίζουν – μέσα στην πόλη. Από την Παπακυριαζή, στη Φρίξου και μετά στη Πρωτοπαπαδάκη και τέλος στην Πανός στο People.

Τα πρώτα χρόνια οι μπάντες ήταν λίγες και πήγαιναν από το ένα μαγαζί στο άλλο. Σταδιακά οι ανάγκες αυξήθηκαν αφού σχεδόν όλα τα καφέ και τα μπαρ της πόλης έψηναν σουβλάκια· ο κόσμος που συγκεντρώνονταν στο κέντρο πολλαπλασιάζονταν.

Το 2016, το σκηνικό αλλάζει. Στις 3 Μαρτίου, την Τσικνοπέμπτη, ο Δήμος Λαρισαίων διοργανώνει, για πρώτη φορά, στην Κεντρική Πλατεία (από τις 1.30 μ.μ. έως τις 5 μ.μ.) παραδοσιακό λαϊκό γλέντι με τα «Χάλκινα της Γουμένισσας» και τον Μιχάλη Μαντέλα και χορευτικά φορέων της πόλης μας. Από τότε οι «πατινάδες» πολλαπλασιάστηκαν. Η μισή μπάντα από την Κεντρική με τον Μιχάλη Μαντέλα και τον Θανάση Ασαρτζή έφευγε από πλατεία και πήγαινε πατινάδα με τον κόσμο να ακολουθεί χορεύοντας μέχρι το «42» πλέον. Η άλλη μισή παρέμενε στην πλατεία μέχρι να τελειώσει το γλέντι του Δήμου.

Φωτογραφία, Φώτης Νατσιούλης

Από κάποιο σημείο και έπειτα οι κομπανίες με χάλκινα άρχιζαν να παίζουν ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία – στο παιχνίδι μπήκε και η Connectiva στον πεζόδρομο της Βενιζέλου, αργότερα το Σιμούν στο λόφο του Φρουρίου – ενώ άλλες συναντιόνταν μεταξύ τους στις πατινάδες. Και μερικές φορές τα πράγματα αποκτούν ανταγωνιστικό χαρακτήρα αν τύχει και συναντηθούν οι μπάντες σε κάποιο σταυροδρόμι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δυο μπάντες στρέφονται αντικριστά η μια με την άλλη έχοντας και τα ηχεία των οργάνων τους και αυτά αντικριστά στραμμένα και ανταγωνίζονται σε ένταση και σε πάθος· ένα είδος αψιμαχίας λαμβάνει χώρα για το ποιοι μουσικοί είναι οι καλλίτεροι δεξιοτέχνες.

Από κάποιο σημείο και έπειτα το Kubrick σταμάτησε να λέει το happening με το όνομα που ξεκίνησε. Έφτασαν μέχρι το “SOUV-LUCKY #5”. Μετά δεν χρειαζόταν όνομα. Είχε γίνει πλέον θεσμός.

Πλέον δεν υπάρχει χώρος για συζήτηση αν αρέσουν σε κάποιους τα χάλκινα και τα κλαρίνα ή όχι και αν θέλουν να πάνε να τα ακούσουν. Αυτό που συμβαίνει στην πόλη κάθε Τσικνοπέμπτη, είναι οριζόντιο· αφορά τους πάντες. Οι πεζόδρομοι γεμίζουν με κόσμο που χορεύει. Σαν να έχουμε πολλούς τρανούς χορούς. Και οι Λαρισαίοι είναι εν εκστάσει. Και «δεν σκέπτονται πλέον τα επίγεια» παραφράζοντας τον Παπαδιαμάντη.

Δεν είναι δύσκολο να συμβεί. Προσωπικά η αντοχή μου έχει χρονικό περιορισμό, αλλά η επίγευση της ατμόσφαιρας όχι. Ο ήχος από τα χάλκινα πνευστά έχει κάτι το αρχέγονο, κάτι που σε συντονίζει. Ένα τέμπο που σε ξεσηκώνει. Και αυτοσχεδιασμούς που εντυπωσιάζουν. Οι οργανοπαίχτες των κομπανιών των χάλκινων πνευστών έχουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Από τη μεγάλη συναναστροφή και την εξοικείωση μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο συνεννοούνται για την σειρά των κομματιών. Χωρίς πρόβες βέβαια· έχουν παίξει τόσες φορές μεταξύ τους που αποκτούν μια ενστικτώδη αντίληψη για την σειρά των σκοπών που θα διαλέξουν. Να κάπως έτσι… Κάποιο από τα μελωδικά όργανα (κλαρίνο, τρομπέτα, πλήκτρα, ακορντεόν) σε ενστικτώδη χρόνο θα αυξήσει την δυναμική της έντασης του και με μια κλεφτή ματιά ή ένα νεύμα θα εισάγει ένα θέμα που θα οδηγήσει κατευθείαν σε έναν νέο σκοπό. Τότε σε κλάσματα του δευτερολέπτου οι υπόλοιποι μουσικοί προσαρμόζονται και ακολουθούν. Και το κοινό μένει έκθαμβο.

Φέτος θα μπει στο παιχνίδι και η Απόλλωνος. Τρία μαγαζιά του πεζοδρόμου θα συμπράξουν και κάνουν τα «Απολλώνια». Και η Πανός ετοιμάζεται. Άλλωστε όλη η πόλη και φέτος θα ψήνει φαντάζομαι. Όπως τα τελευταία χρόνια. Από τα περίπτερα μέχρι τα φαρμακεία, και από τα pet-shops μέχρι τα προποτζίδικα…

Και δεν έχει να κάνει τελικά με τη μεταμφίεση αυτό που συμβαίνει κάθε Τσικνοπέμπτη στη Λάρισα.

Έχει να κάνει με το ήχο και την ατμόσφαιρα.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεταμφιεσμένος, χωρίς την ετικέτα της προσωπικής ταυτότητας, κρυμμένος πίσω από μια μάσκα από τη δημόσια εικόνα του για να ξεφαντώσει. Για να αποκαλύψει τον αληθινό, κρυμμένο και καταπιεσμένο εαυτό του ή να γίνει για λίγο αυτός που θα ήθελε να είναι.

Ίσως εν τέλει, οι Λαρισαίοι να μην έχουν ανάγκη πια να γίνουν «κάποιοι άλλοι». Οι ίδιοι είναι, απλά αφήνονται στο παραλήρημα της μέρας.

  

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις

Περισσότερα Εδω